Ήταν τότε -πέρασαν κιόλας πάνω από είκοσι χρόνια- που πήρες εκείνο το ανώνυμο δρομάκι που οδηγούσε στο μοναχικό όρμο. Εκεί που κάναμε έρωτα σαν είμαστε έφηβοι. Σε περίμενε η αρμάδα των αστεριών με πιλότο τον Αποσπερίτη. Μπαρκάρισες για την επικράτεια της σιγαλιάς.
Εμείς, ποιητή, απ’ τη στεριά, μαζί με το αντίο, σου στείλαμε και τον όρκο μας:

«Κάποια νύχτα θ’ ανοίξουμε τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες».
Κι ύστερα θα καθίσουμε αντάμα, όλοι οι σύντροφοι οι παλιοί, παρέα με μνήμες από πεθαμένες επελάσεις, από τις τόσες φορές, αθώοι ή ένοχοι, στου σταυρού το μαρτύριο. Θα ‘ναι μαζί μας οι αναίτιοι ηρωισμοί κι οι μάταιες μάχες. Στο κέντρο θα στήσουμε το ολοπόρφυρο λάβαρό μας, χιλιοτρυπημένο απ’ της ιστορίας τα πυρά και θα τραγουδήσουμε τους στίχους σου:
Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες
Τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν
ειπώθηκαν
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
πού είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες,
αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό….

Κι ύστερα, ποιητή, θα ψηλαφίσουμε το γεράνι και το στεφάνι που γλίτωσαν απ’ τις μπουλντόζες, τότε που κατεδάφιζαν στη Δραπετσώνα τις μνήμες της προσφυγιάς. Κι εσύ τα πήρες και τα ‘κανες τραγούδι.
Και μετά θα σταθούμε και πάλι, όπως τότε, στου κόσμου τα σταυροδρόμια, πλάι σου, γιατί πάντα οι Θερμοπύλες θα προσμένουν εκείνους τους μαχητές, που ποτέ τους δεν λογάριασαν του Εφιάλτη τον ερχομό, ούτε των Μήδων τις χρυσοφόρες στρατιές. Κι εσύ, ποιητή, πάντα στάθηκες, αντικριστά με τη βαθύτερη ανθρώπινη αλήθεια, στα έρημα τρίστρατα καρτερώντας του βοριά το σινιάλο. Αδιάφορος μπροστά στην επερχόμενη ήττα, σάλπιζες ολομέτωπη επίθεση ενάντια στη σιγή, ενώ το φλεγόμενο φωτοστέφανο της Οκτωβριανής Επανάστασης, πυρπολούσε το είναι σου.
Ανεμπόδιστη η ματιά μας θα βυθιστεί στα περασμένα κι η μνήμη θ’ αφουγκραστεί και πάλι τις οιμωγές, τα διασταυρούμενα πυρά. Η σκέψη θα ταξιδέψει στα στρατόπεδα σωφρονισμού, θ’ ανασύρει απ’ την κόλαση τους ανθρώπους με τις καμπαρτίνες και τα χαμηλωμένα καπέλα. Αυτούς που σκόρπισαν το μίσος ανάμεσά μας πριν ακόμη προλάβουν τα στρατεύματα κατοχής να φύγουν.
Και την πρώτη νύχτα μπήκε μεσ’ το κελί
ένας άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του
κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω
στο πάτωμα,
κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο
και τον ερώτησε: Πού έχεις κρυμμένα τα όπλα
κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση,
ή ίσως για να απαντήσει,
έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα, μπήκε άλλος άνθρωπος
που ‘χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε.
Κι αυτοί οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το πρόσωπό τους
ήσαν πολλοί.
Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. Ημέρες σαράντα.
Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει
το λογικό του
Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά
που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική
να υφαίνει τον ιστό της.
Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες
τους μπαίνοντας.
Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα.
Και της τον χάλαγαν πάλι. Και άρχιζε ξανά
Εις τους αιώνας των αιώνων!

Μα τα μεγάλα γεγονότα χάθηκαν μεσ’ τη συντομία των ημερών. Σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα, και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν.
Το σύννεφο που μπαρκάραμε κουράστηκε να κονταροχτυπιέται με τους αέρηδες κι ύστερα οι ναύτες απόκαμαν τόσες νύχτες προσμονής για τον ερχομό του ονείρου. Άλλωστε, αλλεπάλληλοι σεισμοί κομμάτιασαν τ’ αγάλματά μας. Τα σπίτια μας γκρεμίσθηκαν κι οι θύμησες θάφτηκαν κάτω από ξύλα, πέτρες και κονιορτό. Το σύννεφο που μπαρκάραμε ναυάγησε, κι εμείς το εγκαταλείψαμε. Άφωνοι τώρα παρακολουθούμε την ταφή της ουτοπίας.
Ώσπου, σιγά-σιγά, το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα
και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι’ αυτούς που ενδίδουν
κι ύστερα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που άργησε.
Οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο πιο τρωτό
κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος
κι ότι από αύριο ίσως αρχίζει η αληθινή μας ζωή…..

Και τότε αναρωτηθήκαμε: που άραγε πήγε η άνοιξη; πως χάθηκαν των σπουργιτιών τα πειράγματα; Η κίτρινη ευωδιά του χαμομηλιού και της παπαρούνας η πρόκληση σαν ανασηκώνει τη φλογάτη χλαμύδα της; Πού πήγαν τα τραγούδια μας κι η κιθάρα που τα ακομπανιάριζε; Χάθηκε το αγιόκλημα, των πνευμονιών μας το φίλτρο. Και εκείνες οι νύχτες με τις απρόσμενες συναντήσεις; Τα νοτισμένα βλέφαρα; Η σάρκα η ριγηλή κι ο αβέβαιος ορίζοντας στο βάθος;
Αλήθεια πόσο εύκολα ξεχνάμε! Βουλιάζουμε μεσ’ στα γλυκερά τραγούδια. Συρρέουμε στα παζάρια των λέξεων, εκεί που ξεδιάντροποι σαράφηδες πουλάνε τετράστιχα για τις ανούσιες επετείους. Κι ο ποιητής σιγοτραγούδαγε:
Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που
δεν τους περίμενε κανείς
και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ
τα παιδικά μου χρόνια
ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα
μου θύμιζαν πάντα
πόσο εφήμεροι είμαστε… κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις
μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό….

Τώρα φθινοπώριασε για τα καλά. Βρέχει ασταμάτητα. Ήρθε η ώρα του απολογισμού. Η ώρα της καταγραφής: Απώλειες- κέρδη. Ήττες και δόξες. Ανοίξαμε παλιούς λογαριασμούς. Καταφύγαμε στ’ αρχεία της πόλης. Ανασύραμε καταχωνιασμένα κίτρινα κιτάπια γεμάτα ακατάληπτους αριθμούς. Ψάξαμε και στα μουσεία, ανάμεσα στ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα. Όμως ο ποιητής χαμογελούσε πικρά απ’ το μετερίζι του.
Εξάλλου, ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε και εμείς
τίποτα το σπουδαίο.
Αλλά και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε το όνειρο
Κι ω μάταιες ελπίδες πόσο σας αγαπήσαμε ένα καιρό.
Σελήνη 20 ημερών απόψε πως έφυγαν τα χρόνια…

Σκαλίζοντας θύμισες ανάκατες με φωτογραφίες της νιότης, ανέσυρες εκείνη την ταυτότητα την παλιά. Αυτήν που επιδείκνυες με υπερηφάνεια κάθε φορά που σου ζητούσαν δημόσια να δηλώσεις ποιος είσαι. Αλίμονο! Πως αλλοιώθηκαν τα χαρακτηριστικά της. Λογικό είναι, σκέφτεσαι. Πόσα είδωλα κομματιάστηκαν από τότε; Πόσες ενθρονίσεις αυτοκρατόρων παρακολουθήσαμε; Κάπως έτσι χάθηκε κι η νιότη μας. Κι η αθωότητα που ονειρευτήκαμε κείτεται κι αυτή στην αγορά ολόγυμνη κι άπνοη. Κι οι καινούργιες ταυτότητες δεν εκδόθηκαν ακόμη.
Ώσπου ένα πρωί ξυπνώντας βλέπεις με κατάπληξη ότι
είσαι ένας άλλος.
«Ανοησίες -σκέφτεσαι- πώς γίνεται»; Μα σε λίγο έρχεται
ο πανικός, ντύνεσαι βιαστικά και πας στο αστυνομικό τμήμα
«Θέλουν να με αντικαταστήσουν», λες, σε κοιτάζουν αδιάφοροι,
«Τουλάχιστον, μια καινούργια», ικετεύεις.
Τώρα κερδίζει το ψωμί του πουλώντας ταυτότητες στους δρόμους.
Κι αγοράζουν οι περαστικοί
και κολλάνε μια φωτογραφία άγνωστου
που τους μοιάζει
βάζει και το κράτος την επίσημη σφραγίδα του
κι είμαστε έτσι όλοι ήσυχοι
πως υπάρχουμε…

Ποιητή, Τάσο Λειβαδίτη, του κόσμου το λαχάνιασμα, του έρωτα την έκρηξη, τον πόθο για πλήρωση κι αναπλήρωση, τον εκκωφαντικό θυμό από τα μηνίγγια της νιότης, τα εικόνισες με τη μοναδική σου τη γραφίδα. Κι ο στίχος σου ξεπέρασε του θανάτου τη δικαιοδοσία, έσπασε του χρόνου το φράγμα.
«Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά για να μην τρέχουμε μεσ’ τη νύχτα να συναντηθούμε».
Αυτό θα το χαράξουμε σε επιτύμβια στήλη που θα δεσπόζει στης νιότης τους ανθοστόλιστους λειμώνες για να το βλέπουν οι ατημέλητοι ερωτευμένοι και ν’ ανανεώνουν τους όρκους για ζωή.
Ο έρωτας αντισταθμίζει τα δεινά, ελαφρώνει της ύπαρξης το βάρος, γλυκαίνει του χρόνου το διάβα.
Φτύστε με, χτυπήστε με, ποδοπατήστε με, εγώ, κάθε βράδυ σας εκδικούμαι, καθώς, γυρίζοντας αργά, σπίτι μου πιωμένος, ταπεινωμένος, πλαγιάζω αγκαλιά μ’ ένα αηδόνι.
Τα χρόνια πέρασαν, ποιητή. Σ’ άγνωστες στράτες οδοιπορήσαμε πολύ κι οι χάρτες που μας προμηθεύανε, ψεύτικοι ήτανε. Πλανηθήκαμε κάτω από άστρα αδιευκρίνιστα. Τα τηλεσκόπια μάς διέψευσαν. Ψάξαμε εναγώνια το χαμένο όνειρο να βρούμε. Καινούργιους δρόμους να χαράξουμε. Κι όταν βρεθήκαμε μπροστά σε αδιέξοδα, ποτίσαμε με δάκρυα τα ταξιδιάρικα πουλιά, μήνυμα να στείλουνε στους ξεχασμένους συντρόφους που φύγανε με την πίκρα στα χείλη. Αλίμονο, ποιητή! Κι οι τοτινοί νικητές είναι και τώρα νικητές. Τα χρόνια πέρασαν, κι οι πληγές κρύφτηκαν κάτω από καινούργια ρούχα Σκληρή η πορεία κάτω από συννεφιασμένο ουρανό. Όμως εσύ τροβαδούρε, έξω απ’ το μοναχικό το καπηλειό στο βορεινό το σταυροδρόμι ακόμη σιγοτραγουδάς:
Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου. Εμείς συνεχίσαμε.
Και να που φτάσαμε απόψε εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Όμως, εδώ τέλειωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μεσ’ στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!