Σχετικά με το πανό για την Σρεμπρένιτσα

του Γιώργου Πατέλη

 

«Μαχαίρι, Σύρμα, Σρεμπρένιτσα» είναι η μετάφραση του πανό που ανέβηκε στην κυριακάτικη αναμέτρηση μεταξύ της Εθνικής Ελλάδας και της Βοσνίας. Αναφερόμενο στην σφαγή της πόλης Σρεμπρένιτσα από Σέρβους εθνικιστές το 1995. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα δημοσιεύματα των ημερών, στα γεγονότα συμμετείχαν και Έλληνες μισθοφόροι και μέλη της Χρυσής Αυγής. Κι αυτό το πανό αποτελεί άλλο ένα στοιχείο στη σειρά με τα απότοκα της εισχώρησης της ΧΑ στον χώρο τον οργανωμένων οπαδών, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει εξόφθαλμη στα «πέταλα» των μεγάλων ομάδων.

Στην προσπάθεια στρατολόγησης νέου κόσμου για χρόνια, πριν ακόμα το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, οι νεοναζί έβρισκαν πρόσφορο έδαφος σ’ αυτά τα μέρη. Δεν ήταν μόνο η σωματική διάπλαση, το «αξιόμαχο» και η «τσαντίλα» που κυριαρχούν σ’ αυτούς τους χώρους, οι ικανές συνθήκες για τη γιγάντωσή τους. Ήταν, βασικά, το ίδιο το περιθώριο, οι λούμπεν καταστάσεις, που αποτέλεσαν πεδίο δόξης λαμπρό για τα χρυσαυγίτικα φυντάνια να μεγαλώσουν και να βγάλουν τους δηλητηριασμένους τους καρπούς. Στην ίδια ακριβώς κατάσταση που η ελιτίστικη αριστερή ανάγνωση «έβγαζε σπυριά», οι ακροδεξιές ομάδες κατάφεραν να δουν το μέλλον τους και την αναπαραγωγή τους.

 

Ένα ιστορικό της εισχώρησης της ΧΑ στα ελληνικά γηπεδικά πέταλα

Ήδη από τη δεκαετία του 1990, καθώς η ελληνική κοινωνία βιώνει το πασοκικό και δεξιό παραμύθι της ευμάρειας, ξεκίνησαν τα ανοίγματα των νεοναζί στα οπαδικά πέταλα των γηπέδων. Με παρακαταθήκη τη δημιουργία της περιβόητης ΝΟΠΟ («Ναζιστική Οργάνωση Παναθηναϊκών Οπαδών») από τη δεκαετία του 1980, που στην πραγματικότητα ήταν μονάχα μερικοί άνθρωποι που έβαλαν το σπόρο στους οργανωμένους του Παναθηναϊκού, οι χρυσαυγίτες έδρασαν πιο μεθοδικά αργότερα.

Στα μέσα του 1990 στο οργανωμένο πέταλο του Ολυμπιακού κυριαρχεί μια φιγούρα με το παρατσούκλι «Υποβρύχιος». Αυτός ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία δεσμών με τους οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα, με την ίδια την ομάδα του Ολυμπιακού να είναι η πρώτη που έσπασε το αθλητικό εμπάργκο δίνοντας φιλικό παιχνίδι στο Βελιγράδι. Με τα χρόνια αυτοί οι δεσμοί εξασθένησαν, μέχρι τα μέσα του 2000, που υπήρξε ένα δεύτερο κύμα, όπως φαίνεται, επαναπροσέγγισης των Σέρβων εθνικιστών. Ήταν η ίδια χρονική περίοδος που ξεκίνησε το περιβόητο «Νο Politica» στη θύρα 7, την ίδια στιγμή που είχαν κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή τους πανό και άνθρωποι με τα νεοναζιστικά σύμβολα στις εξέδρες και ενσωμάτωσαν στην πορεία, όπως ήταν φυσικό, αυτή τη «θέση» για να μπορέσουν να προβάλλουν την κυριαρχία τους στο πέταλο.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στον Παναθηναϊκό, όπου βρέθηκε ακόμα και υποψήφιος με την Χρυσή Αυγή στις εκλογές, άνθρωπος που είχε ηγετικό ρόλο στη θύρα 13 παλιότερα. Ενώ, όπως φαίνεται από φωτογραφικό υλικό, ο βουλευτής Παναγιώταρος, επίσης είχε εισχωρήσει στις τάξεις του Παναθηναϊκού, δημιουργώντας παράλληλα τον σύνδεσμο οπαδών της ιταλικής Λάτσιο, αγαπημένης ομάδας του Μουσολίνι με τους οργανωμένους της («Irriducibili») να είναι εδώ και χρόνια ανοιχτά νεοφασίστες.

Ενώ η αλήθεια είναι ότι αυτά τα φαινόμενα εμφανίστηκαν πιο οργανωμένα σε άλλες ομάδες όπως η ΑΕΚ («Γκέτο»), ο Άρης («Ιερολοχίτες»), ο ΠΑΟΚ («Μακεδόνες») ακόμα και στον Πανιώνιο («Εθνικιστές Πανιωνίου»), εν τούτοις, επειδή στις τάξεις των οπαδών του Ολυμπιακού έδρασαν με έναν πιο μαζικό και διάχυτο τρόπο, ελέω και της υποστήριξης από τις διοικήσεις της ομάδας, αλλά και των συνθηκών που επικρατούσαν σε διάφορες περιοχές του Πειραιά και πέριξ, κατάφεραν να στρατολογήσουν πολύ περισσότερο κόσμο.

 

Η Αριστερά παίζει μπάλα σ’ άλλο γήπεδο…

Αυτό δεν συνέβαινε πάντα για την Αριστερά, αν θυμηθούμε πως τις προηγούμενες δεκαετίας παρενέβαινε στα «σφαιριστήρια» της εποχής. Μέχρι να φτάσει η πασοκική δεκαετία της διάλυσης και της απαρχής της αποπολιτικοποίησης που η νεολαία «χάθηκε στα σφαιριστήρια και μες στα γήπεδα την Κυριακή», όπως εύστοχα έλεγε ο Π. Σιδηρόπουλος. Ακριβώς εκεί ήταν που επικράτησε πια και ο ελιτισμός στην προοδευτική στάση σε σχέση με μια νεολαία που παρότι φαινομενικά ζούσε σε καλύτερες εποχές από τις προηγούμενες γενιές, είχε ακόμα τα κοινά χαρακτηριστικά της «επαναστατικότητας» και του μη-συμβιβασμού.

Παρότι είναι πολλά τα αντιπαραδείγματα οπαδών που έπαιξαν ρόλο ακόμα και κατά τη διάρκεια εξεγέρσεων, όπως εδώ τον Δεκέμβρη του 2008 ή στις πλατείες το 2011 αλλά και στο εξωτερικό όπως στην «Αραβική άνοιξη», διεθνώς υπάρχουν ακόμα και ολόκληρα πέταλα που χαρακτηρίζονται ως αντιφασιστικά ή αριστερά και αναρχικά όπως της Ράγιο Βαγεκάνο, της Λιβόρνο, της Μαρσέιγ, της St. Pauli, της Ομόνοιας κ.ο.κ. Με εξαίρεση αυτούς του Ατρομήτου και του Πανιωνίου, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακριβώς αυτό το φαινόμενο κι αν υπάρχει, έχει γίνει με έναν κλειστό τρόπο που χαρακτηρίζει τον χώρο της αναρχίας με τη δημιουργία των αυτοοργανωμένων ποδοσφαιρικών ομάδων σε αρκετές πόλεις της χώρας. Αποτελώντας παραδείγματα κυρίως μιας διαφορετικής θέασης του ποδοσφαίρου κι όχι παρέμβασης στις υπαρκτές καταστάσεις στα μεγάλα γήπεδα.

Μα μέχρι και σήμερα υπάρχει μια τέτοια «αφ’ υψηλού» αντιμετώπιση των φαινομένων. Είναι πολύ διαδεδομένη στους κόλπους της Αριστεράς η αντίληψη ότι όσοι πάνε στους αγώνες της εθνικής βρωμάνε εθνικισμό ή όσοι πάνε στα γήπεδα μυρίζουν λουμπενίλα και αμορφωσιά. Αστεία πράγματα. Και χαρίζεται κόσμος με αυτόν τον τρόπο στους φασίστες και τον λέμε και βλάκα από πάνω για να δικαιολογήσουμε την ανημποριά μας. Κάτι άλλο πρέπει να γίνει από το να κουνάμε το δάχτυλο για το πόσο κακός είναι ο επαγγελματικός αθλητισμός και απλά να ονειρευόμαστε την επιστροφή σε ένα κακέκτυπο σοβιετικού τύπου ερασιτεχνικό αθλητισμό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!