Το «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» του Νίκου Μπακουνάκη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις είναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και διαβάζεται σε πολλά επίπεδα. Άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο τις τελευταίες δεκαετίες τόσο στον χώρο του βιβλίου, όσο και σ’ αυτόν των εφημερίδων. Το 1997 ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε το ένθετο «Βιβλία» στο Βήμα της Κυριακής και το διηύθυνε μέχρι το 2018. Εικοσιένα συναπτά έτη σε ένα ένθετο που υπήρξε σημείο αναφοράς, με πολλές καινοτομίες, με ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις και πειραματισμούς.

Μας παρουσιάζει μια πορεία με πολλές λοξοδρομήσεις, αναφορές, πρόσωπα, παρασκήνια, καταστάσεις που πάντα παρουσιάζουν ενδιαφέρον και όλα δένουν με την αγάπη για το βιβλίο και την ανάγνωση. Παρότι παρουσιάζει τις δύσκολες συνθήκες που υπάρχουν σήμερα για τα έντυπα, διαπνέεται μάλλον από αισιοδοξία για το μέλλον.

Εξαιρετική γραφή, αφηγηματική δεινότητα κάνουν το βιβλίο αυτό ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που δεν το αφήνεις εύκολα από τα χέρια σου. Σε τοποθετεί κάπου στον χώρο, αυτόπτη μάρτυρα σε καταστάσεις που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και ποικιλία. Έστω και φευγαλέα ανακαλύπτουμε πτυχές της προσωπικότητας συγγραφέων, δημοσιογράφων και εκδοτών.

Από εκεί και πέρα το βιβλίο μάς βοηθά να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί και ο τύπος στην Ελλάδα – αλλά και σε κάποιες χώρες του εξωτερικού. Είναι ένα κομμάτι μιας ιστορίας που δεν έχει γραφτεί ακόμα, παρά μόνο αποσπασματικά, αλλά με τον τρόπο του συμβάλλει και παρακινεί για τη συνέχεια.

Μακάρι να είχαμε κι άλλες αντίστοιχες εκδόσεις από πρωταγωνιστές της ιστορίας του τύπου στην Ελλάδα.

Τι σας ώθησε στο να γράψετε το «Μελανοδοχείο»; Είναι ένα βιβλίο αναμνήσεων / απολογισμού;
Το «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» δεν είναι βιβλίο αναμνήσεων ούτε απολογισμού. Έτσι κι αλλιώς απεχθάνομαι τον απολογισμό που σχετίζεται με το τέλος και τη νοσταλγία για κάτι που υπήρξε. Είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση, που δανείζεται στοιχεία από τον δοκιμιακό λόγο, την ιστορία των Μέσων, τη λογοτεχνική κριτική και την αφηγηματική δημοσιογραφία. Το κίνητρό μου ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα με ήρωα εμένα, με ήρωα έναν έφηβο που ανακαλύπτει την ανάγνωση και τη γραφή και στη συνέχεια ως ενήλικας επαγγελματίας δημοσιογράφος δημιουργεί το ένθετο «Βιβλία» στο Βήμα του Χρήστου Λαμπράκη. Δεν καταγράφω, όπως θα έκαναν οι χρονογράφοι, αλλά προσπαθώ να ερμηνεύσω συμπεριφορές, νοοτροπίες, συγγραφικές πρακτικές, δημοσιογραφικές πρακτικές, επιρροές και διαπλοκές. Η οπτική μου είναι αυτή του ιστορικού, θέλοντας να δηλώσω ότι για να γίνει κάτι ιστορία πρέπει να ενταχθεί σε ευρύτερες κινήσεις, με βάθος και διάρκεια. Έτσι η αφήγησή μου δεν είναι γραμμική, αλλά κυκλική. Δηλαδή ακολουθώ μια βασική αφηγηματική γραμμή και παρεκκλίνω απ’ αυτήν, πηγαίνοντας μπρος και πίσω στον χρόνο –ένα μεγάλο άνοιγμα που αρχίζει το 1888, χρονιά γέννησης του εκ πατρός παππού μου– επιστρέφοντας πάντοτε στη βασική αφήγηση.

Ποια θεωρείτε ως τα πλέον κομβικά σημεία της δημοσιογραφικής σας πορείας;
Θα έλεγα δύο. Την πρώτη επαφή μου με τη δημοσιογραφία στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Τυχαία βρέθηκα σε αυτή την εφημερίδα, που άλλαξε τα δεδομένα στον μεταπολιτευτικό τύπο. Ανακάλυψα εκεί έναν μαγικό κόσμο, τον κόσμο του ρεπορτάζ, από τον οποίο φρόντισα να μην απορροφηθώ. Πάντα κρατούσα αποστάσεις από τη δημοσιογραφία, ολοκληρώνοντας πλήρη κύκλο σπουδών, μέχρι το διδακτορικό, που μου έδωσε τη δυνατότητα να εκλεγώ καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το 2003. Το άλλο σημαντικό σημείο της δημοσιογραφικής διαδρομής μου ήταν η ένταξή μου στον Οργανισμό Λαμπράκη, το 1987, όπου μου δόθηκε η ευκαιρία, δέκα χρόνια μετά, το 1997, να δημιουργήσω, from scratch όπως λέμε, το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ελληνικό τύπο.

Δεν μπορεί να υπάρχει σύγχρονη δημοκρατία χωρίς καλό, ποιοτικό και ανταγωνιστικό Τύπο. Είμαι φύσει αισιόδοξος και περιμένω

Ποιοι Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;
Με έχει επηρεάσει πολύ η αμερικανική σχολή της αφηγηματικής δημοσιογραφίας, το literary ή narrative journalism. Ήρωές μου είναι μεγάλοι Αμερικανοί δημοσιογράφοι όπως η Τζόαν Ντίντιον, ο Γκέι Ταλίζ, ο Ρόμπερτ Κέιρο, η Τζάνετ Μάλκολμ αλλά και οι γεννήτορες του είδους που φτάνουν πίσω στον Στίβεν Κρέιν, στον Θίοντορ Ντράιζερ και στον Έρνεστ Χεμινγκγουέι. Αυτό είναι παράδοξο γιατί η εκπαίδευσή μου είναι κυρίως γαλλική. Αλλά στους Αμερικανούς βρίσκω αυτή την προσήλωση να πατάνε στη γη και να περιγράφουν την πραγματικότητα, μέσα στην οποία βάζω και τα ανθρώπινα συναισθήματα, με ακρίβεια, με λεπτομέρειες, με συναρπαστικές εικόνες, όπως γινόταν στη μεγάλη ρεαλιστική λογοτεχνία του 19ου αιώνα.

Υπάρχει μέλλον για τις εφημερίδες στην Ελλάδα; Τι θα πρέπει να αλλάξει;
Από τη δεκαετία της κρίσης και μετά υπάρχει στην Ελλάδα μεγάλη καθίζηση στον Τύπο. Λείπουν σοβαρές επενδύσεις στην ποιοτική δημοσιογραφία, επενδύσεις σε δημοσιογραφικό περιεχόμενο αλλά και σε ανθρώπους. Φυσικά η τεχνολογία έφερε πολλές αλλαγές στο επιχειρηματικό μοντέλο των παραδοσιακών εφημερίδων. Διεθνώς, τίτλοι έκλεισαν και χιλιάδες θέσεις δημοσιογράφων χάθηκαν. Παρατηρούμε όμως, ότι οι παραδοσιακές εφημερίδες επανέρχονται δυναμικά, μέσα από άλλο επιχειρηματικό μοντέλο, το συνδρομητικό. Το βλέπουμε στη Βόρειο Αμερική, το βλέπουμε και στην Ευρώπη. Πιστεύω ότι και στην Ελλάδα κάτι θα γίνει. Δεν μπορεί να υπάρχει σύγχρονη δημοκρατία χωρίς καλό, ποιοτικό και ανταγωνιστικό Τύπο. Είμαι φύσει αισιόδοξος και περιμένω.

Πώς κρίνετε το γεγονός πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει Εθνικό Κέντρο Βιβλίου; Ποια θα μπορούσε να είναι μια πολιτική στήριξης του βιβλίου στη χώρα μας;
Το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού ουσιαστικά έχει αναλάβει την εφαρμογή της πολιτικής βιβλίου. Έχει αναλάβει τη συμμετοχή μας στις εκθέσεις, την εκπροσώπηση σε διεθνείς διοργανώσεις, τη χρηματοδότηση μεταφράσεων μέσα από το νέο πρόγραμμα Greek Lit. Οι πολιτικές βιβλίου είναι βέβαια κάτι πιο σύνθετο. Δεν έχει σχέση μόνο με το υπουργείο Πολιτισμού αλλά και με τις Βιβλιοθήκες, με τα προγράμματα του υπουργείου Παιδείας για τη φιλαναγνωσία και το media literacy, με τους φορείς του βιβλίου, δηλαδή τους εκδότες, τους συγγραφείς ακόμη και τους αναγνώστες που οργανώνονται μέσα από book club και λέσχες ανάγνωσης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!