«Ο Τσόμσκι είναι αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός γλωσσολόγος του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα και είναι φυσιολογικό οι απόψεις του να μην έχουν σταματήσει να συζητιούνται στα πλαίσια του επιστημονικού διαλόγου. Αλλά οι πολιτικές του θέσεις, ριζοσπαστικές και αναρχικές, είναι αυτές που στρέφουν εναντίον του τις πιο βίαιες επιθέσεις, κάτι που είναι φυσικό.» (Pierre Encrevé)

Δικαιολογημένα αναλύουμε και κρίνουμε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική Αριστερά και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής διανόησης. Αλλά η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλύτερη στο δυτικό κόσμο και ειδικά στη Γαλλία. Αφορμή για το σχόλιο η επιθετικότητα με την οποία αντιμετώπισε το κυρίαρχο τμήμα της γαλλικής διανόησης τον Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος προσκλήθηκε στο Παρίσι, τριάντα χρόνια μετά την προηγούμενη επίσκεψή του, για δύο ομιλίες σχετικά με το αντικείμενο της επιστήμης του, τη γλωσσολογία, αλλά και την πολιτική. Η προσέγγιση της Le Monde, άλλοτε εφημερίδας των συντακτών της, ήταν χαρακτηριστική του κλίματος. Ο επιφορτισμένος με την κάλυψη δημοσιογράφος έγραψε αρνητικά σχόλια επειδή δεν μπόρεσε να μπει στην κατάμεστη από νέους αίθουσα του College de France. Είχε προηγηθεί η απροθυμία των υπευθύνων του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών να διευκολύνουν τον Πιερ Πικά, που είχε αναλάβει τη διοργάνωση των ομιλιών του Τσόμσκι. Και με την ευκαιρία, ανασύρθηκαν όλες οι παλιές πολεμικές.

Ελευθερία του λόγου, αλήθεια και δικαιοσύνη

Η Diana Johnstone θέτει σαν βάση αυτής της αντίθεσης δύο βασικά στοιχεία. Το πρώτο συνδέεται με τη γενικότερη στροφή της Γαλλίας προς την αποδοχή της αμερικανοκρατίας που ξεκινάει από την άδοξη κατάληξη του Γαλλικού Μάη και την πτώση του Ντε Γκολ και φτάνει σχεδόν στην πλήρη ταύτιση επί Σαρκοζί. Ο Τσόμσκι ανέκαθεν τους ενοχλούσε με τις αντιιμπεριαλιστικές του απόψεις. Το δεύτερο είναι η ανακίνηση δύο υποθέσεων που είχαν φέρει τον Τσόμσκι σε μεγάλη κόντρα με τους λεγόμενους «νέους φιλοσόφους» που από την αρχή της δεκαετίας του ’70 προσπαθούσαν να απαξιώσουν όσους υποστήριζαν το παγκόσμιο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στην υπόθεση Φορισόν, το 1979, ο Τσόμσκι είχε υποστηρίξει ότι δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης έχουν όλοι ανεξαρτήτως θέσης και όχι μόνο αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Ο καθηγητής Ρομπέρ Φορισόν είχε γράψει ένα βιβλίο στο οποίο αμφισβητούσε την επίσημη άποψη για τους διωγμούς των Εβραίων από τους ναζί. Αυτή η στάση αρχής εξόργισε τους διανοούμενους που απ’ τη μια μιλούν γενικόλογα για τα ναζιστικά εγκλήματα σε βάρος της ανθρωπότητας και απ’ την άλλη γίνονται συγκεκριμένοι μόνο για τα εγκλήματα σε βάρος των Εβραίων. Αυτοί στήριξαν και την τροπολογία στο νόμο για την ελευθερία της έκφρασης η οποία ψηφίστηκε το 1990, με εισήγηση του βουλευτή του ΚΚΓ Γκεϊσό, που τιμωρεί οποιονδήποτε αμφισβητεί το «ολοκαύτωμα» των Εβραίων, απαγορεύοντας την ιστορική έρευνα επί του θέματος και επιβάλλοντας σκληρή λογοκρισία. Ο καθηγητής Φορισόν έχασε τη δουλειά του στο Πανεπιστήμιο της Λιόν, όπως και ο Bruno Gollnish που διώχτηκε ποινικά και τέθηκε σε πενταετή διαθεσιμότητα από το ίδιο πανεπιστήμιο γιατί, ερωτηθείς σε μία συνέντευξη, είπε ότι «το ολοκαύτωμα είναι ένα θέμα για ειδικούς». Διώξεις με τον ίδιο νόμο υπέστη και ο Ροζέ Γκαροντί, διακεκριμένο στέλεχος της πάλαι ποτέ ισχυρής γαλλικής Αριστεράς. Υπερασπιζόμενος τον Τσόμσκι, ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβιστής Κρίστοφερ Χίτσενς έγραψε με έμφαση ότι «η ελευθερία του λόγου περιλαμβάνει και την ελευθερία να μισείς».
Προσφάτως, στην ίδια κατεύθυνση ψηφίστηκε και ο νόμος που απαγορεύει στις μουσουλμάνες να φορούν ενδυμασίες με καλύμματα. Στην υπόθεση της Καμπότζης, ο Τσόμσκι σε ένα τεκμηριωμένο δοκίμιο που συνυπέγραφε με τον καθηγητή Έντουαρντ Χέρμαν είχε αμφισβητήσει την επίσημη εκδοχή που ενοχοποιούσε μόνο τους Ερυθρούς Χμερ και συγκάλυπτε πλήρως τις συμφορές που είχαν προκαλέσει οι Αμερικανοί. Οι βομβαρδισμοί, σύμφωνα με στοιχεία της CIA, είχαν σκοτώσει και ακρωτηριάσει εκατοντάδες χιλιάδες Καμποτζιανούς και είχαν καταστρέψει όλη την αγροτική παραγωγή της χώρας προκαλώντας λιμό. Αυτή η γενοκτονία, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα ανατροπή του Σιχανούκ και την εγκαθίδρυση του φιλοαμερικανού δικτάτορα Λον Νολ, κατά τον Τσόμσκι, έδωσε τη μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του κινήματος των Ερυθρών Χμερ. Η απόδοση ευθυνών αποκλειστικά στους Ερυθρούς Χμερ, και μάλιστα με στοιχεία που δεν προέκυπταν από καμία πηγή, υποστηρίχθηκε με σημαντική καθυστέρηση από τους Αμερικάνους και τους υποστηρικτές της πολιτικής τους προκειμένου να ανατραπεί η παγκόσμια πεποίθηση για τον εξοντωτικό ρόλο των ΗΠΑ (διαδέχτηκαν τους Γάλλους αποικιοκράτες) στην Ινδοκίνα. Για το σκοπό αυτό ανακατασκευάστηκαν τα γεγονότα και ασκήθηκαν διώξεις μόνο εναντίον Καμποτζιανών από ένα διεθνές δικαστήριο-φάρσα. Ο Τσόμσκι κατήγγειλε αυτή την καλά οργανωμένη εκστρατεία αποσιώπησης των εγκλημάτων που διέπραξαν οι Αμερικανοί στην Καμπότζη, μία μικρή χώρα που δεν συμμετείχε καν στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Αμερικανοποίηση της γαλλικής σκέψης
Η Diana Johnstone εκτιμά ότι αυτή η φιλοαμερικανική τάση είναι τόσο ισχυρή που απαξιώνει τη Γαλλία και την καθιστά υποτελή. «Η βασική ιδέα του παλιού  ‘νέου φιλοσόφου’ Μπερνάρ-Ανρί Λεβί είναι ότι ο φασισμός είναι ‘γαλλική ιδεολογία’ και ότι δεν πρέπει κανείς να εμπιστεύεται το γαλλικό λαό και την κυβέρνηση… Ενώ οι διανοούμενοι των ΗΠΑ που συνδέονται με την εξουσία τείνουν να είναι Αμερικανοί εθνικιστές, οι αντίστοιχοι Γάλλοι είναι ουσιαστικά αντι-Γάλλοι.
Βασικός τους σκοπός είναι να αποδυναμώνουν τη Γαλλία σπρώχνοντάς τη βαθύτερα στο ΝΑΤΟ… Στις ΗΠΑ, οι διανοούμενοι της εξουσίας (οι «νέοι μανδαρίνοι»), και είναι πολυάριθμοι, εργάζονται άμεσα για την κυβέρνηση, σε δεξαμενές σκέψεις ή σαν σύμβουλοι και εμπειρογνώμονες. Η «σκέψη» τους αποσκοπεί στο να ενισχύσει την εξουσία των ΗΠΑ στον κόσμο. Στη Γαλλία, η κατάσταση είναι εντελώς αντίθετη, γιατί η πραγματική «εξουσία» για την οποία εργάζονται οι Γάλλοι διανοούμενοι της εξουσίας δεν είναι η Γαλλία, αλλά οι ΗΠΑ, που θεωρούνται ως ο αναγκαίος προστάτης της «Δύσης», συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ…
Η δικαιολογημένη κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διάλυση της κοινωνικής πρόνοιας χάριν του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού κεφαλαίου στιγματίζεται σαν αρχαϊκός και απαράδεκτος γαλλικός εθνικισμός».
Αλλά και «η κυρίαρχη κεντροαριστερά έχει εγκαταλείψει τα οικονομικά ζητήματα και τον αντιμιλιταρισμό χάριν μιας ιδεολογίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ενδιαφέρεται περισσότερο για τον Δαλάι Λάμα (για τον οποίο οι Γάλλοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα) παρά για την αποβιομηχάνιση της Γαλλίας. Η Αριστερά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει βασικά παραδώσει την οικονομική πολιτική στην Ε.Ε.  και την αμυντική πολιτική στο ΝΑΤΟ και το αφεντικό του, τις ΗΠΑ».
Στη Γαλλία, η σκληρή κριτική του Τσόμσκι στην πολιτική των αμερικανικών κυβερνήσεων σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα στις ΗΠΑ, την αλόγιστη υποστήριξη του Ισραήλ, τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν και κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση σε τρίτες χώρες, τον απέκλεισε σχεδόν από παντού. Τα περισσότερα βιβλία του δεν κυκλοφορούν στη Γαλλία, ενώ έχουν μεγάλη απήχηση στη Γερμανία, την Ιταλία κι αλλού. Ακόμα και το αναγνωρισμένο παγκοσμίως επιστημονικό του έργο διδάσκεται περιθωριακά, σε αντίθεση με τη θέση που κατέχει σε όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (Jean Birnbaum, Le Monde).
Μία αληθινή «αστυνομία της σκέψης» έκανε τα πάντα για να εμποδίσει την πρόσβαση στα κείμενά του, έγραψε ο Serge Halimi, μετά τη δεύτερη ομιλία τού Τσόμσκι που οργάνωσε η Le Monde diplomatique, και ο φιλόσοφος Jacques Bouveresse επισήμανε ότι «λίγοι διανοούμενοι, στην πρόσφατη περίοδο, δυσφημίστηκαν, πνευματικά και ηθικά, σ’ αυτό το βαθμό».
Κατ’ εξαίρεσιν, το μεγάλης κυκλοφορίας εβδομαδιαίο περιοδικό Marianne αναφέρθηκε θετικά στην εμφάνιση του Τσόμσκι στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «Απόψε ή ποτέ» του Frederic Taddei και σχολίασε την «περίεργη σιωπή των ΜΜΕ» για την επίσκεψη του Τσόμσκι στη Γαλλία και την κραυγαλέα απόκρυψη της οξύτατης κριτικής του στο Ισραήλ για τη φονική επιδρομή στο στολίσκο με την ανθρωπιστική βοήθεια για τη Γάζα. Υπογραμμίζεται δε ότι, μερικές φορές συνειδητά, μερικές φορές ασυνείδητα, τείνουμε να αποκλείουμε αυτό που δεν θέλουμε να δούμε ή να ακούσουμε, εάν μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα.
Πάντως, η Johnstone εκτιμά ότι η συνεχιζόμενη αδικαιολόγητη υποστήριξη των κατά συρροήν εγκλημάτων του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, η οικονομική κρίση και η απογοήτευση από την Ε.Ε. υπονομεύουν τη γαλλική εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Και ίσως, ο Τσόμσκι που θεωρείται αντι-Γάλλος επειδή περιφρονεί τους Γάλλους διανοουμένους, επί της ουσίας προσφέρει στήριξη σ’ εκείνους που θέλουν να ανακτηθεί η γαλλική ανεξαρτησία προκειμένου η Γαλλία να παίξει ένα δημιουργικό και ειρηνικό ρόλο στον πολυπολικό κόσμο τού αύριο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!