Θα αρχίσω από το τέλος – από το παράρτημα, «Για τον Ιστορικό υλισμό» όπου έχετε περιγράψει, υπέροχα και πειστικά για τον κάθε απροκατάληπτο, τα απαραίτητα. Αν έχω κάτι να αντιτείνω είναι ότι μου αποδίδετε περισσότερο έπαινο απ’ ό,τι μου αξίζει, έστω κι αν συμπεριλάβω το κάθε τι που ίσως θα είχα –με τον καιρό– ανακαλύψει μονάχος, αλλά που ο Μαρξ, με τη γοργότερή του ματιά και την πλατύτερη εποπτεία του το ανακάλυπτε πολύ πιο γρήγορα. Όταν κανείς έχει την καλή τύχη, να συνεργάζεται σαράντα ολόκληρα χρόνια μ’ έναν άνθρωπο σαν τον Μαρξ, συνήθως δεν απολαμβάνει σε αυτό το διάστημα της ζωής του την αναγνώριση που νομίζει ότι του αξίζει. Όταν όμως πεθάνει ο μεγαλύτερος, εύκολα υπερεκτιμούν τον κατώτερο – κι αυτό ακριβώς μου φαίνεται να συμβαίνει τώρα με εμένα. Η ιστορία τελικά θα τα τακτοποιήσει όλα αυτά, μα ως τότε θα έχει κανείς αισίως φύγει από τη μέση και δε θα ξέρει πια τίποτε για οτιδήποτε.

Κατά τα άλλα, λείπει μόνο ένα ακόμη σημείο, που ο Μάρξ και εγώ αποτύχαμε να τονίσουμε επαρκώς στα έργα μας, και που σχετικά μ’ αυτό μας βαρύνει όλους το ίδιο φταίξιμο. Συγκεκριμένα όλοι μας δώσαμε, και έπρεπε να δώσουμε, πρώτα τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην παραγωγή από τα οικονομικά θεμελιακά γεγονότα, των πολιτικών, νομικών και άλλων ιδεολογικών παραστάσεων και των πράξεων που καθορίζονται απ’ αυτές τις παραστάσεις. Έτσι για χάρη του περιεχομένου αμελήσαμε τότε το ζήτημα της μορφής: Με ποιο τρόπο γεννιούνται αυτές οι παραστάσεις κ.λπ. […]

Η ιδεολογία είναι μια διαδικασία, που γίνεται βέβαια από τον λεγόμενο στοχαστή συνειδητά, μα με ψεύτικη συνείδηση. Οι καθαυτό κινητήριες δυνάμεις που τον υποκινούν, του μένουν άγνωστες. Διαφορετικά δε θα ήταν ιδεολογική διαδικασία. Φαντάζεται λοιπόν ψεύτικες ή φαινομενικές κινητήριες δυνάμεις. Επειδή είναι διαδικασία σκέψης αντλεί τόσο το περιεχόμενό της, όσο και τη μορφή της από την καθαρή σκέψη, είτε τη δική του, είτε τη σκέψη των προκατόχων του. Εργάζεται μονάχα με υλικό ιδεών, που το αποδέχεται ανεξέταστα σαν προϊόν της σκέψης και δεν εξετάζει παραπέρα να βρει μια πιο μακρινή, ανεξάρτητη από τη σκέψη καταγωγή του· μάλιστα αυτό του είναι αυτονόητο γιατί κάθε πράξη του φαίνεται ότι σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται στη σκέψη, επειδή γίνεται μέσω της σκέψης. […]

ΑΥΤΗ Η φαινομενικότητα μιας αυτοτελούς ιστορίας των μορφών της κρατικής συγκρότησης, των συστημάτων δικαίου, των ιδεολογικών παραστάσεων σε κάθε ειδικό τομέα, είναι που πάνω απ’ όλα ξεγελά τους περισσότερους ανθρώπους. Αν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος «υπερνικούν» την επίσημη καθολική θρησκεία, ή ο Χέγκελ «υπερνικά» τον Φίχτε και τον Καντ, ή ο Ρουσσώ «υπερνικά» έμμεσα με το δημοκρατικό του «Κοινωνικό Συμβόλαιο» τον συνταγματικό Μοντεσκιέ, αυτό είναι μια διαδικασία που μένει μέσα στα όρια της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής επιστήμης, που αντιπροσωπεύει ένα σταθμό στην ιστορία αυτών των τομέων της σκέψης και δεν βγαίνει καθόλου έξω από την περιοχή της σκέψης. Και αφότου προστέθηκε σ’ αυτά η αστική αυταπάτη για την αιωνιότητα και την απόλυτη τελειότητα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, θεωρείται ακόμα και η υπερνίκηση των εμποροκρατών από τους φυσιοκράτες και τον Α. Σμιθ σαν απλή νίκη της σκέψης, όχι σαν αντανάκλαση στη σκέψη αλλαγμένων οικονομικών γεγονότων αλλά σαν η σωστή κατανόηση, που επιτεύχθηκε επιτέλους, των πραγματικών συνθηκών που υπάρχουν παντού και πάντα. […]

Την πλευρά αυτή του ζητήματος, που εδώ μόνο να τη θίξω μπορώ, την έχουμε νομίζω όλοι μας παραμελήσει περισσότερο απ’ ό,τι επιτρέπεται. Είναι η παλιά ιστορία: Στην αρχή παραμελείται πάντα η μορφή για χάρη του περιεχομένου. Όπως είπαμε κι εγώ το έκανα αυτό και το λάθος μού χτυπούσε στα μάτια πάντα μόνο κατόπιν εορτής. Γι’ αυτό λοιπόν δε θέλω καθόλου να σας μεμφθώ γι’ αυτό –απεναντίας, σαν παλιότερος συνένοχος δεν έχω καθόλου αυτό το δικαίωμα– θα ήθελα όμως να σας επιστήσω την προσοχή πάνω σε τούτο το σημείο για το μέλλον.

Με αυτό συνδέεται επίσης και η ανόητη αντίληψη των ιδεολόγων ότι επειδή αρνιόμαστε ότι οι διάφορες ιδεολογικές σφαίρες, που παίζουν κάποιο ρόλο στην ιστορία, έχουν αυτοτελή ιστορική εξέλιξη, τους αρνιόμαστε και κάθε ιστορική δράση. Στη βάση βρίσκεται εδώ, η κοινή αντιδιαλεκτική αντίληψη για την αιτία και το αποτέλεσμα σαν πόλους που αντιπαρατίθενται άκαμπτα ο ένας στον άλλο καθώς και το γεγονός ότι ξεχνούν την αλληλεπίδραση. Οι κύριοι αυτοί ξεχνούν συχνά σκόπιμα ότι ένας ιστορικός παράγοντας μόλις γεννηθεί από άλλα, σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια, αντιδρά κι αυτός, και μπορεί να αντεπιδράσει στο περιβάλλον του ακόμη και στα ίδια τα αίτια του. […]

 * Απόσπασμα από επιστολή του Φρ. Ένγκελς προς τον Μέρινγκ, 14 Ιούλη 1893. Από τα Διαλεχτά Έργα Μαρξ-Ένγκελς (Τόμος 2ος)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!