Tου Λευτέρη Ριζά.

Η «οικονομική κρίση» στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία –ή, όπως πολλοί λένε, «η εξάντληση του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης» της χώρας- αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση για το γιατί και πώς επιβλήθηκε αυτό το «μοντέλο», γιατί «εξαντλήθηκε», για το ποιοι ευθύνονται για όλα αυτά. Είναι απαραίτητη γιατί, πρώτα απ’ όλα, θα βοηθήσει τις υποτελείς τάξεις -κι όχι απλά υπεξούσιες- να κατανοήσουν όχι μόνο ποιοι ευθύνονται γι’ αυτή την κατάσταση, αλλά και ποιοι μπορούν να συσπειρώσουν τον εργαζόμενο λαό, ώστε με αγώνες, φυσικά, να αλλάξει την πορεία αυτού του τόπου.

Να διευκρινίσω, εδώ, γιατί δεν ταυτίζω το «υποτελείς» με το «υπεξούσιες» τάξεις. Διότι το «υποτελείς» σημαίνει όχι μόνο ότι υφίστανται εκμετάλλευση και καταπίεση από τις εξουσίες, αλλά δεν έχουν διατυπώσει και οργανωθεί γύρω και πάνω στη διεκδίκηση δικών τους σκοπών. Δεν διαθέτουν, δεν έχουν αναγνωρίσει και συνεπώς και δεν αγωνίζονται για την επίτευξη του – το δικό τους τέλος. Και, μάλιστα, το «τέλος καθεαυτό». Ότι, συνεπώς, παρ’ όλο ότι διαμαρτύρονται, δυσφορούν και αγωνίζονται για την καλυτέρευση της ζωής τους, δεν έχουν αμφισβητήσει τους κυρίαρχους σκοπούς – το τέλος των κυρίαρχων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων. Ότι εξακολουθεί, δηλαδή, κυρίαρχη ιδεολογία -αξίες και σκοποί- είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης.

Οι σημερινές υποτελείς και υπεξούσιες τάξεις -πρώτα από όλες βέβαια η εργατική- πρέπει να αποκτήσουν αυτοτέλεια. Το εργατικό κίνημα, δηλαδή. να αποκτήσει ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια. Μόνο έτσι θα μπορέσει να χειραφετηθεί και μαζί του να απελευθερωθεί η κοινωνία από την καταστροφική, για την ίδια, ύπαρξη της πάλης των τάξεων (Ένκελς).

Όλες οι κυρίαρχες τάξεις και εξουσίες πρώτη προτεραιότητα τους έχουν ακριβώς αυτό: να μην αποκτήσει το εργατικό κίνημα ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια. Δεν τους ενοχλεί σε τέτοιο βαθμό η διεξαγωγή της «ταξικής πάλης» από τη μεριά της εργατικής τάξης, όσο η πιθανότητα να αποκτήσει αυτοτέλεια και συνεπώς να ανοίξει ο δρόμος να καταστεί και ιδεολογικός και πολιτικός ηγεμόνας του κοινωνικού σχηματισμού [1].

Όλοι οι εκπρόσωποι, εκφραστές, διανοούμενοι κ.λπ. του καπιταλιστικού / ιμπεριαλιστικού συστήματος αυτό προσπαθούν να αποτρέψουν. Η σοσιαλδημοκρατία παλιάς και νέας κοπής (η αποκαλούμενη «μεταλλαγμένη») έχει παίξει και παίζει ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό. Προσπαθεί να «απορροφήσει», να «ενσωματώσει» το εργατικό κίνημα στην κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική σε όλες τις εκδηλώσεις του: συνδικαλιστική, πολιτική, πολιτιστική κ.λπ.

Όταν, μάλιστα, μια χώρα -όπως η δική μας- έχει μεγάλη μικροαστική μάζα, το έργο γίνεται ευκολότερο και φθηνότερα. Στο ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο εύκολα όλοι γίνονται «δημοκράτες». Όπως έχει γράψει και ο Μαρξ: «…ο δημοκράτης, επειδή αντιπροσωπεύει τη μικροαστική τάξη, δηλαδή μια μεταβατική τάξη που μέσα σ’ αυτήν αμβλύνονται, ταυτόχρονα, τα συμφέροντα δύο τάξεων, φαντάζεται προς βρίσκεται πάνω από την ταξική αντίθεση. Οι δημοκράτες φαντάζονται πώς απέναντί τους στέκεται μια προνομιούχα τάξη, αυτοί όμως, μαζί με όλο το υπόλοιπο έθνος, αποτελούν το λαό. Εκείνο που αντιπροσωπεύουν είναι το δίκιο του λαού, εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι το συμφέρον του λαού. Γι’ αυτό δεν έχουν ανάγκη, σε έναν επικείμενο αγώνα, να εξετάσουν τα συμφέροντα και τις σχέσεις των διαφόρων τάξεων» [2].

Αυτή την πραγματικότητα αξιοποιούν, σήμερα, τόσο η κυβέρνηση όσο και συστημική αντιπολίτευση (Ν.Δ. και ΛΑΟΣ). Επικαλούνται, σήμερα, το «εθνικό» συμφέρον για τα μέτρα που παίρνονται σε βάρος του λαού. Όλα γίνονται για την «σωτηρία της πατρίδας». Και σε αυτό βρίσκει σύμφωνο και το σύνολο της Δημοκρατικής Αριστεράς και φυσικά και τον Λεωνίδα Κύρκο. Ό,τι γίνεται, οι θυσίες του λαού, γίνεται για την «Ελλάδα, ρε γαμώτο».

Αυτή η λογική διαπερνά ακόμα και τις δυνάμεις που στέκονται αντίθετες στο «Μνημόνιο» και το «νεοφιλελευθερισμό». Και σε αυτό το «στρατόπεδο» καταβάλλονται προσπάθειες το εργατικό κίνημα να μην προβάλλει τους δικούς του σκοπούς, τη δική του τελική προοπτική. Είναι λυπηρό και ταυτόχρονα ανησυχητικό αυτό που διαβάσαμε στην πλατφόρμα της «Δημοκρατικής Συνεννόησης» – παρ’ όλο ότι και μόνο το «Δημοκρατική» προδιαθέτει να θυμηθούμε τον Μαρξ: «Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη όλες οι δημοκρατικές, πατριωτικές και προοδευτικές δυνάμεις να αφήσουν στην άκρη τις διαφορές του παρελθόντος και να προχωρήσουν στην εθνικά και πολιτικά αναγκαία συστράτευση και συνεννόηση για να ακυρώσουν το Μνημόνιο-ΔΝΤ- Ε.Ε., να απαντήσουν στο ιδεολόγημα της μοναδικής πολιτικής, να αποφύγουν υποχωρήσεις στις πιέσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων και να διατυπώσουν μια υλοποιήσιμη προοδευτική-εναλλακτική πρόταση εξουσίας».

Μέσα σε αυτές τις «δημοκρατικές, πατριωτικές και προοδευτικές δυνάμεις», δεν έχει πάψει, συνειδητά ή ασυνείδητα, ρητά ή άρρητα -όπως και μέσα στους κόλπους του ΕΑΜ- να διεξάγεται ένας αφανής ταξικός αγώνας. Που αφορά την κοινωνική-ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία μέσα σε αυτό το μέτωπο. Στο τι θα ακολουθήσει, όταν ο κύριος σημερινός αντίπαλος υποχωρήσει, ανατραπεί, πάψει να είναι εμπόδιο. Άλλωστε, μια σοβαρή συζήτηση για τις αιτίες της κρίσης, την έξοδο από αυτήν κ.λπ., εμπεριέχει «παρελθόν» και συνεπώς διαφορές του παρελθόντος. Που σε επίπεδο ιδεών και κοινωνικών δυνάμεων, ρόλου προσώπων κ.λπ. δεν μπορεί να τις αποφύγει κανείς. «Το Παρόν σαν Ιστορία» έγραφε ο Σουίζι. Τώρα θα το διαγράψουμε;

Ενότητα και πάλη των αντιθέτων –αυτός είναι ο νόμος. Πλάι στην ενότητα υπάρχει και η πάλη. Να τονίζουμε μόνο την ενότητα -εθνική, αντι-μνημονιακή κ.λπ.- είναι πολύ επικίνδυνο. Δεν εξοπλίζουμε τους εργαζόμενους με εκείνη τη γνώση και πείρα, ώστε να οδηγήσει τον αγώνα σε νικηφόρα έκβαση, για λογαριασμό του. Να τονίζουμε μόνο την πάλη-την αντίθεση κι αυτό είναι επικίνδυνο: οδηγεί σε σεχταρισμό. Η πρώτη εκδοχή μπορεί να οδηγήσει στο φασισμό. Η δεύτερη στην περιθωριοποίηση της Αριστεράς.

Ο Ανρί Λεφέβρ συνόψισε, θαυμάσια, το πρόβλημα – η αλήθεια είναι πώς το διατύπωσε πρώτος ο Μαο: «Οι τάξεις που πολώνονται με την πάλη και τη σύγκρουση, δεν παύουν να συγκροτούν μια ενότητα. Η ενότητα αυτή παίρνει ένα όνομα (η «κοινωνία»), ένα ιδιαίτερο όνομα (το έθνος) ή μια ειδική ονομασία (καταμερισμός των συμπληρωματικών εργασιών στις μονάδες παραγωγής. Οι συγκρούσεις μάς επιτρέπουν να δώσουμε έμφαση στην ενότητα. Αντίστοιχα, μόλις έχουμε υπογραμμίσει την ενότητα, πρέπει να φωτίσουμε τη συγκρουσιακή ουσία της [3] .

Το ότι συνιστά ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα στην εφαρμοσμένη πολιτική, δεν σημαίνει πώς προκειμένου να επιτύχουμε μια άμεση πρακτική συμμαχία πρέπει να κάνουμε σοβαρές παραχωρήσεις στη θεωρία.

Παραπομπές:

1Λ. Ριζάς «Το ταξικό» – ιστοχώρος MR, 1/6/2010

2 – Βλ. Καρλ Μαρξ «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», Διαλεχτά Έργα τ. 1ος , σελ. 320, εκδ. ΚΕ-ΚΚΕ , 1951

3 – Henri Lefebvre, Κοινωνιολογία του Μαρξ, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985, σελ. 120.

 

 

* Ο Λευτέρης Ριζάς υπήρξε μέλος της Ν. ΕΔΑ, μέλος της επιτροπής διαφώτισης της Σπουδάζουσας, γραμματέας της οργάνωσης Ανωτάτης Βιομηχανικής. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των ΦΝΧ και μετέπειτα του Αντιφασιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΑΚΕ) με τον Νίκο Ψυρούκη κ.λπ. (Αναλυτικότερα βλ. Monthly Review, τ. 12 Δεκέμβρίου 2005). Εκδότης του Monthly Review –ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ– από το 1976.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!