Η παρέλαση του κουαρτέτου από το συνέδριο του Economist έριξε νέες σκιές στη συμφωνία του Eurogroup – Τα ενεργά ρήγματα μεταξύ των δανειστών και η αυτολογοκρισία μέχρι τις γερμανικές εκλογές

 του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση που έκλεισε πριν 15 μέρες στο Λουξεμβούργο, ξανάνοιξε διάπλατα τις προηγούμενες μέρες μέσω… Λαγονησίου. Το συνέδριο του Economist αποτέλεσε πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους δανειστές, ιδιαίτερα τον ESM (δηλαδή το Eurogroup) και το ΔΝΤ, να ξεδιπλώσουν τις ανοικτές διαφωνίες τους, δημιουργώντας σοβαρές αμφιβολίες για την «αποτελεσματικότητα» της συμφωνίας της 15/6.

Το ΔΝΤ, δια της Βέλια Βελκουλέσκου, αμφισβήτησε τα θεμελιώδη της συμφωνίας, την οποία υποτίθεται ότι χαιρέτισε το Ταμείο και η Κριστίν Λαγκάρντ προσωπικά: το ΔΝΤ δεν πιστεύει ότι μακροπρόθεσμα η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πλεονάσματα άνω του 1,5% και ανάπτυξη άνω του 1% (σε αντίθεση με τις προβλέψεις της συμφωνίας για 2% και 1,5% αντίστοιχα), αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα του συμφωνημένου πλεονάσματος 3,5% μέχρι το 2022, ακόμη κι αν αυτό επιτευχθεί, θεωρεί ότι μακροπρόθεσμα η Ελλάδα θα βρεθεί ενώπιον μεγάλου δημογραφικού κενού (άρα, θα έχει εκ νέου πρόβλημα με το ασφαλιστικό) και υπογραμμίζει ότι το θέμα του ελληνικού χρέους πρέπει να αντιμετωπιστεί «άπαξ και δια παντός». Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των προειδοποιήσεων του ΔΝΤ είναι ότι, εάν οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν παράσχουν τη σαφήνεια που ζητάει το Ταμείο για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα του χρέους, στις 27 Ιουλίου θα είναι δύσκολο να πάρει απόφαση για την «κατ’ αρχήν έγκριση», τη συμφωνία «stand by χρηματοδότησης». Τότε, ποιος ο λόγος να υπογράψει η Ελλάδα το ξεχωριστό Μνημόνιο με το ΔΝΤ (MFEP) που προετοιμάζεται πυρετωδώς;

 

Οι γερμανικοί χρησμοί

Η γερμανική πλευρά υποτίθεται ότι έκανε αυτό που της αναλογεί: με συνοπτικές διαδικασίες η Επιτροπή Προϋπολογισμού (και όχι η Ολομέλεια) της γερμανικής βουλής ενέκρινε την εκταμίευση της δόσης, εκτιμώντας ότι κινείται εντός της αρχικής εντολής στη γερμανική κυβέρνηση για συμμετοχή στο τρίτο πρόγραμμα δανεισμού. Η απόφαση βασίστηκε σε μιαν ατεκμηρίωτη βεβαιότητα ότι το ΔΝΤ θα συμμετάσχει τελικά στο πρόγραμμα.

Έχει όμως ενδιαφέρον το πώς απαντά η γερμανική κυβέρνηση στην ένσταση ότι το ΔΝΤ περιμένει «λεπτομέρειες για το χρέος» μέχρι 27 Ιουλίου. Ο Γερμανός υφυπουργός Οικονομικών Γενς Σπαν, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο της Deutsche Welle, ανέφερε: «Το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους θα εξεταστεί τους επόμενους μήνες υπό το πρίσμα της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Σε περίπτωση που σημειώσει αναπτυξιακούς ρυθμούς θα μειωθεί και το συνολικό βάρος του χρέους». Η απάντηση περιέχει αντιφατικές πληροφορίες: Οι «επόμενοι μήνες» κατά τους οποίους το Βερολίνο είναι διατεθειμένο να συζητήσει το θέμα της βιωσιμότητας είναι οι μήνες μετά τις γερμανικές εκλογές (αλλά πόσοι;). Αυτός είναι ένας προβλέψιμος συμβιβασμός με το ΔΝΤ, που μπορεί να καθυστερήσει για 2-3 μήνες την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Από την άλλη πλευρά, η συνάρτηση της ελάφρυνσης του χρέους με τις αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας αναφέρεται μεν στη γαλλική πρόταση που ενσωματώθηκε στη συμφωνία του Λουξεμβούργου για διακύμανση των ελαφρύνσεων του χρέους ανάλογα με την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά ταυτόχρονα παραπέμπει το θέμα στις καλένδες. Γιατί είναι δεδομένη η διαφωνία του ΔΝΤ με τις ευρωπαϊκές εκτιμήσεις για την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες.

 

Η «αλληλέγγυα» ΕΚΤ

Η συνεχιζόμενη διένεξη μεταξύ Ευρωπαίων δανειστών και ΔΝΤ αποκαλύπτει πόσο εύθραυστος είναι ο πολιτικός συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup. Αλλά δεν είναι η μόνη ένδειξη γι’ αυτό. Εκτός του ανοικτού διατλαντικού ρήγματος, ενεργό παραμένει και το ενδοευρωπαϊκό ρήγμα. Με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από ποτέ η ηγεσία της ΕΚΤ ουσιαστικά απέκλεισε το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το προσεχές διάστημα, με την απάντηση Ντράγκι στην ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή. Ο Ντράγκι ουσιαστικά αποδόμησε την απόφαση του Eurogroup για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, υπογραμμίζοντας ότι είναι ανεπαρκή για να συντάξει τη δική της «ανεξάρτητη» έκθεση βιωσιμότητας (DSA) η ΕΚΤ. Και δεν έθεσε κανένα χρονοδιάγραμμα για τη σύνταξή της ούτε έθεσε κάποια προθεσμία στο Eurogroup για να συγκεκριμενοποιήσει τα μέτρα για το χρέος εντός του χρονικού ορίζοντα του QE, που εντός του 2018 θα αρχίσει η αντιστροφή του. Η στάση της ΕΚΤ είναι μια κίνηση «αλληλεγγύης» προς το ΔΝΤ, αλλά έτσι κι αλλιώς κανένας από τους δυο δεν είναι διατεθειμένος να αυξήσει πολύ τις εντάσεις μέχρι τις γερμανικές εκλογές. Αρκούνται απλώς να διαχωρίζουν τη θέση τους.

Ο μόνος που έχει το γερμανικό «πράσινο φως» να σηκώνει το γάντι και ν’ απαντά σε τυχόν προκλήσεις είναι ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ. Στο πέρασμά του από το Λαγονήσι, στο συνέδριο του Economist, έκανε αυστηρό «πολιτικό μάθημα» στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καταλογίζοντάς της από τη μια πλευρά το «πισωγύρισμα» του 2015, εξαίροντας από την άλλη την πολιτική προσαρμοστικότητα που επέδειξε αργότερα. Το «μάθημα» περιέλαβε και την ενθάρρυνση, για μια ακόμη φορά, για έξοδο στις αγορές πριν το τέλος του προγράμματος, αλλά και μια προειδοποίηση για το σε τι συνίσταται αυτό το «τέλος»: μπορεί να μη ζητηθούν επιπλέον μέτρα, αλλά η υποχρέωση της Ελλάδας για «μεταρρυθμίσεις» θα συνεχιστεί και μετά το 2018. Αυτό είναι μια υπενθύμιση για τον αυξημένο εποπτικό ρόλο που θέλει η γερμανική ηγεσία να αναλάβει ο ESM στις χώρες της Ευρωζώνης.

 

Τα μυστήρια της «καθαρής εξόδου»

Με τα δεδομένα αυτά, αφού ούτε το QE βρίσκεται στον ορίζοντα, ούτε πρόθεση υπάρχει για συγκεκριμενοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους πριν τις γερμανικές εκλογές, η κυβέρνηση αγκιστρώνεται στο τελευταίο συστατικό του success story που παραμένει ανοικτό: την έξοδο στις αγορές, με την αξιοποίηση του θετικού για τις αγορές momentum που διαμόρφωσε η ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναβάθμισε πολιτικά τον στόχο, με τη δημόσια τοποθέτησή του στο Λαγονήσι, στο συνέδριο του Economist: «Η Ελλάδα δεν θα βγει προστατευμένη στις αγορές, αλλά με το σπαθί της. Γι’ αυτό δεν θα αναζητήσουμε προληπτική γραμμή στήριξης με νέες δεσμεύσεις, αλλά θα βγούμε καθαρά στις αγορές». Τι σημαίνει «καθαρή έξοδος» δεν είναι σαφές. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον η διαβεβαίωση ότι δεν θα αναζητηθεί «προληπτική γραμμή στήριξης» για την έξοδο στις αγορές. Ποια ανάγκη υπαγόρευσε αυτήν την αναφορά; Σε ποιον απαντούσε ο πρωθυπουργός μ’ αυτήν; Η «προληπτική γραμμή στήριξης» είναι μια από τις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης που προσφέρει ο ESM σε χώρες της Ευρωζώνης με προβλήματα πρόσβασης στον δανεισμό. Άραγε, ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, στο πέρασμά του από την Αθήνα, άρχισε ήδη να υποβάλλει αυτή την ιδέα στην κυβέρνηση; Ή μήπως αυτή η ιδέα φωτίζει το πώς πρακτικά θα εφαρμοστεί η τελευταία παράγραφος της απόφασης του Eurogroup στο Λουξεμβούργο που αναφέρει ότι μέρος των επόμενων δανειακών δόσεων θα χρησιμοποιηθεί ως κάλυμμα για τον δανεισμό της χώρας από τις αγορές; Μήπως αυτό εννοεί και ο Γ. Στουρνάρας ότι χωρίς διευθέτηση η εκκρεμότητα του χρέους, είναι ορατός ο κίνδυνος νέου Μνημονίου; Και μήπως αυτό εννοούσε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Γερμανός Ευρωβουλευτής Μάνφρεντ Βέρνερ, δηλώνοντας ότι «η Γερμανία θα προσφέρει ελάφρυνση χρέους, αλλά όχι σε αυτή, σε άλλη κυβέρνηση»; Αν οι δανειστές έχουν ήδη αρχίσει να πιέζουν για ένα… μεταμνημονιακό μνημόνιο, το ελάχιστο που οφείλει η κυβέρνηση κι όποιος άλλος έχει λάβει το μήνυμα είναι να μας το πει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!