Το ότι το ελληνικό χρέος, το μακράν υψηλότερο της Ευρωζώνης, θα υποστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την τρίτη μεγάλη αναδιάρθρωση μέσα σε πέντε χρόνια είναι δεδομένο. Είναι ειλημμένη πολιτική απόφαση των δανειστών. Αλλά το πώς θα υλοποιηθεί αυτή η αναδιάρθρωση, υπό ποιους όρους θα γίνει και από ποιους μηχανισμούς εποπτείας της ελληνικής οικονομίας θα συνοδεύεται είναι αντικείμενο μιας περίπλοκης διαπραγμάτευσης μεταξύ των δανειστών που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Το σίγουρο είναι ότι δίπλα στη «ρήτρα ανάπτυξης» που περιλαμβάνει η γαλλική πρόταση, ο μηχανισμός «αυτόματης ελάφρυνσης» σε περίπτωση χαμηλής ανάπτυξης θα προϋποθέτει μια ακόμη ρήτρα: τη «ρήτρα μεταρρυθμίσεων». Αυτή είναι η αδιαμφισβήτητη «εισφορά» του γερμανικού παράγοντα, από τη στιγμή που επανενεργοποιήθηκε με τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βερολίνο, με την επικουρία του γκρούπ των «σκληρών» της Ευρωζώνης.
Νέες δεσμεύσεις
Οι πληροφορίες που διέρρευσαν τόσο από τη συνεδρίαση του EuroWorkingGroup της 12/4 όσο και από την έκτακτη συνάντηση του Washington Group (σ.σ. Κομισιόν, ΕΚΤ, ESM, Eurogroup, ΔΝΤ και εκπρόσωποι Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας) που έγινε την ίδια μέρα συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι, με επικεφαλής τη γερμανική ηγεσία, μια ισχυρή ομάδα χωρών και θεσμικών παραγόντων πιέζει ώστε τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους να συνδεθούν με νέες δεσμεύσεις, που θα επιτηρούνται μακροπρόθεσμα μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου, και μέχρι την αποπληρωμή του 75% των οφειλών στους δανειστές. Δηλαδή, απαιτούν το καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας» που ισχύει βάσει του κανονισμού 772/2013 ΕΕ για τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρωζώνης να συνοδευτεί από ένα «μνημόνιο μεταρρυθμιστικών υποχρεώσεων», ανεξάρτητα από το πώς αυτό θα ονομαστεί.
Το πιθανότερο είναι ότι οι υποχρεώσεις αυτές θα απαιτηθεί να ενταχθούν στο μεταμνημονιακό «εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο», προσχέδιο του οποίου παρουσιάστηκε στην τελευταία συνεδρίαση του EWG, χωρίς θερμή υποδοχή από τους εταίρους δανειστές. Το περίπου 70 σελίδων σχέδιο θεωρείται, προς το παρόν, γενικόλογο. Και ενώ οι βασικοί άξονές του (ιδιωτικοποιήσεις, δημοσιονομικοί στόχοι, επενδυτικά κίνητρα) ανταποκρίνονται στη φιλοσοφία των δανειστών, στον τέταρτο άξονα που περιλαμβάνει «φιλικότερη» φορολογία, μερική αποκατάσταση του εργασιακού μεσαίωνα και κάποιων κοινωνικών παροχών οι δανειστές έχουν ήδη βάλει τους αστερίσκους τους. Είναι, άλλωστε, γνωστή η πρόθεση τόσο του ΔΝΤ όσο και των «σκληρών» του Eurogroup και του ESM να εξασφαλιστεί η «μη αναστρεψιμότητα των μεταρρυθμίσεων των μνημονίων», ιδιαίτερα στις εργασιακές σχέσεις.
Γερμανική επιστροφή
Με δεδομένες τις πιέσεις αυτές, το αναπτυξιακό σχέδιο θα πάρει πιο ολοκληρωμένη μορφή στη συνάρτηση τέταρτης αξιολόγησης – ελάφρυνσης χρέους- μεταμνημονιακής εποπτείας, όπως αυτές θα απασχολήσουν την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ (20-22/4) και το Eurogroup της Σόφιας (27/4). Σ’ αυτές τις συναντήσεις αναμένεται να γίνει καθαρότερη και η θέση του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, που – όπως φάνηκε και στην τελευταία συνάντηση με τον Ε. Τσακαλώτο- ακροβατεί ανάμεσα σε πολύπλευρες πιέσεις που του ασκούν παράγοντες εντός και εκτός κυβερνητικού συνασπισμού. Οι δηλώσεις του εκπροσώπου του, μετά τη συνάντηση με τον Ε. Τσακαλώτο, ότι το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και των ενδεχόμενων παρεμβάσεων σ’ αυτό θα εξεταστούν μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο είναι ενδεικτικές των πιέσεων αυτών.
Το παράδοξο είναι ότι σε αυτή τη διελκυστίνδα μεταξύ των δανειστών για την «ένταση» των μεταμνημονιακών όρων που θα ενεργοποιούν τον μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους το ΔΝΤ βρίσκεται στην «ήπια» πτέρυγα. Δηλαδή, παρότι θέλει και απαιτεί η ελληνική οικονομία να δεσμεύεται μακροπρόθεσμα σε νεοφιλελεύθερη «μεταρρυθμιστική» τροχιά, δεν θέλει αυτό να αποτελεί όρο για την αναδιάρθρωση του χρέους. Τάσσεται υπέρ του «αυτόματου μηχανισμού» και των ad hoc μέτρων (μείωση επιτοκίου και επιμηκύνσεις). Στις συναντήσεις της Ουάσιγκτον θα φανεί αν έχει περιθώριο και πολιτική διάθεση να επιβάλει τη θέση του. Κι επειδή η ηγεσία του, για ποικίλους λόγους, δεν θέλει να αποκοπεί από την Ευρωζώνη σε μια περίοδο που αυτή θέλει να απογαλακτισθεί από το ΔΝΤ δημιουργώντας το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, είναι εξαιρετικά πιθανό η Λαγκάρντ, στις συναντήσεις της Ουάσιγκτον, να προβάλει ως συμβιβασμό το δίπτυχο: αυτοτελή και χωρίς αιρεσιμότητες αναδιάρθρωση χρέους από τη μια, ισχυρές «μεταρρυθμιστικές» δεσμεύσεις από την άλλη, με έμφαση στη διατήρηση της «ελαστικότητας» στην αγορά εργασίας.
Μια ισχυρή ομάδα χωρών και θεσμικών παραγόντων με επικεφαλής τη γερμανική ηγεσία, πιέζει ώστε τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους να συνδεθούν με νέες δεσμεύσεις μέχρι την αποπληρωμή του 75% των οφειλών στους δανειστές. Δηλαδή, απαιτούν ένα καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας»
ESM vs ΔΝΤ
Όμως, η διαπραγματευτική ισχύς του ΔΝΤ σ’ αυτό το παζάρι είναι σημαντικά αποδυναμωμένη. Όχι μόνο λόγω της παταγώδους αποτυχίας των συνταγών που επέβαλε με τα τρία μνημόνια. Αλλά και λόγω της κραυγαλέας αναποτελεσματικότητάς του στη μείωση του χρέους (που υποτίθεται ότι είναι ο βασικός προορισμός του), παρά το θηριώδες PSI του 2012. Στα μάτια των αγορών και των ιεράκων του κρατικού χρέους το ΔΝΤ έχει αποκτήσει έναν ισχυρό ανταγωνιστή στην Ευρώπη, τον ESM που σχετικά αθόρυβα έχει ήδη εξασφαλίσει μια λογιστική μείωση του ελληνικού χρέους κατά 25% (στη λήξη του) με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που εφάρμοσε τον τελευταίο χρόνο και προετοιμάζει μια αντίστοιχη (λογιστική πάντα) ελάφρυνση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που επεξεργάζεται τώρα, και στα οποία περιλαμβάνεται και το ενδεχόμενο εξαγοράς του δανείου του ΔΝΤ, πράγμα που θα εξασθενίσει ακόμη περισσότερο τον πολιτικό ρόλο του.
Ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, έχει σε όλους τους τόνους καταστήσει σαφές ότι οι παρεμβάσεις στο χρέος συνεπάγονται πρόσθετη επιτήρηση. Τι είδους επιτήρηση; Ο κ. Ρέγκλινγκ έχει δηλώσει πρόθυμος να μοιραστεί την εξουσία αυτής της επιτήρησης με την Κομισιόν, που έχει τις αρμοδιότητες που πηγάζουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και τους κανονισμούς που το συμπληρώνουν, αλλά το δικό του μερίδιο εξουσίας μένει απροσδιόριστο. Θα έχει τις εξουσίες εποπτείας ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου ενταγμένου στις Συνθήκες της Ε.Ε.; Ή θα προτιμήσει το καθεστώς του «ανεξάρτητου δανειστή», προϊόντος διακρατικής συμφωνίας (Συνθήκη ESM) και εκτός ευρωπαϊκών συνθηκών, σύμφωνα με την «παρακαταθήκη» του Β. Σόιμπλε; Σ’ αυτή την περίπτωση, η «πρόσθετη επιτήρηση» στην οποία αναφέρεται ο Κλάους Ρέγκλινγκ δεν μπορεί παρά να λάβει και κάποια τυπική μορφή.
Προς διπλή επιτήρηση
Διόλου τυχαία, πριν από δυο μήνες ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ είχε περιγράψει με τα «μάτια του Β. Σόιμπλε» τον μελλοντικό ρόλο του μηχανισμού. «Δεν χρειαζόμαστε τόσο ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, όσο ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας», είχε πει, εξηγώντας: «Ο ESM θα μπορούσε να παίξει τέτοιο ρόλο, παρέχοντας βραχυπρόθεσμα δάνεια στα κράτη ως επιβράβευση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και επιτηρώντας ένα συμφωνημένο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του κρατικού χρέους, παρέχοντας ανάλυση βιωσιμότητας και διευκολύνοντας την οργάνωση των διαπραγματεύσεων δανειστών και κράτους οφειλέτη… Θα είναι όργανο με δικό του κεφάλαιο, προϋπολογισμό ανεξάρτητο από της Ε.Ε. και υπόλογος έναντι των μετόχων του- δηλαδή των κρατών μελών της Ευρωζώνης κατά την κλείδα συμμετοχής τους…».
Τον Ιούνιο, που είναι ο κρίσιμος μήνας για την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης (Eurogroup 21/6), θα έχει διαμορφωθεί και το κατ’ αρχήν consensus των ισχυρών της Ευρωζώνης γύρω από τη μεταρρύθμιση της νομισματικής ένωσης και το μέλλον του ESM. Με δεδομένο ότι στην εικόνα προστίθενται ξανά τα γερμανικά χρώματα, με τις γνώριμες σκληρές αποχρώσεις τους, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι αυτό που περιγράφει ο Ρέγκλινγκ είναι η ρεαλιστική κατάληξη της διαπραγμάτευσης. Για την Ελλάδα, το αντίτιμο της τρίτης αναδιάρθρωσης του χρέους της, θα είναι η διπλή ισχυρή εποπτεία: η θεσμική της Κομισιόν και η «ανεξάρτητη» του νέου ESM, που θα παραμένει βασικός κάτοχος του ελληνικού χρέους για πολλά πολλά χρόνια.