Το «μπουζί», ο σπινθιριστής της ψυχής, «βρώμισε» από ενοχικές επικαθίσεις, φθάρηκε από τις χρόνιες ατομοκεντρικές συνέπειες του καπιταλισμού

του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*

 

Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτό που έχει τελικά χαθεί είναι η χαρά. Η απλή ανθρώπινη χαρά, που είναι τόσο φανερή όταν υπάρχει. Δεν είναι πως υπάρχει μια κατά-θλιψη. Είναι που λείπει η χαρά. Πρόκειται για την αφαίρεσή της από έναν πολιτισμικό απορροφητήρα.

Η ζωή στην αποικία είναι μια αδειασμένη ζωή, ακόμη και για τις μεταπρατικές ελίτ που το «παίζουν» ντόπια ισχύς μεγάλου κυβισμού. Κι όσο ξεπερνιούνται τα όρια μπας και γεμίσει, τόσο αδειάζει. Η ζωή αδειάζει και αφαιρείται.

Τα Μνημόνια μοιάζουν να είναι η τελευταία φάση μιας διαδικασίας καταστροφής. Όχι απλά οικονομικής ή κοινωνικής, αλλά μιας καταστροφής ενδοψυχικής. Τα Μνημόνια καταστρέφουν, καθημερινά, όλο και πιο πολύ, την ικανότητά μας να ονειρευόμαστε, να παθιαζόμαστε, να συμμετέχουμε και βέβαια να εξεγειρόμαστε. Ό,τι μέχρι χθες, έστω και στη ναρκισσιστική εκδοχή του, μας κινούσε προς τα εμπρός, σήμερα στέκει σαν χαμένος πιτσιρικάς στο γιγάντιο διεθνές σουπερμάρκετ.

Οι ενοχοποιητικοί μηχανισμοί κοινωνικής χειραγώγησης, που πλημμύρισαν το συλλογικό υποκείμενο με δυσβάσταχτες ενοχές, αφαίρεσαν ταυτόχρονα από τον ατομικό ψυχισμό την όποια αθωότητα είχε αφήσει αλώβητη η μεταπολιτευτική χρησιμοθηρία. Η αποφασιστικότητα, η αισιοδοξία και η εγγραφή προσδοκιών με θετικό πρόσημο, αντικαταστάθηκε από μια ά-χαρη παθητικοποίηση που «δεν κάνει», επειδή φοβάται «μην τυχόν».

Η αλήθεια είναι, ότι αν πετύχαμε κάτι σαν νεοελληνική κοινωνία, αυτό οφείλονταν πάντα σε μια συναισθηματική πυροδότηση –σε ατομικό επίπεδο– που μας ωθούσε σε παράλογα όνειρα, σε ουτοπίες, σε πάθη και πόθους που πυρπόλησαν τις καρδιές. Το «μπουζί», ο σπινθιριστής της ψυχής, «βρώμισε» από ενοχικές επικαθίσεις, φθάρηκε από τις χρόνιες ατομοκεντρικές συνέπειες του καπιταλισμού. Και δεν!

Δεν μας λείπουν, δηλαδή, οι οικονομικοί πόροι και τα «καύσιμα». Το συναισθηματικό μας «μπουζί» «τα έχει παίξει». «Γκόμενες/οι» υπάρχουν! Ψυχή να ερωτευτούμε δεν έχουμε.

Πεισθήκαμε όλοι, κατά κάποιον τρόπο, ότι αυτό που μας λείπει είναι τα «φράγκα», η γνώση, ο εκσυγχρονισμός, η οργάνωση, η τεχνολογία, η επιστήμη, ότι «δεν περάσαμε Διαφωτισμό». Η εθνική μας ανεπάρκεια, καθηλωτική στην ανέραστη αποφευτικότητα.

Ίσως ακούγεται κάπως παράδοξο να ισχυριστούμε ότι ακόμη και στην πεφωτισμένη Δύση, η «λαμπρή πρόοδος» πάντα τροφοδοτήθηκε από μερικά φαινομενικά παράλογα όνειρα, από κάποια ά-λογα συναισθήματα και δεν ήταν, απλά, η νομοτελειακή συνέπεια μιας τετράγωνης λογικής. Ξεχνάμε ότι οι πιο σπουδαίες ιδέες γεννήθηκαν από το «τίποτα μιας στιγμής» και στα γεννητούρια τους δεν φαίνονταν και πολύ λογικές. Γιατί στο όχημα της ανθρώπινης προόδου, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν ενδεχομένως πολλοί, ο πυροδότης δεν είναι λογικός, αλλά βαθύτατα συναισθηματικός.

Όμως σήμερα, όλοι σχεδόν είναι βέβαιοι ότι για τα δεινά μας φταίει το έλλειμμα Λογικής, η απουσία του Ορθολογισμού και τα τυχόν ελαττώματα της –οικονομικής και πολιτικής κυρίως– επιστήμης, ανυποψίαστοι ότι μας «έχουν βγάλει από την πρίζα».

Έχοντας σκοτώσει τη Χαρά, αφεθήκαμε σε μια φανατική συλλογή γεγονότων, όπως κάτι πιτσιρικάδες που συλλέγουν ψυχαναγκαστικά παιχνίδια για να αναπληρώσουν το συναισθηματικό τους κενό. Αλλά δεν παίζουν ποτέ, «μην τυχόν» και τα χαλάσουν. Είναι ένα κουσούρι που μας άφησε η μεταπολίτευση: να μην αφαιρέσουμε τα νάιλον καλύμματα από τα καθίσματα του καινούργιου αυτοκινήτου, μην τύχει και φθαρούν. Το αμάξι, στο αναμεταξύ, διαλύθηκε, αλλά εμείς κυκλοφορούμε ακόμη, καθισμένοι στις ζαρωμένες ζελατίνες, σαν να μην τρέχει τίποτα. Το υπαρξιακό μας αμάξι δεν κινείται σχεδόν, αλλά σημασία έχει να διατηρηθούν καθαρά τα καθίσματα της Λογικής μας. Εμείς εκεί, πεισματικά, παίρνουμε ενδείξεις από το καντράν, μετράμε νούμερα, συλλέγουμε στοιχεία και γεγονότα, αναζητούμε μεταλλικές κατανοήσεις και επιστημονικές τεκμηριώσεις, ντυνόμαστε τις καινούργιες κάθε φορά αναλύσεις μας, φουλάρουμε τα ντεπόζιτα με πλαστικές ειδήσεις… και περιμένουμε σταματημένοι.

Κι ύστερα, βλέπουμε στο καθρεφτάκι την υπερδιογκωμένη «κεφάλα» μας, και καμαρώνουμε τη διανοητικοποίηση μας. Αλλά το καθρεφτάκι είναι μικρό και δεν φτάνει για να δούμε το συρρικνωμένο σώμα μας ή –πολύ περισσότερο– το πεθαμένο συναίσθημά μας. Εκτός κι αν πρόκειται για τον θυμό και την ασίγαστη ικανότητα να «μπινελικιάσουμε» τον Άλλο… που φταίει. Η χαρά πέθανε, αλλά αυτό που μετράει είναι να κάνουμε μια τεκμηριωμένη και επιστημονικά αντικειμενική ανάλυση για την απώλεια αυτή. Το σύστημα παράγει συναισθηματικά νεκρά χρονο-ανταλλακτικά, για να μπορεί να ανανεώνεται και να λειτουργεί, όμως αυτό είναι μια λογική διατύπωση, χωρίς κανένα συναισθηματικό αποτύπωμα. Σαν να ερωτεύεσαι με μηνύματα στο inbox.

Παγιδευμένοι σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα σκέψης και πολυσχιδείς αναλύσεις, τρώμε τις συναισθηματικές μας σάρκες, «αναμασώντας τα λόγια μας». Κι ίσως, αυτό να είναι το μοναδικό που χρειάζεται να κατανοήσουμε. Ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει τίποτα για να κατανοηθεί, ενώ τα πάντα περιμένουν για να νιώσουμε.

Ο καπιταλισμός μας έχει κλέψει τη ζωή, την απλή ανθρώπινη ζεστασιά, το συναίσθημα της χαράς, τον ενθουσιασμό της αθωότητας, την προσδοκία του πόθου, την αντιφατικότητα του έρωτα και μας παραχωρεί σαν αντάλλαγμα «αναλύσεις», «γεγονότα» και «επιστημονικές εφαρμογές», για να μην πάρουμε χαμπάρι την κλοπή.

Κι έτσι, την επόμενη φορά που θα αναλύσεις σε κάποιον τις συνέπειες του καπιταλισμού και των Μνημονίων, είναι πολύ πιο επαναστατικό αν καταφέρεις να τον ρωτήσεις, στα ίσα, πρόσωπο με πρόσωπο, «πονάς ρε μαλάκα;» και να τολμήσεις να πεις ένα «κι εγώ, ρε συ. Να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Να βρούμε τον δρόμο να χαρούμε».

 

*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!