Η εργασία, λένε οι οικονομολόγοι, είναι η πηγή κάθε πλούτου. Και είναι πραγματικά τέτοια – πλάι στη φύση, που της δίνει το υλικό που το μετατρέπει σε πλούτο. Αλλά είναι επίσης άπειρα περισσότερο απ’ αυτό. Είναι ο πρωταρχικός βασικός όρος κάθε ανθρώπινης ζωής και αυτό σε τέτοιο βαθμό που από μια άποψη πρέπει να πούμε: Η εργασία δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο. […]

Γι’ αυτό, λοιπόν, οι πράξεις, στις οποίες οι πρόγονοί μας βαθμιαία στην πορεία πολυάριθμων χιλιετιών έμαθαν να προσαρμόζουν σιγά-σιγά το χέρι τους, στην εποχή του περάσματος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, δεν μπορούσαν να είναι στην αρχή παρά πράξεις απλούστατες. Κι οι κατώτεροι άγριοι, ακόμα και εκείνοι στους οποίους μπορεί να υποθέσει κανείς μια οπισθοδρόμηση σε μια κατάσταση αρκετά κοντινή με του ζώου, που να συνοδεύεται από ένα φυσικό εκφυλισμό, βρίσκονται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από αυτά τα μεταβατικά πλάσματα. Πριν να δουλευτεί από το χέρι του ανθρώπου το πρώτο χαλίκι για να γίνει μαχαίρι, χρειάστηκε ίσως μια χρονική περίοδος που μπροστά της να φαίνεται ασήμαντη η ιστορική περίοδος που γνωρίζουμε. Αλλά το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει: Το χέρι είχε ελευθερωθεί και μπορούσε πια να αποκτά όλο και πιο νέες δεξιότητες και η μεγαλύτερη ευλυγισία που αποχτιότανε μ’ αυτό τον τρόπο, μεταβιβαζόταν κληρονομικά και μεγάλωνε από γενιά σε γενιά.

Έτσι το χέρι δεν είναι μονάχα το όργανο, παρά και το προϊόν της εργασίας. Μόνο με την εργασία, με την προσαρμογή σε όλο και νέες λειτουργίες, με την κληρονομική μεταβίβαση της αποκτημένης μ’ αυτό τον τρόπο ειδικής ανάπτυξης των μυών, των τενόντων και σε μακρύτερα διαστήματα των ίδιων των οστών και με την ασταμάτητα επαναλαμβανόμενη εφαρμογή αυτής της κληρονομικής τελειοποίησης σε νέες, όλο και περισσότερο περίπλοκες λειτουργίες, το ανθρώπινο χέρι έφτασε σ’ αυτό τον υψηλό βαθμό τελειότητας, απ’ όπου μπορεί να κάμει να ξεπηδήσει το θαύμα των πινάκων του Ραφαήλ, των αγαλμάτων του Τόρβαλντσεν, της μουσικής του Παγκανίνι.

Αλλά το χέρι δεν υπάρχει καθεαυτό. Ήταν απλώς ένα από τα μέλη ενός ολόκληρου, εξαιρετικά περίπλοκου οργανισμού. Ό,τι ωφελούσε το χέρι, ωφελούσε και ολόκληρο το σώμα, που υπηρετούσε το χέρι. […]

Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ της φύσης, που αρχίζει με την ανάπτυξη του χεριού, με την εργασία, πλάτυνε με κάθε πρόοδο τους ορίζοντες του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακάλυπτε συνεχώς νέες, άγνωστες, μέχρι τότε ιδιότητες των φυσικών αντικειμένων. Η ανάπτυξη της εργασίας από την άλλη μεριά βοήθησε αναγκαστικά στη σύσφιγξη των δεσμών ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, πολλαπλασιάζοντας τις περιπτώσεις αμοιβαίας βοήθειας, κοινής δραστηριότητας, και κάνοντας πιο ξεκάθαρη σε κάθε άτομο τη συνείδηση της χρησιμότητας αυτής της συνεργασίας. Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι στην πορεία της διαμόρφωσής τους έφτασαν στο σημείο όπου είχαν κάτι να πουν ο ένας στον άλλο. Η ανάγκη δημιούργησε το όργανό της: Ο μη αναπτυγμένος λάρυγγας του πιθήκου διαμορφώθηκε με την ποικιλοφωνία αργά αλλά σίγουρα για πιο αναπτυγμένη ποικιλοφωνία, και τα όργανα του στόματος μάθανε βαθμιαία να προφέρουν τον έναν έναρθρο φθόγγο μετά τον άλλο.

Η σύγκριση με τα ζώα αποδεικνύει ότι αυτή η ερμηνεία για την προέλευση της γλώσσας, που γεννήθηκε από την εργασία και μαζί με την εργασία, είναι η μόνη σωστή. Το ελάχιστο που ακόμα και τα πιο αναπτυγμένα ζώα, χρειάζονται για να επικοινωνούν μεταξύ τους, μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και χωρίς έναρθρο λόγο. Κανένα ζώο στη φυσική του κατάσταση δεν αισθάνεται ότι μειονεκτεί επειδή δεν μπορεί να μιλήσει ή να καταλάβει την ανθρώπινη γλώσσα. Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά όταν εξημερώνεται από τον άνθρωπο. Ο σκύλος και το άλογο στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους, απόκτησαν ένα τόσο λεπτό αυτί για την έναρθρη γλώσσα, ώστε μαθαίνουν εύκολα να κατανοούν κάθε γλώσσα, μέσα στα όρια του πεδίου των παραστάσεών τους. Τα ζώα αυτά απόκτησαν επιπλέον την ικανότητα για αισθήματα όπως η αφοσίωση στον άνθρωπο, η ευγνωμοσύνη, κ.λπ., που άλλοτε τους ήταν ξένα. Κι όποιος ασχολήθηκε πολύ μ’ αυτά τα ζώα, δύσκολα θα μπορέσει να ξεφύγει από την πεποίθηση ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, όπου τώρα αισθάνονται το γεγονός πως δεν μπορούν να μιλήσουν σαν μειονέκτημα, το οποίο δυστυχώς δεν μπορούν πια να θεραπεύσουν γιατί τα φωνητικά τους όργανα έχουν ειδικευθεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση. […]

Πρώτα η εργασία κι ύστερα απ’ αυτήν και σε συνέχεια μ’ αυτήν η γλώσσα, είναι τα δυο ουσιαστικά ερεθίσματα, που κάτω απ’ την επίδρασή τους μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά ο πιθηκίσιος εγκέφαλος σ’ ανθρώπινο, που παρ’ όλες τις ομοιότητές του με τον πρώτο, είναι πολύ πιο δυνατός και τέλειος. Παράλληλα όμως με την ανάπτυξη του εγκεφάλου, προχωρούσε και η ανάπτυξη των εργαλείων του, των αισθητηρίων οργάνων. Όπως η προοδευτική ανάπτυξη της γλώσσας συνοδεύεται αναγκαστικά από την αντίστοιχη εκλέπτυνση του οργάνου της ακοής, έτσι και η ανάπτυξη του εγκεφάλου σαν ενιαίου όλου, συνοδεύεται από την εκλέπτυνση όλων των αισθήσεων. […]

Η επίδραση στην εργασία και τη γλώσσα, της ανάπτυξης του εγκεφάλου και των αισθήσεων που εξαρτιούνται απ’ αυτόν, της αυξανόμενης σαφήνειας της συνείδησης, της αφαιρετικής δύναμης και της κρίσης, έδωσε μια νέα ώθηση στην παραπέρα ανάπτυξη και της εργασίας και της γλώσσας. Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη επισπεύτηκε έντονα από τη μια και οδηγήθηκε σε πιο καθορισμένες κατευθύνσεις από την άλλη, χάρη σ’ ένα νέο στοιχείο που ήρθε στο προσκήνιο με την εμφάνιση του ολοκληρωτικά αναπτυγμένου ανθρώπου: Την κοινωνία.

Η επίδραση στην εργασία και τη γλώσσα, της ανάπτυξης του εγκεφάλου και των αισθήσεων που εξαρτιούνται απ’ αυτόν, της αυξανόμενης σαφήνειας της συνείδησης, της αφαιρετικής δύναμης και της κρίσης, έδωσε μια νέα ώθηση στην παραπέρα ανάπτυξη και της εργασίας και της γλώσσας. Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη δεν τελείωσε τη στιγμή που ο άνθρωπος χωρίστηκε οριστικά απ’ τον πίθηκο, αλλά συνέχισε έκτοτε να επιτελεί τεράστιες προόδους, που ποίκιλαν σε βαθμό και κατεύθυνση στους διάφορους λαούς και τις διάφορες εποχές, και που διακόπτονταν εδώ και εκεί από τοπικές και προσωρινές πισωδρομήσεις. Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη επισπεύτηκε έντονα από τη μια και οδηγήθηκε σε πιο καθορισμένες κατευθύνσεις από την άλλη, χάρη σ’ ένα νέο στοιχείο που ήρθε στο προσκήνιο με την εμφάνιση του ολοκληρωτικά αναπτυγμένου ανθρώπου: Την κοινωνία.

Η εργασία αρχίζει με την κατασκευή εργαλείων. Και ποιά είναι τα πιο παλιά εργαλεία που συναντούμε – τα πιο αρχαία, αν κρίνουμε από τα αντικείμενα των προϊστορικών ανθρώπων που ανακαλύφτηκαν και από τον τρόπο ζωής των πρώτων ιστορικών λαών, καθώς και των πιο πρωτόγονων από τους σύγχρονους άγριους; Είναι εργαλεία για κυνήγι και ψάρεμα, και τα πρώτα χρησιμεύουν ταυτόχρονα και για όπλα. […]

Η ΠΡΩΤΗ (η φωτιά) συντόμευσε ακόμα πιο πολύ τη διαδικασία της πέψης, καθώς εφοδίαζε το στόμα με τροφή, ας πούμε, μισοχωνεμένη. Η δεύτερη (εξημέρωση των ζώων) έκανε άφθονο το κρέας, γιατί πλάι στο κυνήγι, άνοιγε μια νέα και πιο κανονική πηγή εφοδιασμού κι ακόμα παρείχε με το γάλα και τα προϊόντα του μια νέα τροφή, που εξαιτίας της σύστασής της ήταν τουλάχιστον εξίσου πολύτιμη με το κρέας. Και οι δυο αυτές περίοδοι έγιναν νέα μέσα για τη χειραφέτηση του ανθρώπου. Θα μας οδηγούσε πολύ μακριά να καταπιαστούμε εδώ λεπτομερειακά με τα έμμεσα αποτελέσματά τους, όσο μεγάλη και να στάθηκε η σημασία τους για την ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας.

Ακριβώς όπως ο άνθρωπος έμαθε να καταναλώνει καθετί φαγώσιμο, έτσι έμαθε να ζει και σ’ όλα τα κλίματα. Απλώθηκε σ’ όλη την κατοικήσιμη γη, αυτός, το μόνο ζώο που μπορούσε να το πετύχει μόνο του. Τα άλλα ζώα που έχουν εγκλιματιστεί σε όλα τα κλίματα –τα οικιακά ζώα και τα παράσιτα– δεν το κατάφεραν μόνα τους αλλά μονάχα ακολουθώντας τον άνθρωπο. […]

Με τη συνεργασία του χεριού, των φωνητικών οργάνων και του εγκεφάλου, όχι μόνο σε κάθε άτομο αλλά και σ’ ολόκληρη την κοινωνία, τα ανθρώπινα όντα έγιναν ικανά να εκτελούν όλο και πιο περίπλοκες εργασίες, να θέτουν και να πετυχαίνουν όλο και υψηλότερους στόχους. Η ίδια η εργασία γινόταν από γενιά σε γενιά διαφορετική, τελειότερη, περισσότερο ποικίλη. Στο κυνήγι και στην κτηνοτροφία προστέθηκε η γεωργία, σ’ αυτήν προστέθηκαν το κλώσιμο, η υφαντουργική, η μεταλλουργία, η αγγειοπλαστική, η ναυσιπλοΐα. Η τέχνη και η επιστήμη εμφανίστηκαν τέλος, πλάι στο εμπόριο και τη βιοτεχνία. Από τη φυλή αναπτύχθηκαν έθνη και κράτη, εμφανίστηκε το δίκαιο και η πολιτική, και μαζί τους η φανταστική αντανάκλαση των ανθρώπινων πραγμάτων στο ανθρώπινο μυαλό: Η θρησκεία. Μπροστά σ’ όλες αυτές τις δημιουργίες που φαίνονταν πριν απ’ όλα σαν προϊόντα του μυαλού και μοιάζανε να δεσπόζουν στις ανθρώπινες κοινωνίες, τα πιο ταπεινά προϊόντα της χειρονακτικής εργασίας περνούσαν σε δεύτερο πλάνο, κι αυτό τόσο περισσότερο, όσο το πνεύμα που καθόριζε τη διαδικασία της εργασίας, ήδη σ’ ένα πρωιμότατο στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης (για παράδειγμα στην πρωτόγονη οικογένεια) είχε τη δυνατότητα να βάζει άλλους να πραγματοποιούν την εργασία που σχεδίαζε. Όλη η τιμή για τη γρήγορη ανάπτυξη του πολιτισμού αποδόθηκε στο πνεύμα, στην ανάπτυξη και στη δραστηριότητα του μυαλού. Οι άνθρωποι συνήθισαν να εξηγούν τη δραστηριότητά τους με τη σκέψη τους αντί να την εξηγούν με τις ανάγκες τους (που αντανακλώνται βέβαια στο μυαλό τους, γίνονται συνείδηση). Έτσι γεννήθηκε με τον καιρό η ιδεαλιστική αντίληψη του κόσμου που κυριάρχησε στα πνεύματα, προπαντός ύστερ’ από την παρακμή της αρχαιότητας. […]

ΌΣΟ ΠΙΟ ΠΟΛΥ απομακρύνονται οι άνθρωποι από τα ζώα, τόσο οι επιπτώσεις τους στη φύση παίρνουν το χαρακτήρα προμελετημένης, σχεδιασμένης δράσης, που αποβλέπει σε καθορισμένους σκοπούς, γνωστούς από τα πριν. Το ζώο καταστρέφει τη βλάστηση μιας περιοχής χωρίς να ξέρει τι κάνει. Ο άνθρωπος την καταστρέφει για να σπείρει δημητριακά στο έδαφος που απελευθερώνει, ή για να φυτέψει δέντρα και αμπέλια που ξέρει πως θα του δώσουν πολλές φορές εκείνα που έσπειρε. […]

Συνοπτικά, το ζώο απλώς χρησιμοποιεί την εξωτερική φύση και τη μεταβάλλει μόνο με την παρουσία του. Με τις αλλαγές που της δημιουργεί ο άνθρωπος, την κάνει να υπηρετήσει τους σκοπούς του, την εξουσιάζει. Σ’ αυτό βρίσκεται η τελευταία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στα υπόλοιπα ζώα, και τη διαφορά αυτή τη χρωστά για άλλη μια φορά στην εργασία. […]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!