Βρέθηκα την προηγούμενη εβδομάδα στη Χίο και στη Λέσβο για ένα πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας με το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης.

Σ’ αυτό το πλαίσιο επισκέφθηκα τέσσερα σχολεία, το ένα στη Χίο (Γυμνάσιο) και τα άλλα τρία στη Λέσβο (Δημοτικά). Ίσως να μην έγραφα τίποτα αν δεν είχα ζήσει μαγικές στιγμές με τα παιδιά κι αν δεν είχα γνωρίσει κάποιους φωτισμένους εκπαιδευτικούς, που κόντρα στο πνεύμα των καιρών, παρά τις μάσκες και την πανδημία, λειτουργούν ως φάροι σε μια σκοτεινιασμένη θάλασσα που είναι η Παιδεία.
Το βιβλίο έχει πεταχτεί έξω από τα σχολεία. Θεωρείται προφανέστατα επικίνδυνο είδος. Ο τρόπος που παρουσιάζεται η λογοτεχνία και το διάβασμα, μόνο απέχθεια προκαλούν στους μαθητές. Ο εύκολος δρόμος είναι να συμβιβαστείς με την πραγματικότητα. Να ακολουθήσεις «κατά γράμμα» το πρόγραμμα, να βάλεις εργασίες και διαγωνίσματα, να εξετάζεις κάθε τόσο για να δεις αν εμπεδώθηκε η ύλη και …τέλος!

Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Τώρα με τις εργασίες να τις κάνουν οι γονείς ή η μοναδική πηγή να είναι η βικιπαίδεια, ουδέν πρόβλημα. Τυπικά να είμαστε εντάξει…

Όμως να. Μπαίνω στην τάξη στη Χίο και βλέπω παιδιά όλο κέφι και ζωντάνια, που στην πλειονότητά τους αγαπούν το βιβλίο. Διαβάζουν ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Σίγουρα θα έχουν παίξει ρόλο και οι οικογένειες, όμως να που η καθηγήτριά τους έρχεται κάθε μέρα με νέες ιδέες και προσεγγίζει ακούραστα και πρωτότυπα το μάθημα. Βλέπω έναν άνθρωπο που χαίρεται τη δουλειά του, τα δίνει όλα και να οι καρποί. Έρχονται. Κι ας λένε ό,τι θέλουν. Φυσικά υπάρχει και το «πράσινο φως» από τη διεύθυνση, διότι αλλιώς μαύρο σκοτάδι τρώει τους ανήσυχους εκπαιδευτικούς.

Πάω στη Λέσβο. Κι άλλες εκπλήξεις εκεί, στα Δημοτικά της Μυτιλήνης. Βλέπω τα παραμυθοκουτιά που έχουν φτιάξει μαθητές της 5ης Δημοτικού και μαγεύομαι. Να πώς προσέγγισαν ιστορίες και παραμύθια με τη δασκάλα τους. Φυσικό επακόλουθο, να διαβάζουν. Βρίσκομαι με την 6η Δημοτικού. Ακούω τέτοιες σκέψεις για τα βιβλία που έχουν διαβάσει τα παιδιά και δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Βγαίνω έκπληκτος κι αλλοπαρμένος.

Την τελευταία μέρα πηγαίνω σ’ ένα μικρό χωριό. Τις Νέες Κυδωνίες καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα από τη Μυτιλήνη. Τριθέσιο το σχολείο και βλέπω μέσα στη μέρα όλα τα παιδιά. 1η και 2α μαζί, 3η και 4η , 5η και 6η .

Εδώ διαπιστώνω τη χαρά και τη δίψα. Τα παιδιά καμαρώνουν για τα βιβλία που έχουν διαβάσει κι ας είναι λίγα. Οι δάσκαλοί τους είναι δίπλα, να στηρίξουν τα μικρά φτερουγίσματα. Στενοχωριέμαι με τις αποστάσεις που επιβάλλει η πανδημία. Καθόμαστε στην αυλή, κάνοντας μεγάλους κύκλους. Τα παιδιά συχνά γελάνε. Το μήνυμά μου είναι πως η γνώση μπορεί να είναι διασκεδαστική. Χαρούμενη. Μαθαίνουμε πράγματα έξω από την τάξη. Φτιάχνουμε μαζί ένα παραμύθι με τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων. Μαθαίνω πως ανάμεσά τους υπάρχουν λιλιπούτειοι συγγραφείς. Τρία κορίτσια δουλεύουν ομαδικά και γράφουν τα δικά τους παραμύθια.

Χτυπάει το κουδούνι για το διάλειμμα. Δεν φεύγει κανείς. Μου λένε να συνεχίσουμε και την επόμενη ώρα που είναι η τελευταία. Εννοείται πως συμφωνώ. Κι ο διευθυντής του σχολείου το ίδιο που χαίρεται με τη δημιουργικότητά τους σαν να είναι κι αυτός παιδί.

Γιατί να κάνεις διάλειμμα, όταν το «μάθημα» είναι πιο διασκεδαστικό από το διάλειμμα; Όταν παίζεις, σηκώνεσαι, παριστάνεις για λίγο τον ηθοποιό…

Εννοείται πως όταν έρχεται η ώρα να φύγω στενοχωριέμαι. Τα παιδιά μου ζητούν να υποσχεθώ πως θα ξαναπάω κάποτε… Σκέφτομαι πως δεν γίνεται. Θα βρω τον τρόπο να γυρίσω. Προτείνω να μιλήσουμε έστω μέσω skype. Δεκτό – προσωρινά!

Απομακρύνομαι μέσα σε μια ηλιόλουστη σχεδόν καλοκαιρινή μέρα. Όλα μοιάζουν φωτεινά.
Και μετά θυμάμαι ότι αυτή δεν είναι φυσικά η καθημερινότητα των σχολείων. Πως ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Γίνονται πολλές προσπάθειες. Μεμονωμένες, διάσπαρτες. Συχνά μας χαρίζουν αισιοδοξία. Λάμπουν σαν αστεράκια στον ουρανό. Όμως δεν αρκούν.

Όταν δεν υπάρχει ούτε καν κέντρο βιβλίου. Όταν οι συγγραφείς σπανίως έχουν τη δυνατότητα να επισκεφθούν σχολεία. Όταν οι σχολικές βιβλιοθήκες είναι ανύπαρκτες ή υπολειτουργούν και όλοι επαφίενται στον αγώνα διαφόρων φορέων όπως είναι π.χ. το library4all για να φθάσουν τα βιβλία στα σχολεία.

Κι όταν φθάσουν άραγε τι γίνεται. Διαβάζονται; Και γιατί τα παιδιά εγκαταλείπουν συνήθως το διάβασμα με το που πάνε στο Γυμνάσιο –κυρίως τα αγόρια– για να μην επιστρέψουν ποτέ στην ανάγνωση; Και τι κόσμος θα είναι αυτός από τον οποίο λένε πως θα χαθεί το βιβλίο;

Εφιαλτικός μου μοιάζει.
Ας μη το βάζουμε κάτω όμως. Ας κάνουμε την εξαίρεση κανόνα. Γι’ αυτό χρειάζεται δουλειά όμως. Είμαστε έτοιμοι;

Υ.Γ.: Δεν μπορώ παρά να ευχαριστήσω το 1ο Γυμνάσιο Χίου, το 2ο και το 6ο Δημοτικό Μυτιλήνης και βεβαίως το Δημοτικό Σχολείο Νέων Κυδωνιών για όσα μου χάρισαν σ’ αυτό το ταξίδι…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!