Του Σωκράτη Μαντζουράνη

 

Ας πούμε πως τον έλεγαν Μιχάλη.
Αυτός ο κυρ-Μιχάλης, λοιπόν, ήταν στη Μυτιλήνη αυτό που λέμε προύχοντας.
Παράγοντας με λεφτά πολλά και γερό «δόντι» παντού.
Στο δεσπότη, στη χωροφυλακή, στο νομάρχη, στους μεγαλέμπορους, στις τράπεζες, παντού.
Μέχρι και δικό του στασίδι είχε στη Μητρόπολη.
Με λίγα λόγια, ήταν εξουσία.
Ένας κοντόχοντρος με κοιλίτσα, πάντα καλοντυμένος, με καλογυαλισμένα χειροποίητα παπούτσια και μ’ ένα χρυσό ρολόι να κρέμεται από το γιλέκο του.
Τον ακολουθούσε πάντα ο παραγιός του, «του Μχαλέλ’», που το πραγματικό του όνομα ήταν Λευτέρης.
Όταν κανένας ζαβός, σαλεμένος και ζητιάνος τον πλησίαζε, ο κυρ-Μιχάλης φώναζε δυνατά και επιδεικτικά:
– Ελευθέριε, δώσε κάτι τις…
Κάποτε, ο πατέρας μου βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη.
Οι δουλειές στο μπακάλικό μας δεν πήγαιναν καλά, τα μαξούλια δεν πήγαν καλά, οι έμποροι δεν έδιναν πια πίστωση, έπρεπε να βρεθούν παράδες.
Η ανάγκη και ο γνωστός του γνωστού, τον έφεραν στον κυρ-Μιχάλη.
Έβαλε τα καλά του ο πατέρας μου και πήγε σπίτι του, κάπου στο Κιόσκι νομίζω.
Αργούσε να έρθει, εγώ με τη μάννα μου στο μαγκάλι, εκείνη να ζεσταίνει το φαγί και να σταυροκοπιέται κι’ εγώ να προσπαθώ να λύσω τις ασκήσεις μου.
Κάθε τόσο, η μάννα σταυροκοπιόταν και μουρμούριζε:
– Όλα καλά να πάνε Παναγιά μου.
Κάποια στιγμή, ο πατέρας έφτασε.
Κρεμόμασταν απ’ τα χείλια του.
– Εντάξει, πήρα το δάνειο.
Η μάννα μου, χοροπήδαγε:
– Το ήξερα Παναγιά μου! Να είναι καλά ο άνθρωπος… Καλός άνθρωπος είναι.
– Ένας πουτκός είναι, απαντά ανέκφραστα ο πατέρας μου. Ένας πουτκός, που τρώει χράτσα-χρούτσα, τους αναγκεμένους. Όλοι αυτοί, τέτοιοι είναι. Θα βρουν όμως κάποια μέρα το μάστορά τους.
Δεν πολυκατάλαβα τότε το θυμό του πατέρα μου, όταν μάλιστα πήρε το δάνειο που ήθελε.
Μήνας έμπαινε μήνας έβγαινε, η κουβέντα στο σπίτι, ήταν μία:
– Μαζέψαμε τα κερατιάτικα τ’ πουτκού;
Για τη δόση και τους τόκους, ο λόγος.
Τα μαζεύαμε και όλο σφίγγαμε το ζωνάρι.
Τέρμα τα παπούτσια το Πάσχα, οι λουκουμάδες στου Φωτίου τα απογεύματα της Κυριακής και τα παγωτά στο Πανελλήνιο.
Πέρασε καιρός και μια στιγμή έρχεται το Μχαλέλ’, ο παραγιός, και λέει στον πατέρα μου να πάει στο σπίτι του.
Ντύνεται πάλι ο πατέρας και μου λέει:
– Έλα και συ μαζί.
Το σπίτι, μου φάνηκε σαν παλάτι.
– Άκου Μαρνέλ’. Εγώ από την καλή μου την καρδιά και επειδή είσαι καλός άνθρωπος, σε βοήθησα. Όμως οι παράδες δεν είναι δική μου. Είμαστε πολλοί που πρέπει να βγάλουμε το κάτι τις μας. Και μου είπαν πως ο τόκος είναι μικρός. Από τον άλλο μήνα, θα τον διπλασιάσουμε, λοιπόν.
Νταμπλάς στον πατέρα μου.
– Δεν θα τα καταφέρω, κυρ-Μιχάλ’.
Άρχισαν τις διαπραγματεύσεις, κόψε-ράψε και με τα πολλά, το δάνειο πήρε δυο χρόνια «χρονική επιμήκυνση», μπήκε υποθήκη ένα καλό κτήμα και η ψυχοκόρη του πουτκού, που την είχε και γκόμενα, θα ψώνιζε τζάμπα τα Σάββατα απ’ το μπακάλικο.
Τα πράγματα ήρθαν ανάποδα, το κτήμα πάει και η «ψυχοκόρη» ψώνιζε τζάμπα και τις Τετάρτες.
Όταν φεύγαμε οριστικά από τη Μυτιλήνη, στη σκάλα του βαποριού «Κανάρης», ο πουτκός έφερε την τελευταία απόδειξη
– Καλό ταξίδι Μαρνέλ’ και άμα μαζέψεις παράδες, το κτήμα θα στο δώσω με λίγο κέρδος.
Κάθε που ακούω για τους «αγώνες» του ΣΥΡΙΖΑ, για την «απομείωση» του χρέους, τις επικλήσεις για «αλληλεγγύη των εταίρων», για τις διαβεβαιώσεις πλήρους συμμόρφωσης της κυβέρνησης στις εντολές των «εταίρων», αυτόματα μου έρχεται στο μυαλό ο κυρ-Μιχάλης, η πουτκός, ο χράτσα-χρούτσα των αναγκεμένων.
Και όταν ακούω για «νίκες» και «κόκκινες γραμμές», σα ν’ ακούω τον πατέρα μου στο βαπόρι:
-Τουν πουτκτό, δεν τον παλεύεις άμα παγέν(ι)σ’ με τα νερά του.
Μόνο άμα τον ψακώσεις και τον πατήσεις, τον τελειώνεις.
Εγώ δεν είχα τα κότσια να το κάνω.
Κάποιοι άλλοι όμως, θα το κάνουν.
Αυτά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!