Οι ιστορίες του Παναγιώτη Κολέλη οι οποίες περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Κομμένες γλώσσες» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ, δεν είναι ευχάριστες καθώς μιλούν με τον δικό τους –συχνά αλληγορικό ή και σουρεαλιστικό– τρόπο για τα όσα αδιέξοδα βιώνουμε στις μέρες μας.

Είναι συχνά μια προβολή, με μεγεθυντικό φακό των παθογενειών που μας ταλανίζουν. Ίσως να μην έχουμε ζήσει τις καταστάσεις που περιγράφονται αλλά δεν απέχουμε και πολύ. Ο συγγραφέας καταφέρνει χρησιμοποιώντας ρεαλιστικές περιγραφές, να αναδείξει το παράλογο που ζούμε και να το φέρει μπροστά στα μάτια μας.

Βρήκα πρωτότυπο και συναρπαστικό τον τρόπο που προσεγγίζει θέματα που ίσως σε κάποιους να φαίνονται πεζά. Όπως π.χ. η μηνιαία αποζημίωση για τους στρατευμένους. Σε ένα από τα διηγήματα που ξεχώρισα περισσότερο στη συλλογή με αφορμή αυτό ακριβώς το θέμα, στέλνει έναν νεαρό άνεργο να φορέσει στρατιωτική στολή και να ψάξει σε μια «καλή συνοικία» για παιδιά που θα πούνε μαζί τα κάλαντα, οδηγώντας σε μια αλλόκοτη και ανατρεπτική περιπέτεια… Με αφορμή το βιβλίο, είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον συγγραφέα.

«Προσπαθώ να αναδείξω λογοτεχνικά τη σκληρή καθημερινότητα γύρω μας, χωρίς όμως να χρησιμοποιώ εύκολα μανιχαϊστικά σχήματα»

Νομίζω σωστά εντοπίζει η Έρη Ρίτσου στο επίμετρο ότι «όσο κι αν οι καταστάσεις που περιγράφονται σε αυτές τις ιστορίες μοιάζουν σουρεαλιστικές, ο σουρεαλισμός τους δεν απέχει πολύ από τη σκληρή καθημερινότητα». Γιατί επέλεξες αυτή τη προσέγγιση;

Στόχος μου ήταν να περιπλέξω τόσο πολύ τον ωμό ρεαλισμό της σκληρής καθημερινότητας με το μυθοπλαστικό και σουρεαλιστικό στοιχείο, ώστε να είναι δυσδιάκριτο πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού ξεκινάει το παράλογο. Παρουσιάζοντας την πραγματικότητα στην υπερβολή της, ήθελα να κάνω τον αναγνώστη να προβληματιστεί για το αν όντως οι ιστορίες που ξετυλίγονται στο βιβλίο και οι αντιδράσεις των ηρώων μου είναι υπερβολικές και ακραίες ή αν τελικά δεν απέχουν και πολύ από όσα συμβαίνουν καθημερινά εκεί έξω. Είναι αλήθεια ή ψέματα πως υπάρχουν ζευγάρια που κρατούν νεκρούς μέσα στο σπίτι για να συνεχίσουν να παίρνουν τη σύνταξη; Είναι αλήθεια ή ψέματα η δολοφονία του Ζακ; Είναι αλήθεια ή ψέματα πως υπάρχουν ΜΚΟ που εκμεταλλεύονται τους πρόσφυγες; Για όλα αυτά και για ακόμα περισσότερα ελπίζω να προβληματιστεί ο αναγνώστης διαβάζοντας τις «Κομμένες γλώσσες».

Ο τρόπος που αντιμετωπίζεις αυτή τη σκληρή καθημερινότητα, έχει κατά τη γνώμη μου σαφές πολιτικό πρόσημο. Θα έλεγες πως είναι ένα είδος στρατευμένης λογοτεχνίας;

Οι ιστορίες μου είναι ξεκάθαρα πολιτικές, έχουν έντονα κοινωνικά στοιχεία, ωστόσο δεν θα έλεγα πως αποτελούν ένα είδος στρατευμένης λογοτεχνίας. Προσπαθώ να αναδείξω λογοτεχνικά τη σκληρή καθημερινότητα γύρω μας, χωρίς όμως να χρησιμοποιώ εύκολα μανιχαϊστικά σχήματα, να το κάνω με έναν τρόπο που να διαχωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και σε κακούς, σε ηθικούς και ανήθικους, σε έντιμους και ανέντιμους. Όλοι οι χαρακτήρες μου είναι ταυτόχρονα ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο. Αποκτούν πολλά πρόσωπα, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη ζωή τους, ενώ μετατρέπονται με την ίδια ευκολία από θύματα σε θύτες και αντίστροφα, χωρίς να διστάζουν να γίνουν ανάλγητοι και σκληροί απέναντι στον συνάνθρωπό τους, στη θέση του οποίου μπορεί να βρίσκονταν λίγο πριν ακόμα και οι ίδιοι. Με άλλα λόγια, η ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη και η κατανόηση απέναντι στο διαφορετικό είναι έννοιες που χρησιμοποιούνται από τους χαρακτήρες του βιβλίου χρησιμοθηρικά, μόνο όταν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Κι αυτό το κάνουν, επειδή αισθάνονται πως μόνο έτσι μπορούν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που τον αντιλαμβάνονται ως εχθρικό ή, τουλάχιστον, ως ένα περιβάλλον που δεν δίνει ευκαιρίες στις κοινωνικές ομάδες που είναι περισσότερο ευάλωτες.
Μέσα από τις εννιά ιστορίες της συλλογής, δεν προσπαθώ να κουνήσω το δάχτυλο στον αναγνώστη, να του πω τι πρέπει να κάνει στη ζωή του, τι αξίες και τι πρότυπα να υιοθετήσει, αλλά να τον κάνω να προβληματιστεί για τα κακώς κείμενα του κόσμου μας, φωτίζοντας μια πραγματικότητα που πολλές φορές δεν της δίνουμε την απαιτούμενη σημασία, είτε άθελά μας λόγω των πιεστικών ρυθμών της καθημερινότητας, είτε επειδή δεν μας νοιάζει να την προσέξουμε, επειδή προτιμούμε να κλείσουμε τα μάτια, να «κόψουμε» τις γλώσσες μας και να κάνουμε πως δεν βλέπουμε όλα όσα συμβαίνουν πέρα από την πόρτα του σπιτιού μας, νομίζοντας πως ότι συμβαίνει έξω από αυτήν δεν μας αφορά.

Συχνά οι ήρωές σου είναι άντρες που ζουν με τις μητέρες τους ή γενικότερα είναι εξαρτημένοι από τους γονείς τους. Πρόκειται για μια επιλογή που θέλει να εκφράσει κάτι περισσότερο;

Γράφοντας τις ιστορίες, είχα στο νου μου να αναδείξω πολλές από τις παθογένειες που ταλανίζουν την οικογένεια στις μέρες μας. Για παράδειγμα, όταν πολλοί νέοι επιβιώνουν από τη σύνταξη ή τον μισθό των γονιών τους, αυτό αυτομάτως δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης από τους γονείς τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καθημερινότητά τους, για τα θέλω, τους στόχους ή τις φιλοδοξίες τους. Πέρα από αυτό, ωστόσο, η οικογένεια περνάει γενικότερα κρίση στις μέρες μας, σε πεδία που εκτείνονται πολύ πιο πέρα από το οικονομικό.

Ποια από τις ιστορίες σου ξεχωρίζεις και γιατί;

Οι «Κομμένες γλώσσες», το διήγημα που έδωσε και τον τίτλο σε ολόκληρη τη συλλογή, είναι μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες, ωστόσο νομίζω πως αν ήταν να διαλέξω μόνο μία ιστορία θα ξεχώριζα την «Κεραία», την ιστορία όπου όλοι οι χαρακτήρες θέλουν –είτε φανερά είτε ενδόμυχα, είτε ακόμα κι εκείνοι που αντιδρούν στην αρχή– να βάλουν μια κεραία κινητής τηλεφωνίας στην ταράτσα τους για να αποκτήσουν ένα σταθερό εισόδημα κάθε μήνα, χωρίς να κάνουν τίποτα. Νομίζω πως η συγκεκριμένη ιστορία αποτυπώνει γλαφυρά αυτό που ζούμε ως κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Μας πετάνε ένα «ξεροκόμματο», ακόμα κι όταν προηγουμένως μας τα έχουν πάρει όλα, και τρέχουμε να το πιάσουμε, πιστεύοντας πως αυτό το «ξεροκόμματο» θα μας σώσει ή θα κάνει πραγματικά τη διαφορά στη ζωή μας, αλλάζοντάς τη ριζικά.

Σήμερα οι συγγραφείς, με βάση τα όσα ζούμε, πιστεύεις πως στέκονται στο «ύψος των περιστάσεων»; Αρκούν τα όσα λένε μέσω του έργου τους; Μήπως σωπαίνουν ενώ θα έπρεπε να τοποθετούνται;

Η συλλογική απογοήτευση που βιώνουμε, η αίσθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει, επηρεάζει τους πάντες σε όλα τα επίπεδα. Όταν ζούμε σε μια κοινωνία με «κομμένες γλώσσες», αυτό επηρεάζει γενικότερα και τους συγγραφείς, αλλά και τους υπόλοιπους ανθρώπους της τέχνης, αφού κι αυτοί κομμάτι της κοινωνίας είναι και διαμορφώνονται από την κατάσταση που επικρατεί σε αυτή. Βέβαια, αυτό δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για τους συγγραφείς και τους υπόλοιπους καλλιτέχνες ώστε να μην παίρνουν θέση απέναντι στα σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Ωστόσο, ο ρόλος τους δεν είναι να μιλούν συνεχώς για όλα, ούτε να καθοδηγούν ως αυθεντίες τους πολίτες, αλλά να συμβάλλουν με το έργο, τη γνώση και τη στάση τους ώστε να αποκτήσουμε περισσότερους σκεπτόμενους και ενεργούς πολίτες. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Αντόνιο Γκράμσι, κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος είναι και ένας διανοούμενος, οπότε για να αλλάξουμε τον κόσμο χρειαζόμαστε πολλούς σκεπτόμενους ανθρώπους, πολλούς μικρούς διανοούμενους.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!