Στο γεμάτο δράση αστυνομικό θρίλερ «Η τελευταία νύχτα του Φράνκο Αμόρε», ο 50χρονος Ιταλός ηθοποιός και σκηνοθέτης Αντρέα ντι Στέφανο (Χαμένος παράδεισος/2014) συνυπογράφει το σενάριο, σκιαγραφώντας ένα αιχμηρό σχόλιο για την «κοινοτυπία της διαφθοράς» στην Ιταλία.

Στο σύγχρονο Μιλάνο, όπου η κινέζικη μαφία ελέγχει το εμπόριο, ο 55χρονος υπαστυνόμος Φράνκο Αμόρε (Πιερφρανσέσκο Φαβίνο), που δεν έχει ποτέ πυροβολήσει άνθρωπο, θεωρείται υπόδειγμα εντιμότητας. Ωστόσο, παρέχει κάλυψη και προστασία στον Κόζιμο (Αντόνιο Τζεράρντι), ξάδερφο της αγαπημένης νεαρής όμορφης συζύγου του Βιβιάνα (Λίντα Καρίντι) και μεσάζοντα των Κινέζων. Την τελευταία νύχτα πριν τη σύνταξη, στο αποχαιρετιστήριο πάρτι στο σπίτι του, ο Φράνκο πληροφορείται το θάνατο του επιστήθιου φίλου και συναδέλφου του Ντίνο (Φρανσέσκο ντι Λέβα), πατέρα ενός αγοριού, σε ένοπλη συμπλοκή.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι μιας περίπλοκης υπόθεσης σε ένα εκτεταμένο φλασμπάκ, η ταινία περιγράφει τα γεγονότα που εμπλέκουν δέκα μέρες πριν τον Φράνκο, τον Ντίνο και τον Κόζιμο. Φτάνοντας στον τόπο του εγκλήματος, ο Φράνκο συνειδητοποιεί πως η δουλειά ήταν «στημένη» από «μέσα» και πρέπει να παίξει προσεκτικά σε παράλληλα ταμπλό. Πρέπει να αποφύγει να ενοχοποιήσει τον Ντίνο, παράλληλα να καταλάβει ποιος κρύβεται από πίσω, ενώ θα πρέπει να καλμάρει τους Κινέζους για το χαμένο εμπόρευμα, μήπως καταφέρει να σώσει το ίδιο του το τομάρι. Η έρευνα όμως έχει αρχίσει και ο Φράνκο αναγκάζεται να δώσει εξηγήσεις στην Εισαγγελέα. Πιεσμένος απ’ όλες τις μεριές, μερικές ώρες πριν την πολυπόθητη συνταξιοδότηση, επιχειρεί να καθαρίσει την υπόληψή του και να σώσει τους δικούς του.

Γεροδεμένος και αθλητικός, ο μουσάτος Φράνκο, με το μειλίχιο βλέμμα, απεικονίζεται συχνά δακρυσμένος, παραμένοντας ωστόσο αρρενωπός. Στα οικογενειακά πειράγματα αποκαλύπτονται στοιχεία του χαρακτήρα του, με τον Κόζιμο να τον παρομοιάζει με τον Γκάντι, ενώ μπροστά στο αφεντικό των Κινέζων, τον Ζανγκ, η αφοσιωμένη και καπάτσα Βιβιάνα τον χαρακτηρίζει «ψάρι», αφήνοντας υπόνοιες πως θεωρείται περισσότερο «έντιμο κορόιδο». Κάπως έτσι, ο ήρωας «φλερτάρει» με τη διαφθορά, ενώ παρουσιάζεται ως αισθηματίας, όπως δηλώνει και το επίθετό του.

Εξαιρετική αποκαλύπτεται η διακοπή της κινηματογραφικής αφήγησης από ένα κρίσιμο φλασμπάκ, μέχρι τα μέσα της ταινίας, που εξηγεί τι είχε προηγηθεί δέκα μέρες πριν. Φτάνοντας στα γεγονότα της αρχής από διαφορετική γωνία λήψης, επανέρχεται η χρονολογική σειρά, όμως η γνώση του παρελθόντος φορτίζει με διαφορετική βαρύτητα τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών, μεταθέτοντας το επίκεντρο από τα συμβάντα, στο ηθικό τους υπόβαθρο. Αλλιώς αξιολογούμε τη συνομιλία Φράνκο-Κόζιμο στην επιστροφή του πρωταγωνιστή από το βραδινό τρέξιμο, όταν ξαναβλέπουμε τη σκηνή με τους διαλόγους και διαφορετικά κατανοούμε την υπερένταση του Φράνκο που καταφθάνει εξουθενωμένος στο πάρτι-έκπληξη, προσποιούμενος συγκίνηση. Η ένταξη του παρελθόντος στο παρόν μάς βομβαρδίζει με περισσότερες πληροφορίες, μεταβάλλοντας την αρχική εντύπωση, όσο και τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού βαθμού έντασης, καθώς τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Με αυτό το σκηνοθετικό τέχνασμα, η ταινία εστιάζει στην ουσία της διαφθοράς, αποκαλύπτοντας μέσα από τη σκηνοθεσία τις ριζωμένες κοινωνικές επιπτώσεις της συνενοχής: σιωπή, συγκάλυψη και υποκρισία.

Όλα διαδραματίζονται μέσα σε ένα βράδυ, όμως η αντίληψη της δράσης επεκτείνεται μέσα από το φλασμπάκ, με πληροφορίες που ανατρέπουν τα πρωταρχικά δεδομένα. Η μισή ταινία εξηγεί το πώς και το γιατί έμπλεξε ο Φράνκο, η υπόλοιπη όμως, αποδεικνύεται ακόμα πιο συναρπαστική, γιατί μετά το μακελειό, το μόνο που μετράει είναι η διαχείριση της ήττας για την επιβίωση, αποκαθηλώνοντας τον ηρωισμό ενός μισθωτού δημόσιου υπαλλήλου. Στην αφήγηση εντάσσονται και στιγμιαία εμβόλιμα πλάνα, όταν ο Φράνκο ανακαλεί στη μνήμη σκηνές, συνειδητοποιώντας πως χρησιμοποιήθηκε ως δόλωμα.

Τα κοντινά στα βλέμματα και τα κοφτά πλάνα εντείνουν την πολυπλοκότητα με το επεξεργασμένο μοντάζ, καθώς ο πρωταγωνιστής καλείται να διαχειριστεί ταυτόχρονα κρίσιμα ζητήματα. Βαστώντας μάτια και αυτιά ανοιχτά, ο Φράνκο προσπαθεί να καταλάβει ποιος «έστησε» τη δουλειά, εν μέσω της απρόβλεπτης άφιξης της Βιβιάνα, με τον γιο του Ντίνο, αλλά και της παρουσίας του μυστήριου οδηγού της λευκής Άλφα Ρομέο. Τα περισσότερα υποδηλώνονται δίχως λόγια, μέσα από τα βλέμματα, με κορύφωση τη σκηνή του μεγάλου κόλπου, όπου υποψίες και αίσθηση κινδύνου φανερώνονται με τα κοντινά από τον έναν στον άλλον, στα νευρικά βλέμματα που ανταλλάσσονται μέσα από τους καθρέφτες του αυτοκινήτου, με την κάμερα να αποκαλύπτει ποιος παρακολουθεί ποιον.

Στη σκηνή δράσης κάτω από τη γέφυρα, εντυπωσιάζουν οι φιλτραρισμένοι ήχοι που αποκαλύπτουν τους φονικούς υπόκωφους πυροβολισμούς, όσο και οι υποφωτισμένοι πρωταγωνιστές, που σχεδόν κόντρα φως στο μισοσκόταδο διακρίνονται να τρέχουν και να πυροβολούν, παράλληλα με τα εκτυφλωτικά φώτα των διερχόμενων οχημάτων, αυξάνοντας δραματικά τον κίνδυνο, σε μια σκηνή που κλείνει με τη φράση-κλειδί «μας είπαν ότι δεν θα πυροβολήσεις»…

Πολύ σημαντική είναι και η ανάδειξη του χάσματος μεταξύ πλούσιου ιταλικού βορρά και φτωχού νότου, με τη διαφθορά ως λογική συνέπεια της ανέχειας. Τοποθετημένη η ταινία στο Μιλάνο, κέντρο του βιομηχανοποιημένου καπιταλιστικού βορρά, γεμάτου ουρανοξύστες, σε έναν από τους οποίους κατοικεί και ο Ζανγκ, έρχεται σε αντίθεση με τη νότια προφορά των πρωταγωνιστών, από την Καλαβρία και την Απουλία.

Ο χωροταξικός προσδιορισμός διαφαίνεται ήδη από το πρώτο εντυπωσιακό μονοπλάνο, πάνω από την πόλη, που ξεκινάει από το φωταγωγημένο κέντρο, προς τον σιδηροδρομικό σταθμό και τις πέριξ υποβαθμισμένες λαϊκές γειτονιές, όπου κατοικεί και ο πρωταγωνιστής. Όλα γίνονται για 5000 ευρώ για μια ώρα «δουλειάς», όσα δηλαδή βγάζει ο πρωταγωνιστής σε τρεις μήνες, τη στιγμή που οι Κινέζοι διαχειρίζονται καθημερινά πολλαπλάσια.

Ενδεικτική είναι και η συζήτηση για «μπίζνες», με φόντο τους ουρανοξύστες του Μιλάνου, όπου ο ήρωας δηλώνει τους απαραβίαστους κανόνες του, πριν διαψευστεί πανηγυρικά, δικαιώνοντας τη φράση «το χρήμα είναι ο αδερφός του διαβόλου». Αντίστοιχα, εντυπωσιάζει και το μονοπλάνο στη σκηνή όπου η παρέα των αστυνομικών, μετά από βραδινή βάρδια, διασχίζει το δρόμο από το αστυνομικό τμήμα στο απέναντι καφενείο, για πρωινό. Η κυκλική λήψη γύρω απ’ το τραπέζι, όπου Φράνκο και Ντίνο παζαρεύουν χαμηλόφωνα, υπογραμμίζει μια «φυσιολογική» ρουτίνα, με υπόκρουση ένα εύθυμο ιταλικό ροκ εν ρολ.

Παρότι οι νυχτερινές σκηνές θυμίζουν το σκοτεινό «Suburra: υπόγεια πόλη» (2015/Στέφανο Σολίμα), στο οποίο συμμετείχε ο Πιερφρανσέσκο Φαβίνο, η ταινία του ντι Στέφανο αναδεικνύει περισσότερο την οριζόντια έκταση της διαφθοράς στην Ιταλία, ως άμυνα απέναντι στη φτώχεια, αποσαφηνίζοντας πως είναι λεπτή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ επιλογής και ανάγκης, όπως και στο «Γόμορρα» (2008/Ματτέο Γκαρόνε).

Ήδη από το μονοπλάνο της εισαγωγικής σεκάνς εντυπωσιάζει η μουσική του Σικελού συνθέτη Σάντι Πουλβιρέντι, αρχικά με τις ρυθμικές ανάσες, που ανακαλούν το υποτιθέμενο τρέξιμο του πρωταγωνιστή, θυμίζοντας και καρδιοχτύπι, σε μια ρυθμική ανάπτυξη, πριν το βασικό θέμα, με ηχόχρωμα τσέμπαλου, ανακαλώντας την ενορχηστρωτική μαεστρία του Μορικόνε. Ρυθμικές ανάσες ακούγονται και στη σκηνή κυνηγητού της Βιβιάνα, ανακαλώντας και το «Ανθρωποκυνηγητό» (1976/Τζον Σλέσινγκερ). Το βασικό μοτίβο ακούγεται όταν ο Φράνκο σώζει από ανακοπή καρδιάς τον Ζανγκ, ενώ κυριαρχεί στη σκηνή του εγκλήματος, ανακαλύπτοντας τα παράλληλα μέτωπα. Η ίδια μελωδία ακούγεται και προς το τέλος, που ο Φράνκο έχοντας παραδώσει δαρμένο τον Κόζιμο, θυμίζοντας το φινάλε της «Υπόθεσης Νοτόριους» (1946/Χίτσκοκ), αναφέρει «για μία φορά θέλω την ικανοποίηση ότι είμαι εγώ ο Ρομπέν των Δασών, που κλέβω τους πλούσιους και δίνω σε έναν φουκαρά, που προσπάθησε να είναι έντιμος σε όλη του τη ζωή». Λίγο πριν το ανοιχτό τέλος με τη σκιά που πλησιάζει απειλητικά, καθώς ξημερώνει, ο Φράνκο προσπαθεί να τελειώσει απερίσπαστος τη βάρδια, με ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο όβερ από τον ασύρματο και τις σειρήνες που αντηχούν τριγύρω.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

INFO

Στο ΑΣΤΥ, τελευταία εβδομάδα για το «Ταινιόραμα 2023», με δύο καθημερινές προβολές και ενιαίο εισιτήριο 5 ευρώ. Πρόγραμμα: www.asty-cinema.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!