Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συχνότητα των επίσημων επισκέψεων Αμερικανών υπουργών και αξιωματούχων στην Κίνα, την ίδια στιγμή που δεν υπάρχει κανένα σημάδι άμβλυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των δύο χωρών .

Από τα μέσα του περασμένου Ιούνιου, οπότε επισκέφθηκε το Πεκίνο ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, ακολούθησε η επίσκεψη της υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν και, πιο πρόσφατα, του απεσταλμένου των ΗΠΑ για το κλίμα Τζον Κέρι. Ενδιαφέρον βέβαια είχε και το «ιδιωτικό» ταξίδι του Χένρι Κίσινγκερ στο Πεκίνο, όπου συναντήθηκε με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ και με άλλους σημαίνοντες ιθύνοντες της κινεζικής ηγεσίας.

Επαφές σε φορτισμένο κλίμα

Από την πλευρά των ΗΠΑ δεν αφήνονται περιθώρια παρανοήσεων για την επίδραση αυτών των επισκέψεων στους βασικούς σχεδιασμούς και προθέσεις της βορειοαμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα. Να θυμίσουμε μόνο ότι αμέσως μετά την επίσκεψη Μπλίνκεν στο Πεκίνο ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν φρόντισε να «τινάξει στον αέρα» κάθε θετική εντύπωση σχετικά με τις προοπτικές των σινοαμερικανικών σχέσεων αποκαλώντας, άνευ συγκεκριμένης αφορμής, τον Κινέζο πρόεδρο «δικτάτορα». Κατά τον ίδιο τρόπο, η φερόμενη ως «μετριοπαθής» έναντι της Κίνας υπουργός Οικονομικών Γέλεν φρόντισε πριν ακόμα ξεκινήσει το ταξίδι της να προδιαγράψει τους μάλλον περιορισμένους στόχους του: «Δεν περιμένουμε σημαντική πρόοδο σε αυτό το ταξίδι. Αναμένουμε να έχουμε εποικοδομητικές συνομιλίες και να αποκαταστήσουμε πιο μακροπρόθεσμα διαύλους επικοινωνίας με την Κίνα», ξεκαθάρισε.

Πράγματι, η επίσκεψη της Αμερικανίδας υπουργού Οικονομικών είχε σημαντικές δυσκολίες να ξεπεράσει, καθώς φαίνεται αδύνατο να εξηγήσει στην κινέζικη πλευρά τον λόγο της επιβολής αλλεπάλληλων δασμών στις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών, καθώς και του εμπάργκο σε δυτικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Το ίδιο δύσκολο είναι να εξηγηθεί στην Κίνα η πρόθεση της κυβέρνησης Μπάιντεν να επεκτείνει τους περιορισμούς εξαγωγής σε ακόμα περισσότερα δυτικά προϊόντα, μειώνοντας παράλληλα τις εισαγωγές από την Κίνα. Όλα αυτά αποτελούν κλιμάκωση ενός οξύτατου οικονομικού πολέμου, παρά το γεγονός ότι η Κίνα διατηρεί στην κατοχή της ένα σημαντικό κομμάτι του αμερικανικού χρέους και παραμένει ο τρίτος σε μέγεθος οικονομικός εταίρος των ΗΠΑ.

Πιθανόν αυτοί ακριβώς να είναι οι λόγοι που οι δύο χώρες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν διαύλους επικοινωνίας και να επιχειρούν διαρκώς, παρά την αμοιβαία επιθετική ρητορική και μεθοδεύσεις, να διαχειρίζονται τις σχέσεις τους. Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης ρήξης ανάμεσα τους είναι ικανός να οδηγήσει σε ισχυρούς οικονομικούς κλυδωνισμούς τόσο τις δύο χώρες, όσο και την παγκόσμια οικονομία.

«Ο κινεζικός λαός δεν ξεχνά ποτέ τους παλιούς του φίλους, και οι σινοαμερικανικές σχέσεις θα συνδέονται πάντα με το όνομα του Χένρι Κίσινγκερ», είπε ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στον Κίσινγκερ, καθώς τον υποδεχόταν στην κρατική έπαυλη της κινεζικής κυβέρνησης στο Πεκίνο – εκεί όπου γίνονται συνήθως δεκτοί μόνο οι εν ενεργεία ξένοι αξιωματούχοι. Οι Κινέζοι ιθύνοντες είναι πρόθυμοι να ξεπεράσουν ακόμα και την μεθοδευμένη από τους ίδιους καταναγκαστική σιωπή για την περίοδο Μάο προκειμένου να κολακέψουν έναν υπέργηρο καλεσμένο με άγνωστη επιρροή στα πραγματικά κέντρα αποφάσεων των ΗΠΑ. Κι αυτό επειδή για την Κίνα είναι εξαιρετικά χρήσιμη κάθε δυνατότητα που παρουσιάζεται στην προσπάθεια να κερδίσουν χρόνο έναντι των ΗΠΑ. Έτσι, η επίσκεψη Κίσινγκερ αξιοποιήθηκε στο έπακρο. Και οι δηλώσεις του προβλήθηκαν ως σημαντικές από τα κινεζικά ΜΜΕ: «Η σχέση μεταξύ των δύο χωρών μας είναι ένα θέμα παγκόσμιας ειρήνης και προόδου της ανθρώπινης κοινωνίας». Την ίδια στιγμή, όλοι ετοιμάζονται σε όλα τα επίπεδα για μια αποφασιστική σύγκρουση.

Αμοιβαίες απειλές και μηνύματα

Ο οικονομικός πόλεμος ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα εξελίσσεται ταυτόχρονα με πολεμικές απειλές και πρωτοβουλίες διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς τον Ειρηνικό. Έτσι, παράλληλα με τα ταξίδια των Αμερικανών ιθυνόντων στην Κίνα, είχαμε τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία με την ενδεικτικά προκλητική παρουσία της Ιαπωνίας και της Ν. Κορέας στις εργασίες της. Μάλιστα στο τελικό ανακοινωθέν της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ υπήρχαν εκτεταμένες επιθετικές αναφορές στην Κίνα, όπου υποστηρίζεται ότι «οι δηλωμένες φιλοδοξίες και οι καταναγκαστικές πολιτικές της Κίνας αμφισβητούν τα συμφέροντα, την ασφάλεια και τις αξίες» της Δυτικής συμμαχίας… Σύμφωνα με τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, η Κίνα θεωρείται «συστημικός κίνδυνος», ενώ η συνεργασία Κίνας-Ρωσίας αντιμετωπίζεται ως παράγοντας που «υπονομεύει τη διεθνή τάξη η οποία βασίζεται σε κανόνες».

Η Κίνα επέλεξε να απαντήσει στο ανακοινωθέν του ΝΑΤΟ μέσω της αντιπροσωπείας της στην Ε.Ε. Η κινεζική αποστολή στην Ε.Ε. λοιπόν «απορρίπτει σθεναρά τους ισχυρισμούς του ΝΑΤΟ», που «απηχούν μια ψυχροπολεμική νοοτροπία και ιδεολογική προκατάληψη». Προειδοποιεί αυστηρά ότι «η Κίνα θα διαφυλάξει σταθερά την κυριαρχία, την ασφάλεια και τα αναπτυξιακά της συμφέροντα, και θα αντιταχθεί σθεναρά στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, ενώ οποιαδήποτε ενέργεια θέτει σε κίνδυνο τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα της Κίνας θα αντιμετωπιστεί με αποφασιστική απάντηση».

Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης ρήξης ανάμεσα τους είναι ικανός να οδηγήσει σε ισχυρούς οικονομικούς κλυδωνισμούς τόσο τις δύο χώρες, όσο και την παγκόσμια οικονομία

Κανείς δεν τρέφει ψευδαισθήσεις…

Αυτή η αντιφατική εναλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα στις ΗΠΑ και Κίνα, άλλοτε εξαιρετικά επιθετικών και άλλοτε σε αναζήτηση διευθετήσεων μέσω διπλωματικών επαφών, κρύβει και τις πραγματικές δυσκολίες των επιλογών τους. Οι ΗΠΑ χωρίς περιστροφές αντιλαμβάνονται την Κίνα ως «συστημικό κίνδυνο» της επιλογής της για παγκόσμια κυριαρχία. Κλιμακώνουν στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά την περικύκλωση της Κίνας, επιχειρώντας να της στερήσουν χρόνο και χώρο. Την ίδια στιγμή, αναγνωρίζουν τους κινδύνους μιας ανεξέλεγκτης εκτροπής από τους σχεδιασμούς. Οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, δεν συγκεντρώνουν τη συμφωνία όλων των πλευρών των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ούτε και μεταξύ των συμμάχων τους. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι μεγάλες δυνάμεις της Ε.Ε. επιθυμούν και εργάζονται για τη διεύρυνση των οικονομικών τους σχέσεων με το Πεκίνο, αλλά και έχουν αντιρρήσεις για τη στρατιωτική περικύκλωση της Κίνας. Παράδειγμα, το μπλοκάρισμα (από τη Γαλλία) της απόφασης να ιδρυθεί γραφείο συνδέσμου του ΝΑΤΟ στην Ιαπωνία – κάτι που σχεδίαζαν οι ΗΠΑ στη σύνοδο κορυφής της Λιθουανίας.

Η Κίνα από την πλευρά της δεν έχει καμιά ψευδαίσθηση όσον αφορά τις προθέσεις των ΗΠΑ. Γνωρίζει καλά ότι δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις ΗΠΑ σε μια ευθεία αντιπαράθεση τόσο στο οικονομικό όσο και, πολύ περισσότερο, στο στρατιωτικό πεδίο. Επιχειρεί λοιπόν να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία που της εξασφαλίζει χρόνο. Αφιερώνει χρόνο στις διπλωματικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ. Εκφράζει σε όλους τους τόνους την ανάγκη «ειρηνικής συνύπαρξης και υγιούς ανταγωνισμού των δύο χωρών», ενώ την ίδια στιγμή δηλώνει απόλυτα αποφασισμένη να υπερασπιστεί ένοπλα κάθε αμφισβήτηση της εθνικής της κυριαρχίας.

Το με διαφορετικές προδιαγραφές παιχνίδι με τον χρόνο ανάμεσα στις δύο δυνάμεις διαμορφώνει ένα εξαιρετικά ασταθές διεθνές περιβάλλον, με τους κινδύνους απρογραμμάτιστων ρήξεων να βαθαίνουν όλο και περισσότερο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!