Ο Γιάννης Ιωαννίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Stanford της Καλιφόρνια και θεωρείται τα τελευταία χρόνια κορυφαίος στην επιδημιολογία στις ΗΠΑ και διεθνώς. Έγινε όμως γνωστός στο ευρύ κοινό μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου με τον βαρύγδουπο τίτλο «Είναι το μεγαλύτερο φιάσκο του αιώνα;» αμφισβητώντας αυτό καθαυτό το βάρος της πανδημίας. Το άρθρο αναρτήθηκε δύο μήνες πριν στο Statnews.com, δημιουργώντας έκτοτε τη στέρεα επιστημονική πλατφόρμα πάνω στην οποία πατούν όλα τα κινήματα άρνησης της καραντίνας στον δυτικό κόσμο.

Με μια πρόσφατη έρευνα, ο Γιάννης Ιωαννίδης επιχείρησε να τεκμηριώσει όσα υποστήριζε. Συγκεκριμένα, προχώρησε με την ομάδα του σε επιδημιολογική έρευνα σχετικά με τον επιπολασμό του κορωνοϊού σε 3.300 κατοίκους της πόλης Σάντα Κλάρα της Πολιτείας της Καλιφόρνια. Με την έρευνα επιχείρησε να αποδείξει ότι τα κρούσματα του ιού είναι πολύ περισσότερα από όσα καταγράφονται, άρα και η θνησιμότητά του πολύ χαμηλότερη από αυτήν που εκτιμάται έως τώρα.
Σχετικά με την έρευνα όμως, υπήρξαν δύο άλλες αποκαλύψεις.

Πρώτο, ένα σκάνδαλο με ευρείες επιστημονικές πολιτικές και ηθικές διαστάσεις. Με πέτρα του σκανδάλου, την ενδημούσα στην ιατρική έρευνα παράβλεψη του κανόνα αναγνώρισης της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εκείνων που χρηματοδοτούν μια έρευνα και εκείνων που τη διεξάγουν. Συγκεκριμένα, αποδείχτηκε ότι από τους χρηματοδότες της έρευνας ήταν ο Ντέιβιντ Νίλμαν, επιχειρηματίας και ιδρυτής εταιρίας αερογραμμών. Ο Νίλμαν, από το ξέσπασμα της πανδημίας, επιμένει ότι ο κορωνοϊός δεν είναι τόσο θανατηφόρος ώστε να δικαιολογεί την καραντίνα και τα μέτρα, προτάσσοντας τη σωτηρία των αεροπορικών επιχειρήσεων.

Δεύτερο. Ο αυστηρός, ο αδέκαστος κριτής όλων των επιδημιολογικών μελετών της υφηλίου, εκείνος που κοσκινίζει κάθε δημοσίευση των πλέον έγκυρων ιατρικών περιοδικών βγάζοντας προβληματικές τις περισσότερες, προχωρά στην προδημοσίευση της μελέτης «Σάντα Κλάρα» για τον κορωνοϊό, η οποία από μεθοδολογικής πλευράς αποδεικνύεται ανεπαρκέστατη. «Μέθοδος τσαπατσούλικη», «πρόχειρες στατιστικές αναλύσεις» και «εγχειρίδιο όσων δεν πρέπει να κάνουμε στη στατιστική», είναι μερικά μόνο από τα αρνητικά σχόλια Αμερικανών συναδέλφων του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος:

1. Ψεύδεται ασύστολα όταν ισχυρίζεται ότι αγνοούσε πως ο Ντέιβιντ Νίλμαν ήταν χρηματοδότης της έρευνας. Ο ίδιος ο Νίλμαν ομολογεί ότι αυτός είχε φροντίσει να ξεκινήσει η συγκεκριμένη έρευνα για να σωθούν περισσότερες από 40.000 θέσεις εργασίας στις αεροπορικές του εταιρίες. Ο Νίλμαν δηλώνει ότι ανακάλυψε ως λύση «τρεις εκπληκτικούς, αφοσιωμένους καθηγητές του Stanford, τους Τζέι Μπατατσάρια, Έραν Μπεντάβιντ και τον Δρ. Ιωαννίδη». Η τριπλέτα θα έβγαζε τον κορωνοϊό ακίνδυνο, και η κυβέρνηση Τραμπ θα επέτρεπε ξανά τις πτήσεις ώστε ο… πονόψυχος Νίλμαν να σώσει από την ανεργία και την πείνα όσους είχε στη δούλεψή του. Καταπληκτικό ντηλ.

2. Ψεύδεται φανερά, όταν ισχυρίζεται πως «δεν γνώριζε το συνολικό κόστος της έρευνας». Εδώ τον διαψεύδουν η απλή λογική, οι εμπειρίες που διαθέτει κάθε γιατρός ο οποίος έχει κάνει έρευνα. Χωρίς συγκεκριμένο προϋπολογισμό, χωρίς διασφάλιση μιας ελάχιστης πλην επαρκούς χρηματοδότησης, δεν αρχίζεις καμιά έρευνα, δεν κάνεις τίποτα. Όλοι στην ομάδα του, πολύ περισσότερο ο Ιωαννίδης ως επικεφαλής της, γνώριζαν υποχρεωτικά με πόσα δολάρια θα δούλευαν.

3. Αυτογελοιοποιείται όταν –για να αποφύγει τη σύγκρουση συμφερόντων λόγω της χρηματοδότησής του από ένα μεγαλοκαρχαρία– καταφεύγει στα περί «ανωνύμων δωρεών» που στήριξαν την έρευνά του. Μένοντας… ανώνυμος υποτίθεται, ο Νίλμαν ήταν σε θέση να συναντά τους ερευνητές στη διάρκεια της έρευνας, να αλληλογραφεί με email μαζί τους, να δέχεται τις θερμές ευχαριστίες τους και πρόθυμος να τους πληροφορεί ότι είναι χρηματοδότης τους. Τα περί 5.000 δολαρίων που αναφέρει ο Νίλμαν ως συμβολή του στην έρευνα, είναι βεβαίως μόνο για αφελείς, μιας και τα μηδενικά είναι πολύ περισσότερα όταν παίζονται τέτοια συμφέροντα.

Δεν γνωρίζουμε πώς τελικά θα χειριστούν το σκάνδαλο της σύγκρουσης συμφερόντων το Πανεπιστήμιο του Stanford και η εκεί Ιατρική Σχολή ή το FDA. Εκείνο που μας αφορά είναι οι ολοένα αναπτυσσόμενες συνεπιδράσεις μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από τη μια και ενός επίσημου ακαδημαϊκού λόγου από την άλλη…

4. Εκτίθεται ως επιστήμονας, όταν δέχεται να χρησιμοποιεί τα κινέζικα τεστ αντισωμάτων με τα οποία διεκπεραίωσε την έρευνα, χωρίς να τα στείλει για πιστοποίηση στον FDA (τον οργανισμό τροφίμων και φαρμάκων των ΗΠΑ), κάτι που ήταν το πλέον αυτονόητο από όσα όφειλε να κάνει.

5. Εκτίθεται επίσης ως επιστήμονας όταν η Τάια Γουάνγκ, διευθύντρια στο εργαστήριο της Νέα Υόρκης που ήταν το αρμόδιο για αξιολόγηση των τεστ, στην οποία κατέφυγε λίγο πριν την ολοκλήρωση της έρευνας, ανακαλύπτει προβλήματα ακρίβειας και αυτός αγνοεί εντελώς τις παρατηρήσεις της. Δεν τον ταρακουνάει ούτε το γεγονός ότι η διευθύντρια του εργαστηρίου αρνήθηκε να μπει το όνομα της στη δημοσίευση. Η Γουάνγκ, που κράτησε ζωντανή και ακέραια την επιστημονική της αξιοπρέπεια, αποκάλυψε ότι ο Νίλμαν πίεζε για την ολοκλήρωση της έρευνας («ο χρόνος είναι ύψιστης σημασίας» έγραψε σε ένα email του) αλλά και πρότεινε γενναία χρηματοδότηση στο εργαστήριο, την οποία η Γουάνγκ αρνήθηκε.

6. Τέλος, εκτίθεται και πάλι ως επιστήμονας με την απαξιωτική στάση της ομάδας του απέναντι στις επιφυλάξεις που εξέφρασε ο παθολόγος Σκοτ Μπόιντ για την αξιοπιστία των τεστ, ο οποίος προς τιμήν του αρνήθηκε επίσης να μπει το όνομά του στην προδημοσίευση της «έρευνας».
Δεν γνωρίζουμε πώς τελικά θα χειριστούν το σκάνδαλο της σύγκρουσης συμφερόντων το Πανεπιστήμιο του Stanford και η εκεί Ιατρική Σχολή ή το FDA. Εκείνο που μας αφορά είναι οι ολοένα αναπτυσσόμενες συνεπιδράσεις μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από τη μια και ενός επίσημου ακαδημαϊκού λόγου από την άλλη, όταν ο «σύνδεσμος-γέφυρα» ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι κοινωνικά ρεύματα συντηρητικών ιδεών και –ιδεολογικά αντίστοιχα– κινήματα δικαιωματικών αντιστάσεων. Σε αυτή τη συγκυρία, οι εν λόγω συνεπιδράσεις είναι κάτι παραπάνω από επικίνδυνες.

Ο Γιάννης Ιωαννίδης αποτελεί τελευταία το χαϊδεμένο παιδί του Τραμπισμού και οι στενότεροι συνεργάτες του είναι τακτικοί θαμώνες του αντιδραστικότερου ΜΜΕ των ΗΠΑ, του FoxNews. Η Προεδρία Τραμπ, όλος ο επιχειρηματικός κόσμος των ΗΠΑ, και μαζί τους δεξιά ή ακροδεξιά κινήματα της χώρας (από τους υπερασπιστές της χωρίς ελέγχου οπλοφορίας μέχρι διάφορες θρησκευτικές σέχτες και κινήσεις κατά της χρήσης μασκών και της καραντίνας) κραδαίνουν τα πορίσματα της έρευνας του Γιάννη Ιωαννίδη με χαρακτηριστικά χάσταγκ όπως #ReopenAmerica, #EndTheLockdown και #BackToWork. Κι αν η πραγματικότητα διαψεύδει τη στρατευμένη «επιστήμη», φαίνεται ότι τα συμφέροντα είναι ισχυρά και ικανά να οδηγήσουν σε παράκαμψη κάθε ενδοιασμό, δεοντολογία και μεθοδολογική αυστηρότητα.

Κ.Σ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!