Το φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε κατά της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, αναμφίβολα απετέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της περιόδου 1967-1974. Οι λόγοι που συνετέλεσαν σε αυτό δεν ήταν άσχετοι με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, την περίοδο εκείνη, η ελληνική Αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η επιθετικά κατασταλτική πολιτική των συνταγματαρχών, οι ενδοκομμουνιστικές έριδες και η ανοχή που επέδειξε για αρκετό χρονικό διάστημα η ελληνική κοινωνία, είχαν ως αποτέλεσμα την περιορισμένη και αναποτελεσματική αντιστασιακή δράση στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας.

Η συγκρότηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, περί τα τέλη 1971 – αρχές 1972, άλλαξε άρδην αυτά τα δεδομένα. Η κλιμακούμενη δράση του προοδευτικά σηματοδότησε την ποιοτική αναβάθμιση της αντίστασης, με το ξεπέρασμα των συνωμοτικών δομών των αντιστασιακών οργανώσεων και την αντικατάστασή τους από την οργανωμένη και ανοιχτή αντιπαράθεση με τη χούντα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις που οδήγησαν στην επανεισαγωγή του λαϊκού παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις, όπως συνέβη στην περίπτωση της κατάληψης της Νομικής Σχολής και, αργότερα, στην κατάληψη και εξέγερση του Πολυτεχνείου. Από την άποψη αυτή, το φοιτητικό κίνημα λειτούργησε ως πολιτικός παράγοντας πρώτης γραμμής στα χρόνια της δικτατορίας, αντικαθιστώντας την αδράνεια των πολιτικών κομμάτων.
Ωστόσο, η σχέση που ανέπτυξε με τις πολιτικές δυνάμεις αυτής της περιόδου, κυρίως με τα παράνομα κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις, εμφανίζει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1972, περίοδο συγκρότησης και ανάπτυξης των οργανωτικών του δομών, η σχέση αυτών των πολιτικών δυνάμεων με τα συλλογικά όργανα του φοιτητικού κινήματος περιορίστηκε στον ρόλο που διαδραμάτισαν οι φοιτητές που διατηρούσαν οργανωτικούς δεσμούς με τα παράνομα κομμουνιστικά κόμματα. Με άλλα λόγια, στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου δεν παρατηρείται κάποια άμεση εμπλοκή της κομμουνιστικής Αριστεράς στα δρώμενα του κινήματος. Από την άποψη αυτή, η πολιτική παρέμβαση του κόμματος της κομμουνιστικής ανανέωσης, εκείνη την περίοδο, ελάχιστα συνεισέφερε στη διαδικασία συγκρότησης των συλλογικοτήτων του φοιτητικού χώρου. Όπως διαφαίνεται μέσα και από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ Εσωτερικού αυτής της περιόδου, τα καθοδηγητικά του όργανα δεν αντιλαμβάνονταν το ιδιαίτερο πολιτικό βάρος του φοιτητικού κινήματος, αντιμετωπίζοντας τις εξελίξεις στα πανεπιστήμια ως μία δευτερεύουσα πλευρά ενός ευρύτερου αντιστασιακού κινήματος, για το οποίο όμως δεν εκπληρώνονταν ούτε καν οι βασικές προϋποθέσεις συγκρότησής του.
Από τα τέλη, όμως, του φθινοπώρου 1972 και αμέσως μετά τις φοιτητικές εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η συγκρότηση και δραστηριοποίηση των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων, σε συνδυασμό με κάποιας καθοριστικής σημασίας γεγονότα στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος αλλά και με τις συνέπειες που προκάλεσε σε αυτό η πολιτική των συνταγματαρχών, είχαν ως αποτέλεσμα την όλο και μεγαλύτερη συμβολή της κομμουνιστικής Αριστεράς στα δρώμενα του φοιτητικού χώρου. Πιο συγκεκριμένα, το φθινόπωρο του 1972 διασπάστηκαν οι Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα (ΦΕΑ) στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο διαφορετικών οργανωτικών σχημάτων στις παραπάνω σχολές. Το πρώτο, που ενσωματώθηκε στο ήδη υπάρχον οργανωτικό σχήμα, ελεγχόταν από την Κομμουνιστική Οργάνωση Σπουδαστών (Κ.Ο.Σ.) του ΚΚΕ Εσωτερικού μέσω του Ρήγα Φεραίου, ενώ το δεύτερο από την ΚΝΕ, μέσω της Αντί-ΕΦΕΕ. Παράλληλα η προσπάθεια των συνταγματαρχών, στις αρχές του 1973, αποψίλωσης του φοιτητικού κινήματος μέσω των αναγκαστικών στρατεύσεων σημαντικών στελεχών του, έδωσε την ευκαιρία στις πολιτικές φοιτητικές οργανώσεις να διαδραματίσουν βαρύνοντα ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η κατάληψη της Νομικής Σχολής της Αθήνας, τον Φεβρουάριο του 1973, απετέλεσε προσχεδιασμένη ενέργεια στελεχών του Ρήγα Φεραίου και της Αντί-ΕΦΕΕ. Στους παράγοντες αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και η λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση», δηλαδή η πολιτική της ελεγχόμενης από το καθεστώς χρήσης ηπιότερων μεθόδων διακυβέρνησης, που ήταν αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιφάσεων της δικτατορίας και της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κοινωνικά ερείσματα. Βεβαίως, στη φάση αυτή, η υπεροχή των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων έναντι των σχετικά αυθόρμητων οργανωτικών δομών που είχαν ήδη αναπτυχθεί στα ΑΕΙ, υπήρξε αποτέλεσμα και των οργανωτικών δυνατοτήτων που χαρακτήριζε τις κομμουνιστικές οργανώσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτές οι οργανωτικές δυνατότητες δεν υλοποιήθηκαν με τον συνήθη για τις κομμουνιστικές οργανώσεις τρόπο, αλλά ενσωματώθηκαν και προσαρμόστηκαν στις αμεσοδημοκρατικές λειτουργίες των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα. Στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών το επίκεντρο των αποφάσεων, σε αντίθεση με τις τυπικές κομμουνιστικές οργανώσεις, μετατοπιζόταν από την κορυφή στη βάση της οργανωτικής πυραμίδας αντανακλώντας την, κάθε φορά, διαμορφωμένη συλλογική βούληση των δρώντων υποκειμένων.
Η σχέση του αναδιοργανωμένου Ρήγα Φεραίου, που ανασυστήθηκε το 1972 από στελέχη του προηγούμενου κλιμακίου του Ρήγα και δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, με το κόμμα της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, δηλαδή το ΚΚΕ Εσωτερικού, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί γύρω από δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος αναφέρεται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα του φοιτητικού κινήματος, ο οποίος καθορίστηκε από τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες που υιοθετήθηκαν στα φοιτητικά περιβάλλοντα. Ο δεύτερος καθορίστηκε στη βάση των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών δεσμών του Ρήγα με το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Λίγους μόνο μήνες πριν τις πρώτες εκδηλώσεις του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, το ηγετικό κλιμάκιο του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν αντιλαμβανόταν ακόμη τις δυνατότητες αντιδικτατορικής δράσης που διαμορφώνονταν στον φοιτητικό χώρο και δεν επεδίωξε να επενδύσει πολιτικά σε αυτές. Η πολιτική αυτή, ουσιαστικά, ακολουθήθηκε μέχρι και το φθινόπωρο του 1972, αν και οι πρώιμες αποτυπώσεις της μεταστροφής της καταγράφονται από τα τέλη της άνοιξης του ίδιου έτους. Μία από τις πρώτες ενδείξεις αυτής της μεταστροφής έχουμε  τον Μάη του 1972, όταν το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ Εσωτερικού με απόφασή του υιοθέτησε τη γραμμή της αποφασιστικής στροφής των μελών και στελεχών του κόμματος προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης μαζικού κινήματος. Στην απόφαση αναφερόταν ότι το βάρος της μαζικής δράσης έπρεπε να μετατοπιστεί στον χώρο της νεολαίας. Αυτή, ωστόσο, η πολιτική πρωτοβουλία εκδηλώθηκε μόνο όταν οι βασικές προϋποθέσεις συγκρότησης του φοιτητικού χώρου είχαν ενεργοποιηθεί, μέσα από τις πρώτες φοιτητικές κινητοποιήσεις και τη διαδικασία των προσφυγών κατά των διορισμένων διοικήσεων των φοιτητικών συλλόγων. Επομένως, δεν επρόκειτο για μία πολιτική παρέμβαση μέσω της οποίας προαποφασίστηκε η ενεργός ανάμειξη των στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού στον φοιτητικό χώρο με στόχο τη συγκρότηση αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Αλλά για μία εκ των υστέρων διαπίστωση της αναγκαιότητας του μαζικού αγώνα, μέσω της οποίας καταγράφηκε το πολιτικό ενδιαφέρον του κόμματος για τις ήδη σχηματοποιημένες κινηματικές διαδικασίες που είχαν συντελεστεί στα πανεπιστήμια.
Τον Οκτώβριο του 1972 κυκλοφόρησαν οι θέσεις της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Σπουδαστών (ΚΟΣ) του ΚΚΕ Εσωτερικού για το φοιτητικό κίνημα, οι οποίες εγκρίθηκαν από την Κ.Ε. του κόμματος. Στο σημαντικότατο αυτό κείμενο υπήρχε σαφής αναφορά στη δυνατότητα συγκρότησης αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και καλούνταν όλοι οι κομμουνιστές και δημοκράτες φοιτητές να συσπειρωθούν γύρω από τις Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα, που ήδη λειτουργούσαν στα ΑΕΙ, διεκδικώντας τη διενέργεια ελεύθερων φοιτητικών εκλογών. Μετά την κατάληψη της Νομικής Σχολής τον Φεβρουάριο του 1973, δηλαδή σε μια περίοδο όξυνσης των φοιτητικών κινητοποιήσεων, το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ Εσωτερικού με απόφασή του ανέφερε ότι οι φοιτητές αναδεικνύονταν πρωτοπόροι στην ανάπτυξη του ευρύτερου λαϊκού κινήματος. Παράλληλα, τόνιζε ότι οι κινητοποιήσεις των φοιτητών ήταν ακαθοδήγητες, καλώντας όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις να εκδηλώσουν τη μεγαλύτερη δυνατή συμπαράσταση προς τους αγωνιζόμενους φοιτητές.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση του Ρήγα Φεραίου με το κόμμα της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Αν και το ζήτημα του ιδεολογικού χαρακτήρα του Ρήγα ήταν ένα θέμα που απασχόλησε εξαρχής την οργάνωση, η σύνδεσή του με το Γραφείο Εσωτερικού και την Κομμουνιστική Οργάνωση Σπουδαστών του ΚΚΕ Εσωτερικού θεωρείται δεδομένη, διότι πολλά από τα στελέχη του διατηρούσαν επαφές με το κόμμα της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Στη βάση αυτή, πολλά στελέχη του Ρήγα προσπάθησαν να ενσωματώσουν στη δράση τους τις πολιτικές απόψεις των καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ Εσωτερικού σχετικά με τη στρατιωτική δικτατορία. Οι απόψεις αυτές σχηματοποιούνταν στη λεγόμενη «Θεωρία των ρωγμών», σύμφωνα με την οποία η δικτατορία, από ένα σημείο κι έπειτα, δεν μπορούσε να αναπαραχθεί δεδομένου ότι στερούνταν ιδεολογικής νομιμοποίησης και κοινωνικών ερεισμάτων. Επομένως, εμφάνιζε «ρωγμές» σε δομικό και λειτουργικό επίπεδο και ένας πρόσφορος τρόπος αντιμετώπισής της αναφερόταν στη δυνατότητα αξιοποίησης, από μέρους των αντιδικτατορικών δυνάμεων, αυτών των δομικών και λειτουργικών της αντιφάσεων. Αργότερα, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973, η πρόθεση κάποιων στελεχών της καθοδηγητικής ομάδας του ΚΚΕ Εσωτερικού για συμμετοχή του κόμματος στις εκλογικές διαδικασίες που τέθηκαν σε κίνηση με το λεγόμενο «πείραμα Μαρκεζίνη», σχετιζόταν με τη συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη περί «ρωγμών» στο εσωτερικό της δικτατορίας, αν και πολλά στελέχη του κόμματος διαφοροποιήθηκαν ως προς αυτό το ζήτημα. Παρόμοιες διαφοροποιήσεις εκφράστηκαν στα καθοδηγητικά όργανα της ΚΟΣ και του Ρήγα. Στο σημείο αυτό παρατηρήθηκαν οι πρώτοι τριγμοί ανάμεσα στην ηγεσία του κόμματος και στη νεολαία. Ωστόσο, δεν οδήγησαν ούτε σε διάσπαση αλλά ούτε και σε εκτεταμένες διαρροές στελεχών. Αυτό συνέβη διότι τα μέλη του Ρήγα Φεραίου διέθεταν, ως ένα βαθμό, τη δυνατότητα να δρουν ανεξάρτητα από τις αποφάσεις της κομματικής καθοδήγησης.
Η προσπάθεια των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένου και του Ρήγα Φεραίου, να ταυτισθούν με τις επιλογές των πολιτικών τους φορέων ήταν περισσότερο ευδιάκριτη στην περίπτωση της εξέγερσης του Νοεμβρίου 1973. Η εξέγερση και η κρισιμότητα της κατάστασης που διαμορφώθηκε κινητοποίησαν τους καθοδηγητικούς μηχανισμούς της κομμουνιστικής Αριστεράς με στόχο την πραγμάτωση των πολιτικών τους επιλογών. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε και η στάση του Ρήγα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Συγκεκριμένα, η πρώτη αντίδραση της καθοδήγησης στο φαινόμενο της κατάληψης ήταν η απόρριψή της. Η συγκεκριμένη, όμως, γραμμή δεν αφομοιώθηκε πλήρως από το σύνολο των μελών, πολλά από τα οποία συντάχθηκαν με τους υποστηρικτές της κατάληψης. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί και από τη δυναμική των γεγονότων που εξελίχθηκαν ραγδαία, χωρίς να προσφέρουν τη δυνατότητα εκτιμήσεων αλλά και από το γεγονός των ιδιαζόντων χαρακτηριστικών του κινήματος τα οποία επιβίωναν από την πρώτη του φάση και έφεραν τα στοιχεία ενός κινήματος που οργανώνεται και δρα ανεξάρτητα από τη «γραμμή» των πολιτικών δυνάμεων. Έτσι, πολλά στελέχη δεν υπάκουσαν στην καθοδήγηση ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, οι καθοδηγήσεις δεν λειτούργησαν με σαφήνεια, εξαιτίας της σύγχυσης που δημιουργούσε η ταχύτητα των εξελίξεων, με αποτέλεσμα η πρωτοβουλία να περνά στα στελέχη των οργανώσεων. Με τον τρόπο αυτό, η τελική στάση των στελεχών του Ρήγα στα δρώμενα της εξέγερσης ήταν ένας συγκερασμός αυθόρμητων πρωτοβουλιών, που επιβάλλονταν από την εκάστοτε εξέλιξη των γεγονότων, και δρομολογημένων δράσεων, οι οποίες εξέφραζαν τις επιλογές των πολιτικών καθοδηγήσεων.
Στο σύντομο αυτό άρθρο προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε την παρουσία και τον ρόλο της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς στα δρώμενα του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και τη σχέση που διείπε το ΚΚΕ Εσωτερικού με τον Ρήγα Φεραίο. Το κόμμα της κομμουνιστικής ανανέωσης, όπως και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις που δραστηριοποιήθηκαν μέσω των φοιτητικών τους οργανώσεων στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, συνέβαλαν αποφασιστικά στην αντιδικτατορική πάλη. Ακολούθησαν όμως, μέχρι και τα τέλη περίπου του 1972, τις εξελίξεις που είχαν ήδη σημειωθεί στον φοιτητικό χώρο και οι πολιτικές τους διαμεσολαβήσεις σε αρκετές περιπτώσεις είχαν ως μέριμνα, εκτός από την ανατροπή του τυραννικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, την πολιτική τους αναπαραγωγή. Τέλος, στη σχέση των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων, μεταξύ αυτών και ο Ρήγας Φεραίος, με τις καθοδηγήσεις των κομμάτων της κομμουνιστικής Αριστεράς συνυφαίνονταν οι αυθόρμητες διαμεσολαβήσεις, απόρροια των αμεσοδημοκρατικών γνωρισμάτων των πρώιμων οργανωτικών δομών του φοιτητικού χώρου, με τις πιο οργανωμένες παρεμβάσεις, φορείς των οποίων υπήρξαν τα στελέχη των πολιτικών φοιτητικών οργανώσεων.

* O Αργύρης Υφαντόπουλος
είναι διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!