του Γιάννη Σχίζα

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Τόμας Μαν συγγράφει το «Θάνατος στη Βενετία», όπου αναφέρεται σε μια «σιωπηλή» επιδημία χολέρας: «Σιωπηλή» γιατί αποσιωπάται από τις αρχές της Βενετίας, μια και ξέρουν τι συνέπειες θα έχει αυτό στους ξένους επισκέπτες και δεν θέλουν να τους χάσουν από πελάτες με κανένα τρόπο… Στην Αίγυπτο το 1995 οι αρχές φλερτάρουν με την αμφίβολη ιδέα της ανακάλυψης του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί αυτή πρόκειται να αποφέρει «πόντους» στον τουρισμό της περιοχής…

Δεν είναι όμως αυτές οι μόνες περιπτώσεις διασποράς ή αποσιώπησης ή διαστρέβλωσης των πραγματικών δεδομένων, για το οικονομικό όφελος κάποιων: Η ιστορία βρίθει από περιπτώσεις εξαπάτησης των τουριστών από τις εγχώριες «αρχές» ή και από ιδιώτες, επί σκοπώ άντλησης του τουριστικού συναλλάγματος. Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτής της υπόθεσης είναι ότι η ιστορία της εξαπάτησης ξεκινάει από πολύ μακριά, ότι έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα.

Λόγου χάρη τα πλήθη επί ρωμαιοκρατίας, που συνέρρεαν στις Θήβες της Αιγύπτου για να θαυμάσουν ένα μεγάλο άγαλμα –με μήκος πέλματος 2,75 μέτρα!– το οποίο είχε την αξιοσημείωτη ιδιότητα να βγάζει ήχους από τη διαστολή των υλικών του και έτσι να θεωρείται πως μιλάει! Οι αρχές ενίσχυαν αυτή την «κοινή γνώμη», για ευνόητους λόγους. Ο Lionel Casson αναφέρει ότι σε μια μικρή πόλη της Λυδίας μια καταιγίδα αποκάλυψε έναν σκελετό, που οι ντόπιοι ξεναγοί επιχείρησαν να τον παρουσιάσουν ως κατάλοιπο του Γηρυόνη – του μυθικού τέρατος με τρία σώματα, που εξόντωσε ο Ηρακλής. Στο Άργος οι ξεναγοί ισχυρίζονται ότι η πόλη τους κατείχε το άγαλμα της Αθηνάς, που αποτελούσε ιερό κειμήλιο (πες πλιάτσικο) της Τρωικής Εκστρατείας, προκαλώντας τον λυπημένο σχολιασμό του περιηγητή Παυσανία: «Οι ξεναγοί του Άργους γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν είναι αλήθεια όσα λένε, κι όμως τα λένε». Ο κυβερνήτης της Συρίας Μουκιανός εισέπραττε μύθους (= παραμυθιαζόταν) για πηγές στον Ναό του Διονύσου που έβγαζαν κρασί – ή για κάποιον ελέφαντα που έμαθε να διαβάζει ελληνικά και να γράφει! Ο Λουκιανός δήλωνε: «Αν καταργηθούν οι μύθοι στην Ελλάδα οι ξεναγοί θα πεθάνουν της πείνας, μια και κανένας περιηγητής δεν θέλει να ακούσει την αλήθεια – έστω και δωρεάν»…

Ανάλογα διαδραματίζονται στους Μέσους Χρόνους, όταν το ταξίδι γίνεται εργαλείο επαφής με τους Αγίους Τόπους. Στην περίπτωση της Αιθερίας, μιας γυναίκας της καλής ρωμαϊκής κοινωνίας, που ταξίδευσε τον 4ο αιώνα, έχουμε τη διαβεβαίωση με τη μεσολάβηση των ξεναγών ότι είδε την φλεγόμενη βάτο της Παλαιάς Διαθήκης, άθικτη και ανθηρή. Στην περίπτωση του Αντωνίνου, τον 6ο αιώνα, οι ξεναγοί της εποχής –λαϊκοί και κληρικοί– θα του δείξουν ακόμη και τις πέτρες λιθοβολισμού του Αγίου Στεφάνου! Και αργότερα όμως, την μετά την αναγέννηση περίοδο των ταξιδιωτικών εξορμήσεων, πολύ μελάνι θα χυθεί για την προσέλκυση των τουριστών και πολλές μυθοπλασίες εφευρίσκονται.

Στη σύγχρονη εποχή όλοι ή οι περισσότεροι προορισμοί βαπτίζονται «μοναδικοί» και άξιοι ιδιαίτερης προσοχής, έτσι ώστε να θυμίζουν τον «Καισαρίωνα» του Καβάφη:

… Όλοι είναι λαμπροί,
ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·
κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.
Aν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,
όλες η Βερενίκες κ’ η Κλεοπάτρες θαυμαστές…

Μια ταξιδιωτική συγγραφέας όπως η Κάτια Αντωνοπούλου, original περιηγήτρια που η ζωή της (πέθανε το 2010) αξίζει κάποιου ενδιαφέροντος, μας δίνει έναν μίτο για να ξεμπλέξουμε το τουριστικό αφήγημα: «…ποτέ δεν ονειρεύτηκα μιαν εύπορη ακινησία, αλλά αντίθετα μια νευρώδη κίνηση προς αναζήτηση όλων των πιθανών εαυτών που θα μπορούσα να είμαι σε όλους τους χρόνους όλων των εποχών, από μια, ας την πούμε, ρομαντική λαχτάρα να ξαναγεννηθώ επιλεκτικά… Το κύλισμα του χρόνου ήταν πάντα η μεγάλη μου αγωνία. Στο ταξίδι ο χρόνος επιμηκύνεται…»

Η τελευταία φράση είναι μια φράση προσφιλής στη θεωρία της σχετικότητας: Ο χρόνος κυλάει αργότερα, όταν συνοδεύεται από μια καταλυτική κατάσταση ταξιδιών.

Πηγές
1) Lionel Casson, «Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο», έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1996
2) Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα»
3) Γιάννη Σχίζα, «Ο άλλος τουρισμός», Εναλλακτικές Εκδόσεις – Οικοτοπία, Αθήνα 1998

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!