Ο Γιάννης Μόσχος, ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα, το Τοκορόρο έδειξε όχι μόνο το συγγραφικό του ταλέντο, αλλά και τη διάθεσή του να ασχοληθεί με το πολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ξεφεύγοντας από την πεπατημένη τόσο με την επιλογή του θέματος, όσο και με τον τρόπο γραφής.

Το νέο του μυθιστόρημα «Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι» που κυκλοφορεί –όπως και το προηγούμενο– από τις εκδόσεις Τόπος, επιβεβαιώνει αυτή του την επιλογή.

Διαδραματίζεται στην περίοδο της Δικτατορίας και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης κυρίως στον Βόλο. Πέρα από τον κεντρικό του ήρωα, έναν αστυνομικό περιθωριοποιημένο και ομοφυλόφιλο, οι τέσσερις βασικοί του πρωταγωνιστές, είναι αυτό που λέει και ο τίτλος: «Καθάρματα».

Πηγή έμπνευσης του συγγραφέα είναι το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει στα χρόνια της Χούντας με τα περίφημα «Κρέατα του Μπαλόπουλου», σάπια κρέατα από τη Ροδεσία που μέσα από ένα σύστημα διαπλοκής διοχετεύθηκαν στην ελληνική αγορά. Η αποκάλυψη του σκανδάλου είχε οδηγήσει σε ξεκαθαρίσματα μεταξύ των στελεχών της δικτατορίας.

Το μυθιστόρημα, ένα συναρπαστικό νουάρ, αποκαλύπτει χρησιμοποιώντας τον μανδύα της μυθοπλασίας, όλο το παρασκήνιο των συναλλαγών και της διαφθοράς που κυριάρχησε εκείνα τα χρόνια κι έχει αποτυπώσει και ο Διονύσης Ελευθεράτος στα «Λαμόγια στο χακί».

Οι βασανιστές της Χούντας γίνονται ευυπόληπτοι πολίτες και η Μεταπολίτευση αφήνει επί της ουσίας αλώβητους τους μηχανισμούς, κάνοντας κινήσεις κυρίως για το «θεαθήναι».

Η ατιμωρησία που υπήρξε γίνεται φανερή μέσα από το μυθιστόρημα…

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Γιατί διαλέξατε να διαδραματίζεται το μυθιστόρημά σας τη συγκεκριμένη περίοδο;
Το πρώτο μου μυθιστόρημα, το «Τοκορόρο», διαδραματίζεται στην Κούβα και στον Αμερικανικό Νότο από το 1948 έως το 1961. Ήθελα πολύ να συνεχίσω με ένα μυθιστόρημα τοποθετημένο στην ελληνική επαρχία όπου μεγάλωσα. Μου αρέσει οι ιστορίες μου να έχουν συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό φόντο. Η επταετία ήταν μια μαύρη περίοδος για την Ελλάδα, σε κάθε τομέα. Είναι, όμως, και μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος, μπορείς να δεις πόσο μπορεί να τον αλλάξει τον άνθρωπο η εξουσία, η έλλειψη παιδείας, το συμφέρον. Επιπλέον, εξυπηρέτησε πάρα πολύ καλά την ιστορία μου, με τους διορισμένους νομάρχες στην επαρχία, το σκάνδαλο των κρεάτων, τους βασανισμούς. Όλα αυτά με οδήγησαν στην Κεντρική Ελλάδα το 1975, λίγο μετά τη χούντα.

Βασίζεστε σε ένα πραγματικό γεγονός με τα «σάπια κρέατα». Χρειάστηκε να κάνετε και ιστορική έρευνα για την εποχή;
Ακριβώς, το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα που αναφέρεται στο βιβλίο είναι αληθινό και αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της επταετίας. Ενορχηστρωτής ήταν ο τότε υφυπουργός Εμπορίου, Μιχάλης Μπαλόπουλος. Σε συνεννόηση με Ροδεσιανούς μεγαλέμπορους, εισήγαγαν στην Ελλάδα κρέατα από την Αργεντινή και τη Ροδεσία (σπάζοντας το τότε εμπάργκο) σε πολύ χαμηλές τιμές, παίρνοντας υπέρογκα ποσά από τα μεγάλα ποσοστά κέρδους. Ο Παττακός διέταζε «να διατεθούν το ταχύτερον εις την αγοράν», υπήρξαν και τα μονοπώλια από την απαγόρευση των ντόπιων κρεάτων, δεμένη η δουλειά από παντού. Φυσικά για όλα αυτά χρειάστηκε έρευνα σε βάθος και μάλιστα πολύπλευρη. Ναι μεν είναι ένα μυθιστόρημα, μια φανταστική ιστορία ενός υπομοίραρχου χωροφυλακής που προσπαθεί να ξεδιαλύνει ένα έγκλημα με ρίζες στη χούντα, αλλά το πολιτικοκοινωνικό φόντο που ανέφερα και πριν είναι συγκεκριμένο και αληθινό. Οπότε εκεί δεν χωράει λάθος.

Μου αρέσει οι ιστορίες μου να έχουν συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό φόντο. Η επταετία ήταν μια μαύρη περίοδος για την Ελλάδα, σε κάθε τομέα. Είναι, όμως, και μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος, μπορείς να δεις πόσο μπορεί να τον αλλάξει τον άνθρωπο η εξουσία, η έλλειψη παιδείας, το συμφέρον

Με το μυθιστόρημά σας κατεδαφίζετε και τον μύθο της Χούντας που έκανε «έργα». Είχατε και πολιτική στόχευση;
Γνωρίζω ότι έχει περάσει η άποψη ότι η χούντα έκανε έργα. Από την άλλη, τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα. Δεν χρειάζεται να κατεδαφίσω κάτι. Πέρα από το σκάνδαλο των σάπιων κρεάτων που αναφέρεται στο βιβλίο, υπάρχει το τάμα του Έθνους και τα λεφτά που φαγώθηκαν εκεί, η χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον με περίπου μισό εκατομμύριο, η μοιρασιά των διυλιστηρίων σε τρεις οικογένειες, ο Τομ Πάππας, το σκάνδαλο Λίττον, ο Μακ Ντόναλντ που πληρώθηκε να φτιάξει την Εγνατία, εξαφανίστηκε και η Εγνατία έμεινε στις μακέτες. Είναι τόσα πολλά. Χώρια οι βασανισμοί που αναφέρονται και στο βιβλίο, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κυνήγι του μισού πληθυσμού. Όσο για την πολιτική στόχευση, σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπούσα εκεί. Τα παραπάνω τα αντιλαμβάνεται κάθε δημοκράτης. Δεν πιστεύω, εξάλλου, στην στρατευμένη τέχνη. Η τέχνη δεν μπορεί να έχει στεγανά, πρέπει να ανοίγει δρόμους, όχι να κλείνει. Εγώ λέω μια ιστορία όπως την έχω στο μυαλό μου και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

 

Υπήρξε τελικά κάθαρση ή μήπως ακόμη και σήμερα οι ίδιοι κύκλοι «ζουν και βασιλεύουν»;
Ο καθένας ας κρίνει και ας κάνει τις συνδέσεις του. Είναι γεγονός ότι παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια έξαρση της αστυνομικής βίας, μια αναβίωση του δόγματος “Νόμος και Τάξη”. Υπάρχει τρομερή αστυνομική καταστολή και κρατική βία. Καταπάτηση ατομικών δικαιωμάτων που κερδήθηκαν με αίμα. Ανοχή και ανοσία σε μεγάλα σκάνδαλα που στον δημόσιο λόγο είτε διαρκούν ελάχιστα, είτε κουκουλώνονται. Απώλεια εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη. Τα ΜΜΕ «αγοράζονται» από το κράτος και σπέρνουν ψεύτικες ειδήσεις. Με πρόφαση την πανδημία ο κόσμος δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί στον δρόμο χάνοντας συνταγματικά δικαιώματα. Παρατηρούνται συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το δημόσιο χρήμα κατασπαταλάται από μια συγκεκριμένη ελίτ. Εσείς τι πιστεύετε; Υπήρξε κάθαρση;

 

Τι είναι αυτό που σας ελκύει στο αστυνομικό μυθιστόρημα;
Είναι το ίδιο που ελκύει, πιστεύω, το μεγάλο πλήθος των αναγνωστών που στρέφεται στο αστυνομικό μυθιστόρημα και στα διάφορα υποείδη του. Ότι μέσα από μια ιστορία, μέσα από ένα παιχνίδι, ένα κρυφτό του αναγνώστη με τον συγγραφέα, αναδεικνύονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας αλλά και του ανθρώπου ειδικότερα. Μου αρέσει πολύ αυτή η πλευρά του αστυνομικού μυθιστορήματος. Αυτή την πλευρά προσπαθώ να υπηρετήσω. Το έγκλημα, η παραβατικότητα φέρνει τον άνθρωπο στα όριά του. Αυτά τα όρια ψάχνει ο συγγραφέας, να τα φέρει στην επιφάνεια, να τα μελετήσει και να δείξει στον αναγνώστη μια πλευρά του ανθρώπου που είτε την ξέρει είτε δεν έχει φανταστεί ποτέ ότι υπάρχει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!