Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας και το «πολιτικό παίγνιο»

του Πέτρου Ι. Μιλιαράκη*

 

Η «συγκυβέρνηση» και το «όλον σύστημα» στήριξης με αφορμή και αιτία τις Eυρωεκλογές, υποχρεώνονται όχι μόνο σε διαχείριση της κρίσης με «ανούσιες τακτικές» (π.χ. ανασχηματισμός της κυβέρνησης), αλλά επιδίδονται (δυστυχώς) και στο «πολιτικό παίγνιο» που αφορά το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενόψει της επερχόμενης εκλογής νέου αρχηγού του κράτους.

Από την κατάργηση της μοναρχίας στην Ελλάδα, η μεταπολίτευση επέβαλε νέα πολιτική τάξη με αιρετό μεν Πρόεδρο, εμμέσως όμως εκλεγόμενο. Η μορφή του πολιτεύματος που αφορά και στο σκληρό πυρήνα του Συνταγματικού Δικαίου είναι η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Συνεπώς, το πολίτευμα αφενός είναι Κοινοβουλευτικό και αφετέρου μη Προεδρικό, αλλά Προεδρευόμενο. Ως εκ τούτου, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από και διά του Κοινοβουλίου, δεν μπορεί να «καταργηθεί» προκειμένου να «θεσπισθεί» διαδικασία άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα.

Ενταύθα ας μου επιτραπεί να παρέμβω και ως μέλος της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων, για να καταστήσω σαφές (κατά το μέρος που με αφορά), ότι εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας κατ’ ευθείαν από το Εκλογικό Σώμα είναι ανεπίτρεπτη και όσοι φιλολογούν και μεριμνούν περί αυτό το ζήτημα, κινούνται σε απολύτως εξωθεσμικό πλαίσιο, εκτός κι αν επιδιώκουν Συντακτική Συνέλευση ή αγνοούν βασικά δεδομένα του Συνταγματικού Δικαίου και μάλιστα αγνοούν διατάξεις που αφορούν στη μορφή του πολιτεύματος, οι οποίες σε καμία περίπτωση είναι αναθεωρητέες.

 

Αφορά αποκλειστικά τη Βουλή

Ως εκ τούτου, το όλο βάρος σεβασμού στο θεσμό, αλλά και προάσπισης του κύρους του αρχηγού του κράτους και ρυθμιστή του πολιτεύματος, εμπίπτει και αφορά αποκλειστικώς το Κοινοβούλιο και τον τρόπο που αυτό πολιτεύεται ως προς την εκλογή και νομιμοποίηση του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας.

Στην παρούσα φάση του πολιτικού γίγνεσθαι είναι πρόδηλο το ψυχικό άλγος των φυσικών προσώπων της συγκυβέρνησης που διαχειρίζονται την κρίση η οποία τους προέκυψε μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Το πολιτικό σύστημα της συγκυβέρνησης εστιάζει και πολιτεύεται όλο και περισσότερο πάνω σε δύο (2) κύριους άξονες:

α) Στον άξονα που θέλει να απενεργοποιηθεί η δυναμική των αντιμνημονιακών-δημοκρατικών κομμάτων και δυνάμεων (προφανώς με κύρια αν όχι αποκλειστική αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ) ώστε να μην επιταχυνθούν οργανωτικές και άλλες διαδικασίες ενόψει επερχόμενων εκλογών και

β) στον άξονα παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, ώστε να εξασφαλισθεί η ποθητή (ελάχιστη) πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, προκειμένου να αναδεχθεί από την παρούσα Βουλή ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Με την τακτική αυτή επιδιώκεται να εξασφαλισθούν οι «εκατόν ογδόντα» («180») ψήφοι, ώστε μετά τις σχετικές ψηφοφορίες, να υπάρξει καταληκτική ψηφοφορία προκειμένου να εκλεγεί ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την απαιτούμενη ελάχιστη νομιμοποίηση.

 

Το «αντίτιμο»

Με βάση την προαναφερόμενη διάκριση:

α) Ο πρώτος άξονας προφανώς λειτουργεί στη «λογική» της κατά το δυνατόν μεγαλύτερης παράτασης παραμονής στις «κατεχόμενες θέσεις» των «Επιτελών» του συστήματος και

β) ο δεύτερος άξονας, προφανώς αφορά διαβουλεύσεις, με «αντίτιμα» (αυτό διδάσκει η πολιτική ιστορία) σε όσα Μέλη του Κοινοβουλίου, αν και δεν ανήκουν ήδη στα κόμματα της συγκυβέρνησης, στέρξουν να παράσχουν την αναγκαία στήριξη. Η στήριξη αυτή αφορά είτε ένταξη σ’ ένα από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, είτε απλή διά της ψηφοφορίας συμμετοχή στη συγκρότηση της ελάχιστης πλειοψηφίας των «εκατόν ογδόντα» («180»). Το «αντίτιμο», δε, προδήλως θα αφορά παράταση του βίου της ιδιότητας του προσχωρούντος στη συγκεκριμένη διαδικασία βουλευτή ή άλλως την καλλιέργεια ψευδαίσθησης ως προς την ενδεχόμενη επανεκλογή του.

Έτσι, με βάση τα προαναφερόμενα, εντάσσεται ευθέως ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας στο «πολιτικό παίγνιο» καθιστώντας με τον τρόπο αυτό την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ως αμέσως συναρτώμενη με πολιτικές παροχές και αντιπαροχές, πράγμα που σημαίνει όχι μόνο υποβάθμιση των διαδικασιών, αλλά και πρόταξη του προσωπικού και κομματικού συμφέροντος έναντι του κύρους του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ωστόσο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να μην είναι το ανώτατο όργανο της Πολιτείας, καθόσον το ανώτατο όργανο της Πολιτείας είναι το εκλογικό σώμα (που σημαίνει ότι στον κάθε πολίτη ανήκει το αυτό ποσοστό κυριαρχίας), ασφαλώς όμως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αρχηγός του κράτους και ο ρυθμιστής του πολιτεύματος.

(Ενταύθα παρενθετικώς επιβάλλεται να τονισθεί η διάκριση ανάμεσα στο ανώτατο όργανο της Πολιτείας που είναι το εκλογικό Σώμα, το οποίο νομιμοποιεί το σύνολο των διαδικασιών και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που είναι αρχηγός του κράτους και ρυθμιστής του πολιτεύματος. Επιβάλλεται δηλαδή, να μην συγχέεται η έννοια του ανωτάτου οργάνου με εκείνη του αρχηγού του κράτους).

 

Ρυθμιστής  του πολιτεύματος

Τούτων δοθέντων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως ρυθμιστής του πολιτεύματος είναι υποχρεωμένος να ασκεί ακριβώς τις αρμοδιότητες εκείνες, οι οποίες ασκούμενες σκοπό έχουν τη διατήρηση της πολιτειακής τάξης. Τούτο όμως προϋποθέτει (στη δημόσια κριτική) να μην εμφιλοχωρεί καν η υποψία (έστω και υποτυπωδώς) ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του λειτουργεί χάριν και χάρις στις διαδικασίες που συνέβαλαν στην εκλογή του.

Ως κατακλείδα των προαναφερομένων θα πρέπει να επισημειωθούν και τα εξής:

Στο πλαίσιο της διάκρισης των λειτουργιών (και όπου αυτές εν μέρει διασταυρώνονται), θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η οργάνωση των εξουσιών της Πολιτείας και ο τρόπος κατανομής τους, αποτελούν την εγγύηση τήρησης του Συντάγματος, αλλά και ως εκ τούτου του πολιτεύματος. Πρώτος δε διδάξας είναι ο Αριστοτέλης (Βλ. Πολιτικά Δ’ 1 «Πολιτεία μεν γαρ έστι τάξις ταις πόλεσιν η περί τας αρχάς, τίνα τρόπον νενέμηνται…»).

Επειδή, δε, η νομιμοποίηση του Προέδρου της Δημοκρατίας προέρχεται κατ’ ευθείαν από το Κοινοβούλιο, θα πρέπει η κοινοβουλευτική διαδικασία της εκλογής του να είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε υποψία πολιτικής παροχής και αντιπαροχής και εν γένει «πολιτικού παιγνίου».

Τέλος, στα προαναφερόμενα συλλειτουργεί και το δεδομένο ότι σε επίπεδο πολιτικής ουσίας αλλά και πολιτικής και ηθικής τάξης, ο συσχετισμός δυνάμεων των Ευρωεκλογών δεν νομιμοποιεί τις προαναφερόμενες διαδικασίες του «πολιτικού παιγνίου» για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Αντιθέτως, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από Κοινοβούλιο που προέρχεται από πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία θα αφορά νομιμοποίηση του Αρχηγού του Κράτους κατά το μάλλον και μάλλον συστοιχούμενη με τη δημοκρατική Αρχή, που αφορά θεμελιώδη βάση του πολιτεύματος.

 

Υποσημειώσεις

Βλ. ενδεικτικώς αντί πολλών:

Α. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα (1980),

Δ. Τσάτσος Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα (1982),

Γ. Κασιμάτης, Δημοκρατία και πολιτικά κόμματα, στις Μελέτες Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα (1996),

Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Π.Μ. Σάκκουλας (2014),

J. Alder, Constitutional and Administrative Law, MacMillan Education LTD (1989),

M. Elliott- R. Thomas, Public Law, Oxford University Press (2011),

N. Howard, Constitutional Law, Routledge London and New York (2013)

 

* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια (Στρασβούργου και Λουξεμβούργου). Ανήκει στην Οργάνωση Μελών ΣΥΡΙΖΑ Βιάννου και είναι Μέλος του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!