Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

 

Μυθιστόρημα

      Ζ΄

      Νοτιάς

 

Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μια βουνοσειρά.
Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει,
αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκκαλα απ’ τη σάρκα.
Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και στις χαρουπιές.
Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια
για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.

Άστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια
οι ώρες μας είταν πιο γλυκειές από το λάδι
πάνω στην πληγή, πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό
στον ουρανίσκο, πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου.
Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάμη σου.
Ύστερα απ’ το πικρό ψωμί της ξενιτειάς
τη νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο
η φωνή σου μας πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς
και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει
πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι.

Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά
κι’ εσένα.

Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας;
Χτες βράδι μια νεροποντή και σήμερα
βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας
σαν τις πευκοβελόνες της χθεσινής νεροποντής
στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι’ άχρηστοι
θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.

Μέσα σε τούτα τα χωριά τ’ αποδεκατισμένα
πάνω σ’ αυτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά
με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει,
ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;
Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του
φθινοπώρου.

      ΙΘ΄

Κι’ αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει
κι’ ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι’ όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά.

μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.

Κ΄

Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού
θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα
και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,»
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν
τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι’ έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!