Το τελευταίο διάστημα δημοσιοποιήθηκαν δύο εκθέσεις για την ελληνική οικονομία Η πρώτη ήταν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στο πλαίσιο των εκθέσεων που συντάσσει σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Η δεύτερη από την Κομισιόν στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης της «ενισχυμένης εποπτείας». Οι δύο εκθέσεις κινούνται στα γνωστά πλαίσια, όπως τη βιώσαμε την τελευταία δεκαετία, με τις απελευθερώσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις και το λιγότερο κράτος. Όμως αποκλίνουν σημαντικά όσον αφορά τη γενικότερη εκτίμησή τους για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές. Η έκθεση της Κομισιόν δίνει τα εύσημα στην κυβέρνηση με παράλληλες σημαντικές επισημάνεις. Η έκθεση του ΔΝΤ υποβαθμίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές και επισημαίνει για μία ακόμα φορά το αδιέξοδο με το δημόσιο χρέος.

Η έκθεση του ΔΝΤ

Η έκθεση εκφράζει τον προβληματισμό του ΔΝΤ για την πορεία της οικονομίας. Τα βασικά σημεία συνοψίζονται στα ακόλουθα: Η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα συνεχίζεται αλλά απέχει σημαντικά τους στόχους που έχει ανάγκη η χώρα. Διατηρεί μεν ψηλά το ρυθμό ανάπτυξης, στο 2,0% για το 2019 και 2,3% το 2020, αλλά εκφράζει την απαισιοδοξία του για τα επόμενα έτη, προβλέποντας επιβράδυνση των ρυθμών.

Προβλέπει την επίτευξη δημοσιονομικού πρωτογενούς υπερπλεονάσματος για το 2019 στο 3,7% του ΑΕΠ αλλά αμφισβητεί την επίτευξη του στόχου του 3,5% από το 2020 και για τα επόμενα έτη. Εκφράζει για μία ακόμα φορά τη συμφωνία του για τη μείωση του στόχου μελλοντικά, κάτι στο οποίο όπως αναφέρεται έχουν συμφωνήσει ορισμένα κράτη της Ε.Ε. ενώ υπάρχουν και άλλα που αντιδρούν. Ζητά να συνεχιστούν οι προσπάθειες διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, παραπέμποντας ουσιαστικά στη μείωση αφορολόγητου που έχει ζητήσει από το 2017, με την ένταξη φτωχότερων στρωμάτων στο «φορολογικό ζυγό» προκειμένου να υπάρχει περιθώριο μείωσης των φόρων για τις επιχειρήσεις.

Θέτει θέμα κεφαλαιακής επάρκειας τραπεζών. Εκτιμά ότι με την παρούσα κατάσταση οι τράπεζες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την αναγκαία ανάπτυξη της οικονομίας. Θεωρεί αναγκαία την ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο στόχος των τραπεζών, που εκτιμάται ως ιδιαίτερα φιλόδοξος, είναι να μειωθούν στο 20% στο τέλος του 2021 ενώ το ΔΝΤ θεωρεί ότι ο σχετικός δείκτης πρέπει να βρίσκεται στο 3%-4%. Για τη μείωση των προβληματικών δανείων και τη χρηματοδότηση της οικονομίας εκτιμά ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια. Παράλληλα ζητά τη λήψη μέτρων τόσο για την πτωχευτική διαδικασία των ιδιωτών όσο και τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Θεωρεί ότι οι τράπεζες πρέπει να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες διαγραφές οφειλών. Παράλληλα ζητά περιορισμό της προστασίας της πρώτης κατοικίας και επιτάχυνση των πλειστηριασμών.

Μη βιώσιμο το δημόσιο χρέος

Το ΔΝΤ επαναλαμβάνει την άποψή του για το αδιέξοδο με το δημόσιο χρέος. Εκτιμά ότι βρίσκεται μεν σε πτωτική πορεία (από 176,5% το 2019 θα πάει στο 161% το 2023 και μπορεί να φτάσει στο 145% το 2028 με το βασικό σενάριο και στο 190% με το δυσμενές) αλλά είναι μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει και με τα τρία εναλλακτικά σενάρια (βασικό, ακραία αρνητικό και θετικό) και αφού έχουν ληφθεί υπόψη τόσο οι βελτιώσεις με τις αναδιαρθρώσεις που έχουν αποφασιστεί όσο και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του.

Σημειώνεται ότι το ΔΝΤ από τη αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2010, είχε την άποψη περί της διαγραφής σημαντικού μέρους του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο. Η γιγάντωση του χρέους στην περίοδο των μνημονίων, παρά τη διαγραφή των 110 δισ. ευρώ το 2012 με το δεύτερο μνημόνιο, και η πάγια εκτίμηση του ΔΝΤ από το 2016 και μετά περί της μη βιωσιμότητάς του αποδεικνύουν το μέγεθος του εγκλήματος σε βάρος του ελληνικού λαού από το πολιτικό σύστημα. Αποδέχθηκαν λύσεις μη βιώσιμες, ειδικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μεταφέροντας την εξυπηρέτησή του στο μέλλον, απλά και μόνο για να έχουν το «κεφάλι τους ήσυχο» στην περίοδο της δικής τους διακυβέρνησης. Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις γονάτισαν τον λαό στο όνομα της εξυπηρέτησης ενός μη βιώσιμου χρέους. Παράλληλα έχουν ετοιμάσει μια βόμβα στις επόμενες γενεές έτοιμη να σκάσει μετά το 2028 (από τότε και μετά έχουν μεταφερθεί οι σημαντικές πληρωμές) ή και νωρίτερα αν υπάρξει αναταραχή στις διεθνείς αγορές.

Οι εκθέσεις δίνουν το στίγμα των θεσμών που τους συνέταξαν. Οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας συνεχίζονται και τα προβλήματα «αντιμετωπίζονται» με επιμήκυνση του χρονικού ορίζοντα των λύσεων και μεγάλες αβεβαιότητες ως προς το αποτέλεσμα

Η έκθεση της Κομισιόν

Η έκθεση της Κομισιόν κινείται σε διαφορετικό «μήκος κύματος». Λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές «ισορροπίες» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η έκθεση φροντίζει να τις διατηρήσει ώστε να μην βρεθεί κανείς «παραπονούμενος».

Σε πρώτο επίπεδο η έκθεση αποδίδει εύσημα στην κυβέρνηση για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Γίνεται αναφορά σε περιπτώσεις που η κυβέρνηση υπερέβη τους στόχους, παράλληλα όμως κρίνεται αρνητική η αναστολή του ΦΠΑ στην οικοδομή. Επίσης εκτιμούνται θετικά οι προετοιμαζόμενες αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες που θα έχουν σαν συνέπεια τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης κατά 20% και την αύξηση των εσόδων κατά 500 εκ. ευρώ.

Εκτιμά την ανάπτυξη στην Ελλάδα στο 1,8% για το 2019 και στο 2,3% το 2020, έναντι 1,2% που προβλέπεται να είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη (2020). Επισημαίνει όμως ότι παραμένουν τεράστια προβλήματα στους τομείς των επενδύσεων, παραγωγικότητας, κόκκινων δανείων και εξωτερικού ισοζυγίου που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και να μειωθεί το ποσοστό της ανεργίας. Επισημαίνει ότι παρά τη θετική αύξηση της απασχόλησης τα ποσοστά της ανεργίας και της ανεργίας των νέων εξακολουθούν να είναι τα υψηλότερα στην Ε.Ε.

Για τις τράπεζες εκτιμά ότι το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (43,6% τον Ιούνιο 2019, 75,4 δισ. ευρώ) παραμένει υψηλό και πρέπει να υποχωρήσει στο 19,2% στο τέλος 2021. Επίσης η ποιότητα των κεφαλαίων τους κρίνεται αδύναμη καθώς περιλαμβάνει μεγάλο όγκο από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Ζητά να ληφθούν μέτρα για να μηδενιστεί το στοκ των εκκρεμών υποθέσεων στα ειρηνοδικεία για το νόμο Κατσέλη, να ενισχυθούν οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και να δημιουργηθεί δευτερογενής αγορά για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών ισορροπιών και σκοπιμοτήτων, σε αντίθεση με το ΔΝΤ, εκτιμάται βιώσιμο. Εκτιμά όμως η Κομισιόν ότι το υψηλό επίπεδο του δημοσίου χρέους εξακολουθεί να επιβαρύνει την οικονομία και κάνει την Ελλάδα ευάλωτη στις μεταβολές των διεθνών οικονομικών συνθηκών, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησής του μακροπρόθεσμα.

Οι δύο εκθέσεις δίνουν το στίγμα των θεσμών που τους συνέταξαν, των σκοπιμοτήτων και των πολιτικών τους. Οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας συνεχίζουν να υπάρχουν και τα μεγάλα προβλήματα «λύνονται» με τον πιο δύσκολο τρόπο, εκείνο της επιμήκυνσης του χρονικού ορίζοντα των λύσεων, με μεγάλες αβεβαιότητες στο τελικό αποτέλεσμα.

Το ΔΝΤ συνεχίζει να βάζει θέμα μη βιωσιμότητας του χρέους και συνεπώς θίγει το θέμα της διαγραφής. Στην Ε.Ε. το θέμα είναι ταμπού και έτσι οι εκθέσεις «διαπιστώνουν» τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, υποχείρια των εντολών του ευρω-διευθυντηρίου, προσαρμόζονται και εκτελούν τις εντολές και τον ελληνικό λαό. Κλείνουμε πλέον το δεκάχρονο στην παρούσα ελληνική κρίση, το πολιτικό σύστημα ακόμα είναι στο «θα»…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!