Λίγο μετά την ολοκλήρωση του φετινού Resistance Festival, όπου πραγματοποίησε μια σημαντική παρέμβαση (βλ. φύλλο 652), ο Δρ Αλί Φαγιάντ –εκπρόσωπος του Μπλοκ της Αντίστασης στη βουλή του Λιβάνου– παραχώρησε μια αποκλειστική συνέντευξη στον Δρόμο. Η συνάντηση με την κοινή αντιπροσωπεία της ΚΟΕ και του Δρόμου, στη διάρκεια της οποίας δόθηκε και η συνέντευξη, ήταν πολύωρη και χαρακτηρίστηκε από κλίμα αμοιβαίας εκτίμησης, και από τη σοβαρή και ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων και ενημέρωση για τις εξελίξεις στις χώρες μας, αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μας. Η συζήτηση πήγε δηλαδή στην ουσία των πραγμάτων, αποφεύγοντας μια φορμαλιστική, «διπλωματικού» τύπου συνομιλία. Στη συνάντηση πήρε μέρος και ο Ναμπίλ Χαλάκ, συντονιστής του Διεθνούς Αραβικού Κέντρου για Πληροφόρηση και Αλληλεγγύη.

Έχει μεσολαβήσει ένας χρόνος από τότε που είχαμε συναντηθεί με έναν συμπατριώτη και συναγωνιστή σας, τον καθηγητή Ομάρ Νασάμπε, συζητώντας για τη δύσκολη κατάσταση στον Λίβανο[1]. Εκτιμούμε πολύ την αντίσταση που εκπροσωπείτε, αλλά και τις προσπάθειές σας για διέξοδο από την κρίση και από τις άμεσες απειλές στην περιοχή σας εξαιτίας των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Εκπροσωπείτε ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, με σημαντικότατο ρόλο στη χώρα σας, ενώ εμείς εδώ, στη δική μας, βιώνουμε ένα μεγάλο κενό, μια σύνθετη διάλυση και υποχώρηση του λαϊκού παράγοντα…

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω λέγοντας ότι εκτιμούμε βαθιά την υποδοχή που είχαμε στο Resistance Festival, αλλά και γενικότερα τη φιλοξενία που μας επιφυλάξατε, και το ενδιαφέρον πολλών φίλων. Προσωπικά, ταξιδεύω σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά νοιώθω μια διαφορετική θέρμη στην Ελλάδα. Έχουμε μια συναντίληψη για κοινά προβλήματα. Είναι ολοφάνερος ο κοινός, μεσογειακός τρόπος σκέψης, και η κοινή, ανθρωπιστική προσέγγιση διεθνών ζητημάτων. Κι έχει μεγάλη σημασία η συνέχιση και εμβάθυνση των καλών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες και τους δύο λαούς μας. Όσον αφορά τις διαφορές στην κατάσταση του λαϊκού παράγοντα σε Λίβανο και Ελλάδα, θα αρκεστώ να μοιραστώ μαζί σας μια φράση του Ιμάμη Αλί, που τολμώ να πω ότι μας αφορά όλους κι έχει διαχρονική αξία: «Μην φοβηθείτε τον δρόμο του δικαίου επειδή τον περπατούν λίγοι»!

Αυτή είναι πράγματι μια καίρια προτροπή. Τι θα μπορούσαμε να πούμε όμως για τη σημερινή κατάσταση στο Λίβανο, για τα πιο καθοριστικά, άμεσα προβλήματα;

Θα σας δώσω ένα λιτό περίγραμμα της κατάστασης, που είναι ιδιαίτερα περίπλοκη. Άμεσα είναι σε εξέλιξη δύο μεγάλες κρίσεις. Η πρώτη αφορά τις διαδικασίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, και η δεύτερη είναι μια βαθιά οικονομική και νομισματική κρίση. Πίσω από αυτές τις δύο κρίσεις αναδύονται με σφοδρότητα τα όρια του δυσλειτουργικού λιβανέζικου πολιτικού συστήματος και των διαιρετικών, βάσει θρησκεύματος, χαρακτηριστικών του[2]. Κανονικά, το πολιτικό σύστημα οφείλει να αφουγκράζεται τις κοινωνικές αντιθέσεις και να τις ξεπερνά μέσω ενός ειρηνικού και λειτουργικού θεσμικού πλαισίου. Αυτό σ’ εμάς δεν υφίσταται. Οι διαιρέσεις διχάζουν βαθιά την κοινωνία και εμποδίζουν τη λειτουργία των θεσμών, μετατρέποντας τελικά την κρατική σαθρότητα και κατάτμηση σε κοινωνική. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι πλέον δεν μπορεί να παρακαμφθεί η απαίτηση μια βαθιάς, δομικής πολιτικής μεταρρύθμισης, την οποία προέβλεπε εξάλλου η συμφωνία του Ταΐφ[3].

Έχει δηλαδή τρωθεί μια εθνική και κοινωνική συνοχή εξαιτίας του ζητήματος της εκλογής Προέδρου;

Στο θέμα αυτό υπάρχουν δύο μεγάλες παρατάξεις: από τη μια το μπλοκ της Χεζμπολά και των συμμάχων της, και από την άλλη οι αντίπαλοί της. Πρόσφατα έχει εμφανιστεί και μια τρίτη ομαδοποίηση, της επονομαζόμενης «Αλλαγής», που προέκυψε από τις διαδηλώσεις του Οκτωβρίου 2017. Αυτή έχει συγκροτηθεί από ΜΚΟ και δεν αποτελεί συμπαγή παράταξη, υπό την έννοια ότι μια σειρά βουλευτές της δεν συγκαταλέγονται στους αντιπάλους της Χεζμπολά. Τώρα, η συμμαχία μας, το Μπλοκ της Αντίστασης, πλειοψηφεί στη Βουλή. Αλλά καμία παράταξη δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 για την εκλογή Προέδρου. Επομένως και οι δύο παρατάξεις πρέπει να συμφωνήσουν. Καλέσαμε σε εθνικό διάλογο, μα οι αντίπαλοι το αρνήθηκαν… Υπήρξε και γαλλική πρωτοβουλία για να αρθεί το αδιέξοδο, αλλά και αυτή τορπιλίστηκε. Τώρα δημιουργείται μια νέα πρωτοβουλία από πλευράς Κατάρ, στην οποία συμμετέχουν και οι ΗΠΑ, Γαλλία, Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία. Εμείς επιμένουμε στον διάλογο, διότι η ανάδειξη νέου Προέδρου συνδέεται στενά με τη δυνατότητα επίλυσης σημαντικών προβλημάτων της χώρας.

«Ενώπιον της τεράστιας οικονομικής και νομισματικής κρίσης, με το ΑΕΠ να πέφτει από 54 σε 17 δισεκατομμύρια δολάρια, η απραξία της πολιτικής κάστας, που προνομοποιεί τα δικά της συμφέροντα αντί αυτών της χώρας, συνιστά έγκλημα»

Φαντάζομαι ότι αυτή η πολιτική-θεσμική κρίση επηρεάζεται πολιτικά και κοινωνικά από τη νομισματική και οικονομική κρίση, και με τη σειρά της την επηρεάζει. Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένος γι’ αυτήν την πλευρά, όντας και επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικής Πολιτικής;

Η οικονομική και νομισματική κρίση είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη μορφή κρίσης. Η κατάρρευση του νομισματικού και οικονομικού συστήματος έχει αλλάξει την όψη ολόκληρης της χώρας. Μέσα σε λίγα χρόνια, το ΑΕΠ κατρακύλησε από 54 δισεκατομμύρια δολάρια σε 17! Το 80% του πληθυσμού αντιμετωπίζει πρόβλημα στις βασικές του ανάγκες. Η υγεία καταρρέει, όπως και η παιδεία, ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια ο Λίβανος θεωρούνταν το Πανεπιστήμιο και το Νοσοκομείο της ευρύτερης περιοχής. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ξέρουν αν θα πάρουν το μισθό τους, οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν μόνο μία μέρα. Έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, επομένως, και τα δημόσια έσοδα.
Η θέση μας είναι σαφής: πρέπει να αποκόψουμε την οικονομική κρίση από τις πολιτικές διαιρέσεις. Γι’ αυτό καλέσαμε να δημιουργηθεί ένα επείγον σχέδιο με διακομματική συμφωνία, που διαπερνιέται από τρεις κεντρικές προτάσεις: α) να επιβληθούν capital controls, β) να προχωρήσουμε σε αναδόμηση του τραπεζικού τομέα, γ) να υπάρξει συμφωνία σε ένα πλάνο οικονομικής επανόρθωσης. Με αυτά τα τρία μέτρα είναι δυνατόν να ανακτηθεί ένας βαθμός ομαλότητας. Απαιτούνται βέβαια κι άλλα βήματα, όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς, με άρση του τραπεζικού απορρήτου.
Ως τώρα γίνονται συζητήσεις επί συζητήσεων για το σχέδιό μας, χωρίς όμως να λαμβάνονται αποφάσεις. Αυτή η απραξία της πολιτικής κάστας, που προνομοποιεί τα δικά της συμφέροντα αντί αυτών της χώρας, συνιστά έγκλημα! Από τη θεσμική θέση μου, αλλά και ως υπεύθυνος της Χεζμπολά για την οικονομική πολιτική, έχω καταβάλει πολλές προσπάθειες προς ψήφιση των αναγκαίων μέτρων, χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμα και οι εκπρόσωποι της Παγκόσμιας Τράπεζας –παρά τις βαθιές διαφορές που έχουμε με αυτόν τον θεσμό– παραδέχθηκαν ότι μόνο η Χεζμπολά έχει καταθέσει σοβαρές προτάσεις…

Από αυτά που λέτε, γεννιέται η εντύπωση ότι προχωρά ένας οικονομικός στραγγαλισμός του Λιβάνου, η δημιουργία μιας αστάθειας γενικευμένης, και άρα η διευκόλυνση της προώθησης διάφορων σχεδιασμών;

Χρειάζεται να δούμε πιο συγκεκριμένα το ζήτημα. Η οικονομική κρίση έχει τις ρίζες της σε τρεις διακριτούς παράγοντες:

  1. Λανθασμένες χρηματοοικονομικές πολιτικές από το 1992, με την πολιτική του πατρός Χαρίρι. Αυτός υιοθέτησε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και προχώρησε σε ακατάσχετο δανεισμό για να εμφανίζει ποσοστά ανάπτυξης, που όμως δεν υπήρχαν στην πραγματική οικονομία. Στα χρόνια αυτά είχαμε τρεις φάσεις: α) δάνεια για υποδομές, β) νέα δάνεια για αποπληρωμή των αρχικών δανείων, γ) κι άλλα δάνεια, για αποπληρωμή μόνο των τόκων των προηγούμενων δανείων… Έτσι φτάσαμε στην τέταρτη φάση, όπου το μέγεθος δανείων και τόκων είναι τέτοιο ώστε καμία αποπληρωμή δεν είναι δυνατή.
  2. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την εξάπλωση της διαφθοράς, που σύμφωνα με μελέτες αντιστοιχεί στο 40% του κόστους όλων των έργων. Μπροστά στην οικονομική αδυναμία και τα υπέρογκα χρέη, άρχισαν να «αρμέγουν» την Κεντρική Τράπεζα, ανεβάζοντας τα επιτόκια. Καθώς αυτά εκτοξεύονταν, σχεδόν κάθε οικονομική δραστηριότητα σταμάτησε και τα λεφτά κατευθύνθηκαν προς τις τράπεζες – με την ψευδαίσθηση ότι η χώρα δεν θα καταρρεύσει, αφού μεγάλωνε ο λόγος των καταθέσεων προς το ΑΕΠ. Στη βάση αυτή εξαπλώθηκε η διαφθορά σε τεράστιο βαθμό.
  3. Παράλληλα λειτούργησε με ένταση ο αποκλεισμός και οι κυρώσεις από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Προστέθηκε η απόσυρση των αραβικών επενδύσεων από τον Λίβανο, το σαμποτάρισμα του τουρισμού από τις χώρες του Κόλπου, και ο αποκλεισμός των λιβανέζικων προϊόντων από τις αγορές τους. Κι όλα αυτά συνέπεσαν με την κρίση και τον πόλεμο στη Συρία. Έτσι δεν υπήρχε καμία χερσαία δίοδος για το εμπόριο και τις εξαγωγές, ενώ περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από Συρία συνέρρευσαν στον Λίβανο.

Όλα τα παραπάνω αθροίστηκαν και επιβάρυναν πολλαπλά την οικονομία μας.

Πότε έγιναν αισθητές οι επιπτώσεις αυτών των γεγονότων;

Από το 2016 αρχίσαμε να αισθανόμαστε τις συνέπειες του αποκλεισμού και των κυρώσεων, καθώς και την περιπλοκότητα της κατάστασης που δημιουργούνταν μέσα από τον συνδυασμό αυτών των τριών παραγόντων. Όταν ο κόσμος κατέβηκε στο δρόμο, το 2017, οι τράπεζες έκλεισαν για 12 μέρες. Από τότε έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί τα capital controls. Αντ’ αυτών, άνοιξαν διάπλατα οι θύρες για απόσυρση όλων των καταθέσεων, και φυσικά επήλθε η κατάρρευση του τραπεζικού ιστού. Έτσι στο Λίβανο έχουμε εδώ και 4 χρόνια μια τεράστια μαύρη τρύπα στην οικονομία, με ό,τι σημαίνει αυτό.
Ανακεφαλαιώνοντας: καταφέραμε πάρα πολλά από το 1982 έως σήμερα στο επίπεδο της απελευθέρωσης εδαφών, της ακεραιότητας της χώρας, της νίκης στον πόλεμο του 2006, και πρόσφατα της συμφωνίας για την ΑΟΖ του Λιβάνου[4], που επιτεύχθηκε όταν ο Χασάν Νασράλα έκανε σαφές ότι αλλιώς δεν θα επιτρέψουμε τη λειτουργία οποιασδήποτε ισραηλινής πλατφόρμας άντλησης πετρελαίου. Κι αυτό ήταν ένα μήνυμα που τρόμαξε το Ισραήλ. Πετύχαμε λοιπόν πολλά σε αυτούς τους τομείς. Αλλά την ίδια στιγμή καταλήξαμε σε μια άθλια οικονομική και νομισματική κατάσταση, ενώ και σε ό,τι αφορά την πολιτική ζωή και την κοινωνία τα πράγματα δεν είναι σε καλό δρόμο.

«Το πρότυπο της Χεζμπολά, και της Αντίστασης που αυτή πυροδότησε, ξεπερνά το πεδίο της χώρας μου. Προσφέρει ένα παράδειγμα για το πώς μικρές κοινωνίες και μικρά κράτη μπορούν να χαράζουν το μέλλον τους μόνοι τους, ανεξάρτητοι»

Μιας και μιλήσατε για την ΑΟΖ σε μια πολύ ευαίσθητη περιοχή, να ρωτήσω αν εμπλέκεται η Τουρκία;

Η Τουρκία δεν έχει άμεσο ρόλο στο Λίβανο, δεν είναι μεταξύ των βασικών δρώντων στις λιβανικές εξελίξεις. Έχει μια παρουσία στο βόρειο Λίβανο, όπου υπάρχουν σουνίτες, αλλά ούτε εκεί οι Τούρκοι έχουν εμφανή πολιτικό ρόλο, αρκούμενοι προσώρας στην ενίσχυση τοπικών κοινωνικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών.

Λίγο πριν αναφερθήκατε στο 1,5 εκατομμύριο Σύρων που ήρθαν στον Λίβανο εξαιτίας του πολέμου στη Συρία. Τι είδους προβλήματα έχουν δημιουργηθεί;

Ένα βασικό πρόβλημα είναι ο αριθμός των μετατοπισμένων: πολύ μεγάλος, ιδίως εάν συγκριθεί με τον συνολικό πληθυσμό του Λιβάνου. Σε ένα βαθμό αύξησαν την εγκληματικότητα, ενώ τα στρατόπεδα που διαμένουν πιέζουν τις υποδομές και τις υπηρεσίες, αλλά και τους μισθούς, αφού «προσφέρουν» φθηνότερα εργατικά χέρια. Δυστυχώς η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, για πολιτικούς λόγους, δεν διευκολύνει την επιστροφή των μετατοπισμένων σε ασφαλείς περιοχές στην πατρίδα τους. Προτιμά να πληρώνει επιδόματα για να τους κρατά εκτός Συρίας, διότι έτσι αυξάνονται οι πιέσεις και προς τον Λίβανο και προς τη Συρία… Φυσικά δεν δεχόμαστε να αντιμετωπίσει κανένας Λιβανέζος με ρατσιστικό πνεύμα τους Σύρους. Είναι αδέλφια μας, είναι γείτονές μας. Προτεραιότητά μας είναι όμως οι ανάγκες της χώρας μας. Ο ISIS προσπαθεί να δημιουργήσει υποδομές μεταξύ των μετατοπισμένων. Μόλις πριν ένα μήνα εξαρθρώθηκε από τη Χεζμπολά σπείρα του ISIS στα προάστια της Βηρυτού…

Όντως, μεγάλες οι δυσκολίες στη χώρα σας και τη γειτονιά σας! Ταυτόχρονα όμως βλέπουμε μεγάλα κινήματα αντίστασης, με το δικό σας να θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα. Στην Ελλάδα βέβαια έχουμε πολύ διαφορετικές συνθήκες… Πώς βλέπετε εσείς τη σημασία του δικού σας κινήματος, αλλά και της διεθνούς αλληλεγγύης;

Σας ευχαριστούμε για όσα λέτε για μας. Όμως έχουμε επίγνωση ότι υπάρχει μια διεθνής διαστρέβλωση της εικόνας μας εξαιτίας της προπαγάνδας Δυτικών κέντρων. Τι είμαστε στ’ αλήθεια; Ένα κίνημα αντίστασης. Υπερασπίζουμε το έδαφός μας, την ακεραιότητα της χώρας μας, τον λαό μας. Δεν έχουμε επιτεθεί σε κανέναν. Ακολουθούμε πολιτική αυτοάμυνας. Για πολλά χρόνια δοκιμάσαμε να αναγνωριστεί το δίκιο του Λιβάνου από τους διεθνείς οργανισμούς. Τελικά, η μόνη επιλογή που πέτυχε ήταν όταν αποφασίσαμε να αντισταθούμε πραγματικά, έστω και μόνοι μας. Στην αρχή αυτό φαινόταν τρέλα: να στεκόμαστε γυμνοί μπροστά σε αντιπάλους οπλισμένους μέχρι τα δόντια; Όμως σήμερα είμαστε η μεγαλύτερη και πιο συγκροτημένη δύναμη του Λιβάνου.
Γνωρίζουμε ότι είμαστε μια μικρή χώρα, χωρίς στρατηγικό βάθος. Αν σταθεί κάποιος σε μια κορυφή του Λιβάνου θα δει τη θάλασσα, και τα σύνορα με τη Συρία και την κατεχόμενη Παλαιστίνη. Θα μπορούσε να θεωρηθεί γεωστρατηγικό βάθος η Συρία, αλλιώς θα καταφύγουμε σε μη κλασικούς τρόπους αυτοάμυνας. Κοιτάξτε, η ισραηλινή οντότητα αποτελεί τον 5ο πιο ισχυρό στρατό του κόσμου. Διαθέτει και πυρηνικά όπλα. Υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, και πολιτικά από όλη τη Δύση. Εμείς είμαστε μια λαϊκή οργάνωση στην οποία ασκούνται οι πιέσεις όλης της υφηλίου ώστε να μην έχουμε όπλα για να αντισταθούμε. Και φυσικά υπάρχει μια ανισότητα τεράστια στις διεθνείς σχέσεις. Αλλά το πρότυπο της Χεζμπολά, και της Αντίστασης που αυτή πυροδότησε, ξεπερνά το πεδίο της χώρας μου. Προσφέρει ένα παράδειγμα για το πώς μικρές κοινωνίες και μικρά κράτη μπορούν να χαράζουν το μέλλον τους μόνοι τους, ανεξάρτητοι. Τώρα, όσον αφορά εμάς και το πώς βλέπουμε τον κόσμο, θέλω να τονίσω ότι, παρότι εμφορούμαστε από την ισλαμική ιδεολογία, αισθανόμαστε σύντροφοι και αλληλέγγυοι με όλα τα κινήματα και όλους τους επαναστάτες που υψώνουν ανάστημα ενάντια στο ηγεμονικό καθεστώς των ΗΠΑ.

Δρα Φαγιάντ, σας ευχαριστούμε. Ευχόμαστε επιτυχίες στον αγώνα του λαού σας!

Εγώ πρέπει να σας ευχαριστήσω διότι, μέσω και της συνέντευξης αυτής, μπορούν να γίνουν πιο γνωστές οι θέσεις μας, οι προσπάθειές μας και να προωθηθούν εξελίξεις για το κοινό καλό των λαών στην περιοχή μας.

Σημειώσεις:

[1] Ο Ομάρ Νασάμπε είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και αρχισυντάκτης του εβδομαδιαίου περιοδικού Αλ-Καούς. Βλ. την ομιλία του στο περσινό Resistance Festival: Ο Λίβανος βυθίζεται (φύλλο 605).

[2] Ο Λίβανος έχει κληρονομήσει από τη γαλλική αποικιοκρατία ένα ιδιόμορφο πολιτικό σύστημα, που ξεχωρίζει τους πολίτες ανάλογα με τη θρησκευτική κοινότητα στην οποία ανήκουν. Βάσει αυτού, ο πρόεδρος της χώρας πρέπει να είναι Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός Σουνίτης, ο πρόεδρος της βουλής Σιίτης, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Ελληνορθόδοξος κ.ο.κ. (Κατ’ εκτίμηση θρησκευτική σύνθεση του Λιβάνου: Σουνίτες 29%, Σιίτες 29%, Μαρωνίτες 19%, Ελληνορθόδοξοι 7%, Καθολικοί 5%, Δρούζοι 5%, Αρμένιοι 4%, λοιποί 2%).

[3] Η συμφωνία του Ταΐφ (1989) μείωσε σε κάποιο βαθμό τη θεσμική επιρροή των Μαρωνιτών, που ως τότε κυριαρχούσαν αν και αποτελούν το ένα πέμπτο του πληθυσμού. Επίσης χαρακτήρισε εθνική προτεραιότητα την κατάργηση του διαιρετικού συστήματος βάσει θρησκεύματος, αλλά δεν έθεσε σχετικό χρονοδιάγραμμα. Τέλος, οδήγησε στη διάλυση όλων των πολιτοφυλακών πλην της Χεζμπολά, που χαρακτηρίστηκε «Δύναμη Αντίστασης» και της ανατέθηκε η φύλαξη των νοτίων συνόρων.

[4] Για τη συμφωνία ΑΟΖ Λιβάνου-Ισραήλ, βλ. Πώς δημιουργούνται οι εκπλήξεις (φύλλο 608).

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!