Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Φωταγωγημένη η πόλη. Πόρνη που ανέσυρε απ’ το σεντούκι της, στολίδια ξεφτισμένα απ’ του χρόνου το ξόδεμα, απ’ της επανάληψης τον κάματο. Χριστούγεννα! Ας χαρούνε λίγο κι αυτοί, της γης οι κολασμένοι, που βρέθηκαν, τούτες τις μέρες τις γιορταστικές, στη πόλη μας, άσυλο να ζητούνε. Χριστούγεννα! Τούτες τις μέρες ίσως κάποιοι Χριστιανοί να θυμηθούν πως στο ανθρώπινο το λεξιλόγιο, υπάρχει ακόμη αυτή η μαγική λεξούλα, αγάπη! Χριστούγεννα κι οι άνθρωποι οι απλοί, ευχές ανταλλάσσουν, την ελπίδα για το αύριο, ζωντανή να διατηρήσουν. Κι είναι παράδοση παλιά, δώρα να προσφέρει ο ένας στον άλλο, σινιάλο που θυμίζει στον άνθρωπο τον ανώνυμο, πως κάποιες φορές, τουλάχιστον, το εγώ, θα πρέπει, Εμείς, να γίνεται.

Αλίμονο, τίποτα δεν γίνεται. Οι νοικοκυραίοι, όλοι αυτοί που με σκυφτό το κεφάλι βαδίζουν κι η ματιά τους, δεν προχωράει πέρα απ’ των παπουτσιών τους τις μύτες, βρήκαν ευκαιρία μοναδική, τούτες τις μέρες τις χρονιάρες στο κέντρο της πόλης το ιστορικό, το ολόφωτο και το πολύβουο -το Σύνταγμα- να κατεβούν, ψώνια να κάνουν, εκπτωτικές ευκαιρίες να εκμεταλλευτούν. Μα πάνω απ’ όλα να εισπνεύσουν λίγο απ’ της Αθήνας τη γιορταστική ατμόσφαιρα, να πάρουν κάτι απ ‘την απαστράπτουσα βιτρίνα της. Μα της πλατείας την αισθητική την καταστρέφουν τα τσαντίρια, που έστησαν οι πρόσφυγες οι Σύροι, απέναντι απ’ της «Μεγάλης Βρετανίας» τη μεγαλόπρεπη την πύλη. Κόσμος συνωθείται στην πάνω μεριά της πλατείας κι οι νοικοκυραίοι χάνουν την ψυχραιμία τους, βρίζουν για την ανυπόφορη κίνηση, που τους τρώει το χρόνο το πολύτιμο. Έλεος πια, σιγομουρμουρίζουν, όλοι εδώ μαζεύτηκαν! Τι θ’ απογίνουμε;

Κι οι πρόσφυγες, οι δυστυχείς, στήσανε την πίκρα τους στο κέντρο μιας πόλης, που πληρωμένοι ρήτορες ασταμάτητα την οργώνουν και ανερυθρίαστα διαλαλούν τον ερχομό της γενικής εκποίησης. Οι πρόσφυγες, δραπέτες ενός φρικαλέου πολέμου, εναπόθεσαν τις πληγές τους, εδώ, στο κέντρο της ανοχύρωτης πόλης, της καθημαγμένης από πολύχρονη πολιορκία. Κι είναι οι λιγοστοί οι μαχητές της κι είναι οι λόγχες τους σπασμένες. Ο χρόνος ρυτίδωσε τη σάρκα τους κι η εθελοδουλία συσσώρευσε λίπος στη γαστέρα τους.

Μάνες ξέφυγαν απ’ το σφαγείο της Συρίας και εναπόθεσαν τα σπλάχνα τους, τις γέννες τους, τα βλαστάρια τους, εδώ σ’ αυτή την πλατεία κι εσύ, δυσανασχετείς για των τροχοφόρων το μποτιλιάρισμα. Πού είναι το κράτος, κραυγάζεις. Και το κράτος έδωσε τη λύση. Όλοι μαζί, της παρηκμασμένης Ρώμης οι εντολοδόχοι, απέστειλαν τους ευπειθείς ραβδούχους κι αυτοί την τάξη επέβαλαν. Οι πρόσφυγες, οι δυστυχείς, σύρθηκαν στα «φιλόξενα» ενδιαιτήματα της ασφάλειας. Τώρα, η πλατεία η ιστορική θα ξαναβρεί τη χαμένη της αισθητική. Προς το παρόν, οι ένδοξοι πολιορκητές των τειχών της ανθρωπιάς, φυλάνε τα υπολείμματα μιας πορείας τραγικής, στρώματα, μουσαμάδες, παπούτσια ταλαιπωρημένα, κούκλες που θέρμαιναν παιδικές αγκαλιές. Τώρα σιωπή. Ίσως τα τροχοφόρα ανεμπόδιστα να κυκλοφορούν. Τα ψώνια τα χριστουγεννιάτικα, απρόσκοπτα, θα πραγματοποιηθούν απ’ τους υπηκόους της χώρας τούτης. Αρκετά ασχοληθήκαμε μ’ αυτούς. Τώρα του έθνους οι ταγοί άλλη σκέψη δεν έχουν στο μυαλό τους παρά μια μονάχα: εκλογές να μη γενούν. Η Βουλή, η παρούσα, Πρόεδρο Δημοκρατίας να εκλέξει. Ο μαγικός αριθμός 180 πάση θυσία πρέπει να εξασφαλισθεί. Σύμμαχοί τους όλοι οι βαρύγδουποι χρηματοπιστωτικοί οίκοι. Επιστρατεύτηκαν οι τηλεαστέρες, όλοι μαζί τον πανικό να σπείρουν. Το έργο που ανέλαβαν δεν έχει ακόμα τελειώσει. Μένουν κάποια οχυρά που δεν έχουν εισέτι αλωθεί. Ποιος, λοιπόν, ν’ ασχοληθεί με του πρόσφυγα τα δικαιώματα; Όμως εσύ τρομοκρατημένε νοικοκύρη, σκέψου, σε πόσους ανθρώπους στερούν τη δυνατότητα, μπροστά να προχωρήσουν. Τους αρπάζουν τη χαρά, την αυγή την αυριανή ν’ ατενίσουν, την ελπίδα ν’ αγκαλιάσουν. Τους στερούνε το δικαίωμα, σπόρο να φυτέψουν σε μια καινούργια γη, την αγάπη να τραγουδήσουν.

Όλα αυτά είναι πράγματα μεγάλα που άμεσα σ’ αφορούν, υπήκοε Έλληνα, κι εσένα και τα παιδιά σου, που τώρα στα ξένα παζάρια εκλιπαρούν ένα κομμάτι γης κι ένα κυβικό οξυγόνο για ανάσα. Φίλε μου, η κατρακύλα πρέπει να σταματήσει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!