του Νίκου Ρουκλιώτη*

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η μάλλον αισιόδοξη πρόβλεψη ότι ο Ν. 4808/2021 (Νόμος Χατζηδάκη) θα ολοκλήρωνε την «αντιμεταρρύθμιση» στο εργατικό δίκαιο έρχεται να διαψευσθεί από το περιεχόμενο του προς ψήφιση εργασιακού νομοσχεδίου με τίτλο: «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιουνίου 2019 για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Απλοποίηση ψηφιακών διαδικασιών και ενίσχυση της Κάρτας Εργασίας – Ρυθμίσεις για την αναβάθμιση της επιχειρησιακής λειτουργίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της Επιθεώρησης Εργασίας». Ο εύσχημος και παραπειστικός τίτλος του εν λόγω νομοσχεδίου περί της δήθεν διασφάλισης διαφανών και προβλέψιμων όρων εργασίας στο πλαίσιο ενσωμάτωσης της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2019/1152, δεν θα ήταν ποτέ ικανός να συγκαλύψει το περιεχόμενο άκρως καινοφανών για το Εργατικό Δίκαιο ρυθμίσεων, που επί της ουσίας αποτελούν επί μέρους εφαρμογή του Σχεδίου Πισσαρίδη και του Σχεδίου Ελλάδα 2.0, δηλαδή της στρατηγικής για την περαιτέρω εμβάθυνση στην ευελιξία της εργασίας στο πλαίσιο της ευαγγελιζόμενης «μεγάλης επανεκκίνησης» που στην Ελλάδα τουλάχιστον αποκαλύπτει την πλήρη επικυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στο επίπεδο του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος

Έτσι, μετά τις κρίσιμες απορρυθμιστικές νομοθετικές παρεμβάσεις στο σύστημα προστασίας των ατομικών σχέσεων εργασίας και κυρίως στο σύστημα της συλλογικής αυτονομίας και των όρων άσκησης του συνδικαλιστικού δικαιώματος, ο απορρυθμιστικός οίστρος της σημερινής κυβέρνησης κορυφώνεται με το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο βάλλει κατά της προστατευτικής αξίωσης του Εργατικού Δικαίου, κυρίως σε ό, τι αφορά τον χρόνο εργασίας ως πρωταρχικό όρο της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, τόσο με την πρόβλεψη μέτρων καταστρατήγησης της πενθήμερης απασχόλησης και των νομοθετημένων ελάχιστων χρονικών ορίων απασχόλησης, όσο κυρίως με την εισαγωγή των «συμβάσεων μηδενικών ωρών» (“zero hours contracts”) που στην περίπτωση του νομοσχεδίου προσλαμβάνουν τον τίτλο της «ελάχιστης προβλεψιμότητας της εργασίας».

Τούτο, δε, χωρίς να διαλάθουν της προσοχής μας άλλες ρυθμίσεις του επίμαχου νομοσχεδίου που αφορούν επί παραδείγματι την πρόβλεψη της αυτοδίκαιης λύσης των συμβάσεων εργασίας κατά την ολοκλήρωση της εξάμηνης δοκιμαστικής απασχόλησης, γεγονός που συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος επιδότησης των εργαζομένων λόγω ανεργίας ή πολύ περισσότερο την ποινικοποίηση του δικαιώματος στην απεργία που έρχεται σε συνέχεια της ρύθμισης του άρθρου 93 παρ. 4 Ν. 4808/2021 (Νόμος Χατζηδάκη), με την οποία κατοχυρώθηκε το δικαίωμα του εργοδότη να διακόψει την απεργία σε περίπτωση που το απεργούν συνδικάτο δεν λαμβάνει μέτρα προστασίας των απεργοσπαστών.

Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, η ρευστοποίηση του χρόνου εργασίας ως συστατικού στοιχείου της σύμβασης εργασίας έρχεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα της ευρύτερης χωροχρονικής αποσταθεροποίησης της εργασίας στο πλαίσιο της προϊούσας ψηφιακής επανάστασης (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση – Ψηφιοποίηση, ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη», εκδ. Σάκκουλα, 2019, και του ίδιου, «Καπιταλιστική Αναδιάρθρωση – Καταστάσεις Έκτακτης Ανάγκης και Εργασία», εκδ. Σάκκουλα, 2023).

Εξάλλου, ο τίτλος της συγκεκριμένης διάταξης δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η «ελάχιστη προβλεψιμότητα της εργασίας» είναι στην πραγματικότητα ανάλογη της μέγιστης δυνατής προβλεψιμότητας κέρδους για τον εργοδότη και αντιστρόφως ανάλογη της ελάχιστης προβλεψιμότητας των όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης για τον εργαζόμενο. Έτσι, η εισαγωγή ενός τέτοιου υβριδικού μοντέλου απασχόλησης, όπως είναι αυτό της σύμβασης μηδενικών ωρών αποτελεί στην πραγματικότητα έκφανση της μετάβασης από την “flexicurity”, δηλαδή την ευελιξία στην αγορά εργασίας με στοιχειώδη ασφάλεια για τον εργαζόμενο, στην “flexiprecarity”, η οποία υποδηλώνει την υποταγή της μισθωτής εργασίας στις ανάγκες της ευέλικτης – ψηφιοποιημένης καπιταλιστικής επιχείρησης.

Η σύμβαση μηδενικών ωρών

Με τη διάταξη του άρθρου 10 του νομοσχεδίου, που έχει ως τίτλο: «Ελάχιστη προβλεψιμότητα εργασίας – προστατευτικά μέτρα – Προσθήκη άρθρου 182Α στον Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (Άρθρα 10 και 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152» εισάγεται ένα ιδιόμορφο μοντέλο οργάνωσης του χρόνου εργασίας, το οποίο στην πραγματικότητα καταλύει τον κανόνα του εκ των προτέρων προσδιορισμού του χρόνου εργασίας και του προσδοκώμενου ελάχιστου μισθού είτε στο πλαίσιο της πλήρους είτε στο πλαίσιο της μερικής απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, με τις προβλέψεις της συγκεκριμένης διάταξης νομιμοποιούνται οι «συμβάσεις κατά παραγγελία» ή ακριβέστερα οι «συμβάσεις μηδενικών ωρών». Περαιτέρω, δε, ως προς τη μόνιμη επωδό του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ότι η ρύθμιση αυτή ενσωματώνει κοινοτική οδηγία, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κοινοτική οδηγία δεσμεύει μεν ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά όχι ως προς τον τύπο και τα μέσα επίτευξης του, γεγονός που συνεπάγεται την ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη να προβλέψει περιορισμούς και προστατευτικές για τον εργαζόμενο ρυθμίσεις. Ωστόσο και χωρίς να υποτιμάται η απορρυθμιστική ροπή του κοινοτικού δικαίου σε πείσμα κάθε «ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου», η επίμαχη διάταξη του άρθρου 10 του νομοσχεδίου αποτελεί προϊόν αντιγραφής της κοινοτικής οδηγίας και κατά συνέπεια απουσιάζει από αυτή κάθε προστατευτική για τον εργαζόμενο ρύθμιση.

Παρά τον προσχηματικό τίτλο της εν λόγω διάταξης περί «ελάχιστης προβλεψιμότητας» και της υποτιθέμενης πρόβλεψης «προστατευτικών μέτρων», το νέο αυτό μοντέλο οργάνωσης του χρόνου εργασίας στην ακραία του έκφανση θα ταυτίζεται με τη μέχρι πρότινος μη ανεκτή και αποδοκιμαζόμενη από το Εθνικό Δίκαιο «σύμβαση μηδενικών ωρών» (“zero hour contract”). Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 10 του προς ψήφιση νομοσχεδίου προβλέπεται ως οιονεί προϋπόθεση ότι όταν «το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας του εργαζομένου είναι εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο εργαζόμενος θα είναι υποχρεωμένος να δεχτεί την απασχόλησή του από τον εργοδότη» υπό τον όρο ότι η εργασία παρέχεται «εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφοράς» και υπό τον όρο της προηγούμενης ειδοποίησης του από τον εργοδότη για την ανάθεση εργασίας «σε εύλογο χρόνο που δεν μπορεί να είναι μικρότερος των είκοσι τεσσάρων (24) ωρών πριν από την ανάληψη της εργασίας, πλην περιπτώσεων που δικαιολογούν αντικειμενικά μικρότερο χρόνο προειδοποίησης». Τέλος, δε, ως δήθεν προστατευτικό μέτρο για την απασχόληση του εργαζομένου υπό τους ως άνω όρους που καθιστούν στην πραγματικότητα απροσδιόριστο τον χρόνο εργασίας και την αμοιβή του εργαζομένου, προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 10 του νομοσχεδίου ότι: «τα μέρη υποχρεούνται να συμφωνούν έναν ελάχιστο αριθμό αμειβόμενων ωρών εργασίας, άλλως η σύμβαση είναι άκυρη». Ωστόσο, από τη διάταξη απουσιάζει κάθε άλλος προσδιορισμός αναφορικά με το ποιος θα είναι ο ελάχιστος αριθμός των αμειβόμενων ωρών εργασίας, που υπό άλλους όρους θα συνεπάγονταν μια ελάχιστη μισθολογική κάλυψη για τον εργαζόμενο.

Η διάκριση της «σύμβασης μηδενικών ωρών» από τη «σύμβαση εργασίας με κυμαινόμενο ωράριο»

Από μια πρώτη ανάγνωση της διάταξης του επίμαχου άρθρου, θα μπορούσε ενδεχομένως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για την εισαγωγή στην ελληνική έννομη τάξη της περίφημης “Kapovaz”, δηλαδή «της εργασίας με κυμαινόμενο ωράριο σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχείρησης», η οποία ως ειδικότερη μορφή ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας είχε δεχτεί δικαιολογημένη κριτική από τη νομική θεωρία της Χώρας ήδη από τα τέλη δεκαετίας του 1990 (Βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Η απορρύθμιση του χρόνου εργασίας. Επίκαιροι προβληματισμοί», Επιθεώρηση Εργατικού Δίκαιου, 1997, σ. 865 επ.). Η εργασία με κυμαινόμενο ωράριο (“Kapovaz”) ως μοντέλο οργάνωσης του χρόνου εργασίας, εφαρμοζόμενο κυρίως στην Γερμανία, αποτελεί συγγενή μορφή απασχόλησης με τη σύμβαση μηδενικών ωρών, κατά το βαθμό που και στην περίπτωση αυτή ο χρόνος εργασίας δεν είναι εξυπαρχής προσδιορισμένος, αλλά καθορίζεται από τον εργοδότη, όταν προκύψει η ανάγκη για παροχή εργασίας.

Η διαφορά μεταξύ της «εργασίας με κυμαινόμενο ωράριο σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχείρησης» και της «σύμβασης μηδενικών ωρών» έγκειται στο ότι η πρώτη οριοθετείται νομοθετικά με βάση έναν στοιχειώδη προκαθορισμό της περιόδου αναφοράς, εντός της οποίας ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να εργαστεί, εφόσον κληθεί από τον εργοδότη του, ενώ παράλληλα προβλέπεται ένας ελάχιστος αριθμός εγγυημένων ωρών, για τις οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αμειφθεί ο εργαζόμενος. Είναι σαφές ότι στοιχεία όπως αυτά του προκαθορισμού της περιόδου αναφοράς, του ελάχιστου χρόνου απασχόλησης, των ελάχιστων αμειβομένων ωρών απασχόλησης και της ελάχιστης προειδοποίησης του εργαζομένου για την εκτέλεση της εργασίας κατά το μέτρο που ρυθμίζονται νομοθετικά, μετριάζουν τις βλαπτικές για τον εργαζόμενο συνέπειες ενός μοντέλου οργάνωσης του χρόνου εργασίας, που σε κάθε περίπτωση οδηγεί «σε ουσιαστική όσμωση του ελεύθερου χρόνου με το χρόνο εργασίας και στην πλήρη έτσι εξάρθρωση του ισχύοντος συστήματος προστασίας» (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, Οικονομική κρίση και Εργατικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2013, σ. 213). Αντιθέτως, η σύμβαση μηδενικών ωρών συνεπάγεται τη θέση της εργατικής δύναμης στην πλήρη διάθεση του εργοδότη υπό όρους διαρκούς ετοιμότητας κλήσης και χωρίς καμία εγγύηση ελάχιστης μισθολογικής κάλυψης για τον εργαζόμενο.

Η σύμβαση μηδενικών ωρών δεν προβλέπει ελάχιστη διάρκεια ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης, αφού ο καθορισμός του χρόνου εργασίας εναπόκειται αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος. Έτσι, ο εργαζόμενος που συνδέεται με τον εργοδότη με μια στην πραγματικότητα «σύμβαση μηδενικών ωρών» δεν γνωρίζει εξαρχής πόσες ώρες θα εργαστεί σε επίπεδο ημέρας, εβδομάδας και μήνα, αφού ο χρόνος εργασίας του καθορίζεται από τις «μεταβαλλόμενες ανάγκες του εργοδότη», όπως αυτές θα προσδιορίζονται κατά την άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος. Στο πλαίσιο των «συμβάσεων μηδενικών ωρών», λοιπόν, ο εργαζόμενος δεν γνωρίζει τον ελάχιστο χρόνο απασχόλησης του και την ελάχιστη αμοιβή του, αφού αμείβεται αποκλειστικά και μόνο για τις ώρες που θα εργαστεί και όχι για το χρόνο που τελεί σε καθεστώς ετοιμότητας. Κατά το βαθμό, δε, που δεσμεύεται υπέρμετρα η βούληση του εργαζομένου στο πλαίσιο των «συμβάσεων μηδενικών ωρών» δια της θέσης του σε ένα καθεστώς διαρκούς και άμισθης ετοιμότητας κλήσης, αποκλείεται παράλληλα και η δυνατότητα ανεύρεσης άλλης παράλληλης απασχόλησης, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον βιοπορισμό του εργαζομένου με όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η απορρύθμιση του χρόνου εργασίας, ως θεμελιακού και πρωταρχικού στοιχείου της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, έρχεται να αμφισβητήσει την ίδια την προστατευτική αξίωση του Εργατικού Δικαίου οδηγώντας στη «βία της ελεύθερης σύμβασης εργασίας» (Α. Καζάκος).

Η εκτεταμένη, λόγω της απροκάλυπτης ένταξης της στο επιχειρηματικό συμφέρον, αξιοποίηση της σύμβασης μηδενικών ωρών θα σηματοδοτήσει κατά τρόπο ανεπίστρεπτο την επαναφορά του Εργατικού Δικαίου στην ιδιωτικοοικονομική του προϊστορία και τη μετάβαση του κόσμου της μισθωτής εργασίας σε ένα καθεστώς ιδιότυπης δουλοπαροικίας και μάλιστα στις συνθήκες μιας άκρως ανέλεγκτης οικονομίας της αγοράς στην πιο ανεξέλεγκτη της μορφή, αυτής του Ψηφιακού Καπιταλισμού

Η αντίθεση της σύμβασης μηδενικών ωρών με τον αξιακό κώδικα του Εργατικού Δικαίου

Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, οι «συμβάσεις μηδενικών ωρών» θεωρούνταν μη ανεκτές ακόμα και στο πλαίσιο ισχύος της ειδικής διάταξης του άρθρου 38 παρ. 5 Ν. 1892/1990, σύμφωνα με την οποία μια σύμβαση μερικής απασχόλησης θα πρέπει επί ποινή ακυρότητας να περιλαμβάνει «το χρόνο απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας». Πολύ περισσότερο, θεωρούνταν μη ανεκτές λόγω του χαρακτήρα των ως άνω συμβάσεων ως καταδυναστευτικών και κατ’ επέκταση άκυρων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, καθώς και λόγω της καταχρηστικής άσκησης της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη, που αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (βλ. Ι. Σκανδάλη, «Χρόνος Εργασίας: Η οριοθέτηση του στο σύγχρονο Εργατικό δίκαιο», σ. 55).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την ίδια τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 10 του επίμαχου νομοσχεδίου και ειδικότερα από το γενικόλογο χαρακτήρα τόσο της περιγραφής του ως άνω μοντέλου χρόνου εργασίας, όσο και των προϋποθέσεών εφαρμογής του, προκύπτει ότι πρόκειται για μια υβριδική μορφή απασχόλησης, μη ανήκουσας στην έννοια της πλήρους ή της μερικής απασχόλησης. Επί της ουσίας, δε, ταυτίζεται με τη σύμβαση μηδενικών ωρών, στο μέτρο που δεν συγκεκριμενοποιείται από το νομοσχέδιο αφ’ ενός μεν το εύρος των περιόδων αναφοράς, (δηλαδή του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου μπορεί να κληθεί ο εργαζόμενος από τον εργοδότη, προκειμένου να απασχοληθεί), αφετέρου, δε, ο ελάχιστος αριθμός των αμειβόμενων ωρών εργασίας.

Ο εργαζόμενος δέσμιος μιας διαρκούς και άμισθης ετοιμότητας προς εργασία

Έτσι, με βάση τις ως άνω προβλέψεις του νομοσχεδίου, σε μια ακραία –πλην όμως όχι αποδοκιμαζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 10 του νομοσχεδίου περίπτωση– ο εργοδότης θα μπορούσε να προσδιορίσει ως περίοδο αναφοράς, δηλαδή ως χρόνο ετοιμότητας του εργαζομένου, κάθε ημέρα της εβδομάδας για όλες τις εβδομάδες του μήνα και όλους τους μήνες του έτους και παράλληλα να ορίσει ως ελάχιστο αριθμό αμειβομένων ωρών μια (1) ώρα το έτος! Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου, ο εργαζόμενος θα δεσμεύεται κατά τρόπο χρονικά απεριόριστο, ευρισκόμενος σε ένα καθεστώς διαρκούς ετοιμότητας κλήσης από τον εργοδότη, παράλληλα, δε, η ελάχιστη προσδοκώμενη για τον ίδιο αμοιβή θα ισοδυναμεί με ένα ωρομίσθιο! Αποκαλύπτεται, έτσι, ότι οι προϋποθέσεις και οι υποτιθέμενες προστατευτικές ρυθμίσεις της συγκεκριμένης διάταξης δεν μπορούν να λειτουργήσουν ούτε καν ως φύλλο συκής στην εισαγωγή ενός ηθικοκοινωνικά απαράδεκτου μοντέλου απασχόλησης, που εντάσσεται στην ευρύτερη τάση επαναφεουδαλοποίησης των εργασιακών σχέσεων.

Παράλληλα, δε, ως ελάχιστος χρόνος προειδοποίησης για την κλήση του εργαζόμενου από τον εργοδότη, προκειμένου να απασχοληθεί, ορίζεται ένα μόλις 24ώρο πριν την εκτέλεση της εργασίας και αυτό με δυνατότητα σύντμησης εκ μέρους του εργοδότη σε οριακές περιπτώσεις, οι οποίες επίσης δεν εξειδικεύονται στο νομοσχέδιο. Καθίσταται σαφές ότι η δυνατότητα ορισμού μιας απεριόριστης χρονικά περιόδου αναφοράς σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικού χρόνου προειδοποίησης για την εκτέλεση της εργασίας ταυτίζεται εν τοις πράγμασι με την ολική απαλλοτρίωση του ελεύθερου χρόνου του εργαζομένου, γεγονός που πέραν της διατάραξης της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, παράλληλα αποκλείει τη δυνατότητα εύρεσης δεύτερης ενισχυτικής του βιοπορισμού του απασχόλησης.

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι από την επίμαχη διάταξη του άρθρου 10 απουσιάζουν όχι μόνο πραγματικές προϋποθέσεις και προστατευτικοί για τον εργαζόμενο περιορισμοί, αλλά και οποιαδήποτε ρητή αναφορά των επιχειρήσεων/εργοδοτών που θα δύνανται να εφαρμόσουν το συγκεκριμένο μέτρο, αφού δεν γίνεται καμία μνεία στο είδος και τη μορφή των επιχειρήσεων που θα υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της. Τούτο, δε, διότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 10 του νομοσχεδίου περιορίζεται απλώς και μόνο στη γενικόλογη αναφορά της αδυναμίας των επιχειρήσεων «εξ ολοκλήρου ή ως επί το πλείστον» να προβλέψουν το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Ως εκ τούτου, οποιοσδήποτε εργοδότης θα μπορεί με μια απλή επίκληση της «ελάχιστης προβλεψιμότητας της εργασίας» να κάνει χρήση του συγκεκριμένου μέτρου, ανεξάρτητα από το είδος της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.

Επίλογος

Κλείνοντας, αξίζει η παρατήρηση ότι η εισαγωγή στην ελληνική έννομη τάξη μιας καινοφανούς και υβριδικής μορφής απασχόλησης, όπως είναι αυτή της «σύμβασης μηδενικών ωρών» αντικατοπτρίζει στην πραγματικότητα τη κατάσταση «θετικής εντροπίας» στην οποία έχει περιέλθει το Εργατικό Δίκαιο, δηλαδή μια κατάσταση ουσιαστικής εξαφάνισης της αρχής της προστασίας και του ρυθμιστικού ρόλου του Εργατικού Δικαίου ακόμα και σε ζητήματα, όπως είναι αυτό της ρύθμισης του χρόνου εργασίας. Τούτο, δε, διότι η απόλυτη ευελιξία του εργοδότη σε συνδυασμό με την απόλυτη και άνευ όρων δέσμευση του μισθωτού, που συνεπάγεται η συγκεκριμένη ρύθμιση του νομοσχεδίου, αποκαλύπτει τη δυναμική πραγμοποίησης της εργασίας στις σύγχρονες συνθήκες του ψηφιακού καπιταλισμού. Αυτό σημαίνει ότι η μίσθωση της εργατικής δύναμης ενός ανθρώπου δεν θα διαφέρει σε τίποτα πλέον από τη μίσθωση ενός πράγματος/αντικειμένου, όπως συνέβαινε κατά την περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού.

Και αν η βούληση της σημερινής κυβέρνησης να συμπορευτεί σε τέτοιο βαθμό με το αόρατο χέρι της αγοράς ήταν γνωστή και αναμενόμενη, η εκκωφαντική σιωπή του συνδικαλιστικού κινήματος απέναντι στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο είναι τουλάχιστον παράδοξη. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που δημιουργείται ένας βάσιμος κίνδυνος προϊούσας υποκατάστασης της παραδοσιακής έννοιας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από ένα υβρίδιο, όπως είναι αυτό της «σύμβασης μηδενικών ωρών», αποκομμένο πλήρως ακόμα και από τις στοιχειώδεις διασφαλίσεις του Εργατικού Δικαίου. Εξάλλου, η εκτεταμένη, λόγω της απροκάλυπτης ένταξης της στο επιχειρηματικό συμφέρον, αξιοποίηση της σύμβασης μηδενικών ωρών θα σηματοδοτήσει κατά τρόπο ανεπίστρεπτο την επαναφορά του Εργατικού Δικαίου στην ιδιωτικοοικονομική του προϊστορία και τη μετάβαση του κόσμου της μισθωτής εργασίας σε ένα καθεστώς ιδιότυπης δουλοπαροικίας και μάλιστα στις συνθήκες μιας άκρως ανέλεγκτης οικονομίας της αγοράς στην πιο ανεξέλεγκτη της μορφή, αυτής του Ψηφιακού Καπιταλισμού.

* Ο Νίκος Ρουκλιώτης είναι δικηγόρος-εργατολόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!