Του Μάρκου Δεληγιάννη. Όταν μας μοίρασαν το αγγελτήριο του θανάτου του ποιητή, οι νύχτες μεγάλωναν ανησυχητικά κι οι μέρες χάνονταν μέσα στο λήθαργο που είχε υφάνει η σιωπή.

Σκέφτηκα: Ημέρα αποχαιρετισμού σήμερα. Τύλιξα το δάκρυ μ’ ένα στίχο κι αφέθηκα στο τιμόνι του ταξιτζή να με οδηγήσει στην πολιτεία των νεκρών.
Καθώς μ’ έζωνε η πολύβουη μοναξιά του δρόμου, η φαντασία με απήγαγε για ένα ταξίδι στο παρελθόν. Ήταν τότε που μαντατοφόροι κατέκλυσαν τις πλατείες για να μας ανακοινώσουν πως οι πολιορκητές επιτέλους θα διαβούν τις πύλες κι ότι κάθε αντίσταση θα ‘ναι μάταιη και πως ακόμη το συμφέρον της πόλης επιτάσσει η σύνεση να πρυτανεύσει, άλλωστε τα τείχη είναι διάτρητα κι οι μαχητές γερασμένοι. Αναμετρούνε με σπασμένες λόγχες τον ερχομό του τέλους.
Εμείς τρέξαμε κατευθείαν στα σπίτια μας. Σφιχτομανταλώσαμε τις πόρτες και ανασύραμε από το σεντούκι τα γιορτινά μας, γιατί αυτά γοητεύουν τους βαρβάρους που σε λίγο θα υποδεχθούμε. Η σκέψη όμως, ατίθασο άλογο, κάλπαζε ξέφρενα στα περασμένα κι έτσι είδαμε ξανά, όπως ο ετοιμοθάνατος βλέπει σαν αστραπή να ξετυλίγεται μπροστά του όλη του η ζωή την μια και μόνη στιγμή πριν από το τέλος, τις φωτιές που άναψε πλανεύτρα η ελπίδα στις ψυχές μας, να σβήνουνε μια-μια.
Αντικρίσαμε και πάλι το βάθρο, που πάνω του θα στήναμε τη μεγάλη ευκαιρία για να την κρατούσαμε, λέει, αμόλυντη. Τώρα οι βάρβαροι θα καρφώσουνε πλαστικές σημαίες, ξέφτια από το μανδύα της ελπίδας. Κι ύστερα με πίκρα περίσσια σκύψαμε την κεφαλή στα στήθια μας κι αναλογιστήκαμε πόσες φορές σταυρωθήκαμε αθώοι ή ένοχοι, τις λαθεμένες επελάσεις, τα ολοπόρφυρα λάβαρα που σε λίγο θα κείτονται χιλιοτρυπημένα στις χωματερές της ιστορίας.
Αυτοσαρκάσαμε το παρελθόν μας. Πόσο σπάταλα ξοδέψαμε τη νιότη μας σ’ αναίτιους ηρωισμούς, σε μάταιες μάχες. Αδύναμη η όραση, μας οδηγούσε πάντα σε λαθεμένες συγκρούσεις, κόντρα στο τσιμέντο του πανύψηλου τοίχου που ορθώνονταν απειλητικός μπροστά μας.
Όμως μέσα στον πανικό της συνθηκολόγησης δεν είδαμε -ίσως αδυναμία της όρασης- εκείνο το ξένοιαστο χορτάρι που χαράκωνε την τσιμεντένια σάρκα του τοίχου. Ούτε καν ακούσαμε -αδυναμία της ακοής;- το θυμωμένο τραγούδι σαν πλήγωνε το στεγνό λαρύγγι του τροβαδούρου:

 

Κι ήθελε ακόμη
πολύ φως
να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες…
(Τα Ποιήματα 1941-1971)

Μας διέφευγε επίσης, ίσως σκόπιμα, πως η ανθρώπινη ιστορία αρχίζει κάθε φορά που κάποιος κολασμένος σαλπίζει ολομέτωπη επίθεση ενάντια στη σιγή αδιαφορώντας για την επερχόμενη ήττα. Ο κολασμένος είναι ο ποιητής, αυτός «ο απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου».
Όταν οι στίχοι του δραπετεύουν από της φαντασίας τα κάγκελα και ξεχύνονται στα λιμάνια και στους ταρσανάδες, στα καπηλειά και στους καφενέδες, στις πλατείες και στα στενοσόκακα, τότε η ποίηση περνάει στην παρανομία γιατί καμιά εξουσία δεν την ανέχεται. Τότε η μόνωση είναι καταφύγιο στερνό σε όποιον θέλει να αντικρίσει την βαθύτερη ουσία της ποίησης πέρα από λεκτικά στολίδια και διανοήματα.
Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια. Πολλοί θεοί πέθαναν. Μύθοι δολοφονήθηκαν. Αυτοκράτορες εκθρονίσθηκαν. Κι εμείς… κουραστήκαμε να προσμένουμε την ώρα που τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση. Άλλωστε οι ναοί μας πυρπολήθηκαν κι αλλεπάλληλοι σεισμοί κομμάτιασαν τα αγάλματα των προγόνων μας. Ό,τι διασώθηκε καταχωνιάστηκε όπως-όπως σε δημόσιες ή ιδιωτικές αποθήκες.
Μόνο ο στίχος του ποιητή απόμεινε να συντροφεύει την μοναξιά του φθινοπώρου μας:

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά.
Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μας,
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
ακόμα μια σπίθα τρεμοσβηστή στις υγρές μου παλάμες.
(Πέντε μικρά θέματα -Εποχές 1945)

Οι μνήμες άρχισαν να ξεθωριάζουν. Θάνατοι πολλοί ερήμωσαν τις γειτονιές μας. Εμείς αφού αντικαταστήσαμε τις φλέβες μας με καλώδια διαδικτύου, οχυρωθήκαμε πίσω απ τις λαμαρίνες των ακριβοπληρωμένων αυτοκινήτων. Κάθε φορά που οι σηματοδότες ανακόπτουνε την πορεία μας κοιτάμε με δυσαρέσκεια το πέτρινο πρόσωπο του μετανάστη που απαιτεί ψωμί. Σε λίγο η πράσινη σηματοδότηση θα μας επιτρέψει να φύγουμε μακριά. Ο μικρόκοσμος που ανεπαισθήτως μας έκλεισαν εντός του, καραδοκεί.
Μα ο ποιητής-προφήτης με το τραγούδι του τσιγκλάει τη συνείδηση:

Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να ’ναι οι τελευταίοι
Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
Και τα νερά τους δε μπορείς να ξεχωρίσεις
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
(Επίλογος -παρενθέσεις 1955)

-Α’ Νεκροταφείο! 3,80 ευρώ, παρακαλώ! αντήχησε η αδιάφορη φωνή του ταξιτζή. Ο βαρκάρης της Αχερουσίας λίμνης εισέπραξε το ναύλο του και εγώ επανήλθα στην πραγματικότητα. Αγόρασα λίγα λουλούδια πορφυρά, αποσκευή για το άγνωστο ταξίδι που κίνησε να πάει ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν είναι βέβαια ο τελευταίος των τελευταίων ποιητών, μα ο λόγος του, βραχνή οργή, ηχεί σαν χρησμός μάντη αλλοτινών καιρών. Ανήκει στο σπάνιο και γι’ αυτό απειλούμενο είδος των δημιουργών που καταθέτουν το έργο τους ανοιχτό βιβλίο στις ευαίσθητες κεραίες των συμπολιτών του. Άλλωστε κι ο ίδιος στάθηκε όρθιος στη ζωή σαν το πλωριό κατάρτι καραβόσκαρου που παλεύει με τα κύματα καταμεσής του πελάγου. Στο κονταροχτύπημα, μάρτυρας και σύντροφος, η κλαγγή των όπλων, τα λόγια ψιμύθια περιττά.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ενεργός πολίτης δεν μεμψιμοιρεί, δεν συνθηκολογεί. Ακροβολίζεται με μαχητική ενάργεια στην καθημερινότητα και πυροβολεί. Ο στίχος του μολύβι καυτό χαράζει ανεξίτηλα τα μελλούμενα.
Τα προαιώνια κοινωνικά ερωτήματα πιέζουν αφόρητα το στήθος του. Πιστεύει με πάθος πως η λύση βρίσκεται στην παιδεία. Η μάθηση θα αναπτύξει την κριτική ικανότητα του πολίτη, θα του προσφέρει εργαλεία διανοητικά για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο ίδιος έζησε τις αντιφάσεις που προκαλεί το δέσιμο με την πίστη και βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τον χαμό.
Η αμφιβολία για την αποτελεσματικότητα του ποιητικού λόγου τον έσπρωχνε όλο και περισσότερο στην ακροβασία της δράσης. Αργότερα θα πει με σκεπτικισμό πως κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες, δεν αποτελεί πολιορκητική μηχανή για τη συντριβή των όποιων μηχανισμών, αλλά σίγουρα «οι στίχοι ζούνε πιο πολύ απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες».
Απόθεσα τα άλικα τριαντάφυλλα στη σωρό του, ενώ εκείνος είχε ήδη σαλπάρει κι η φωνή του μου ψιθύριζε:

Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες

Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων
Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο
Να επιστρέψουν τα άγια στους σκύλους, τα βρέφη
στις μήτρες

Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.
Όταν αποχαιρέτησα
(Τα ποιήματα 1941- 1971)

Κι εμείς ποιητή, εδώ στο νιόσκαφτο τάφο σου δίνουμε υπόσχεση ότι θα βγούμε στα θαλασσινά σταυροδρόμια για ν’ ανακαλύψουμε το νησί σου, εκεί, που μετά το ναυάγιο βρίσκεται κρεμασμένη η φωτογραφία του πρώτου καπετάνιου και πιο κάτω του δεύτερου. Εκεί θα στήσουμε το σπιτικό μας. «Θα αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά!».
Και τα δειλινά όταν ο αποσπερίτης φωτίζει τα ουράνια, εμείς θ’ ανεμίζουμε τις πολύχρωμες σημαίες πάνω απ τον όρμο του έρωτα, σημάδι πως το αγκυροβόλιο των αστεριών προσμένει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!