Κατά καιρούς δύο αιώνια βασανιστικά ερωτήματα επανέρχονται επίμονα. Χρειάζονται, άραγε, οι ποιητές; Έχει θέση η ποίηση στις ζωές των ανθρώπων; Σε εποχές άγριες, όπως αυτή που διανύουμε, η ερωτηματικότητα προβάλλει ακόμα πιο επιτακτικά. Συνήθης είναι η άποψη ότι η ποίηση χρησιμεύει για να ευφρανθούν οι αισθήσεις μέσω της αισθητικής των λέξεων και του εσωτερικού ρυθμού που διαθέτει ένα ποίημα. Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις και οι συμβολισμοί ενός ποιήματος δημιουργούν στους αναγνώστες εικόνες, που ηδονίζουν την αισθητική πλευρά του ανθρώπου.

Στο βάθος, όμως, της ζωής του ποιητή υπάρχει η απελπισία και η αγωνία για να πραγματώσει αυτά για τα οποία έχει επιθυμία. Μέσα από την απελπισία γεννιέται η επιθυμία. Αλλά, η επιθυμία γεννά τη θλίψη, καθόσον είναι αλήθεια ότι η επιθυμία παρηγορεί μόνον προσωρινά και, αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε ότι στην ουσία δεν παρηγορεί καθόλου. Ως εκ τούτου η επιθυμία είναι η παρηγοριά, η οποία δημιουργεί τη θλίψη. Παράδοξη αντίφαση! Ναι, αλλά ο ίδιος ο ποιητής είναι μία αντίφαση. Ο ποιητής είναι το τέκνο του πόνου, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του τον αποκαλεί τέκνο της χαράς. Από τον πόνο μέσα γεννιέται η επιθυμία του ποιητή, η έντονη και επιτακτική επιθυμία, η οποία ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου περισσότερο από τον οίνο.

Σε αυτή τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ευάγγελου Τσαβδάρη η επιθυμία, ως βασικό συστατικό στοιχείο εκκίνησης, είναι το αόρατο σώμα που εφορμά ασυγκράτητα για να φανερώσει με καταιγιστικές λέξεις τον ζωοφόρο έρωτα έναντι της συμβατικότητας της εξωτερικής ζωής και της σκοτεινότητας που αυτή προσδίδει, γνωστοποιώντας μας την παρουσία του αόρατου σώματος που φλέγεται από τον πόθο της πραγματικής ζωής. Είναι ένα δεύτερο φως που χαράσσεται στην ημέρα, το οποίο κατακλύζει τη ζωή του Τσαβδάρη και υπονομεύει τις ζωές όλων μας, που μας κάνει να αναρωτιόμαστε, αν αυτό που βιώνουμε είναι αληθινό ή όχι. Ο ρυθμός των ποιημάτων του, ενώ αντλεί τη δομή του από τον πεζό λόγο, αποδίδει μία μυστηριακή ζωή και μια μελωδική κίνηση που μας εκπλήσσει, εκφράζοντας με ακρίβεια ένα βίωμα συναισθημάτων. Έτσι, με το πρώτο ποίημα του ο Τσαβδάρης μας συστήνεται προτρέποντάς μας: «Φτιάξε στην ψυχή σου ένα χωνευτήρι συναισθημάτων/ να μετατρέπει το χρυσό σε λάσπη». Σε κάποιον μη μυημένο αυτό είναι παραδοξότητα, αλλά ο Τσαβδάρης εξηγεί γιατί να μετατραπεί ο χρυσός σε λάσπη· μα γιατί «Από τη λάσπη αναφύονται τα στοιχεία της ζωής/που κυκλικά τρέφουν τη σάρκα».

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ κάτι περισσότερο από απλή αίσθηση. Ο Τσαβδάρης, όταν συλλαμβάνει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, πέρα από το τεχνικό και αισθητικό μέρος του πράγματος, βιώνει σε μια άλλη διάσταση του πραγματικού ένα γεγονός το οποίο το εξωτερικεύει με λέξεις. Αυτό το γεγονός βιώνεται στο χωροχρόνο της φαντασίας σε μια «αλλιώς» πραγματικότητα. Ο εσωτερικός αυτός χώρος είναι ο φαντασιακός χώρος, εκεί όπου συναντιέται η νόηση με τα συναισθήματα. Η νόηση συναισθάνεται και τα συναισθήματα νοούν πάνω στις μορφές. Αυτές οι μορφές, αποκαθαρμένες από τη διαστρεβλωμένη εξωτερική πραγματικότητα, αληθεύουν και οδηγούν τον Τσαβδάρη στην αρχετυπική καταγωγική φύση του ανθρώπου. Στο βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο Τσαβδάρης φτάνει στο κάλλος της φύσης· επομένως, εκεί βρίσκεται το Καλό το οποίο το εγγίζει με την ποίησή του. Στην ουσία ο Τσαβδάρης βρίσκεται σε μια διαρκή αναμέτρηση αυθυπέρβασης με τον εαυτό του. Σκοπός είναι να διαβεί την Πύλη που θα τον οδηγήσει στο κάλλος της φύσης του. Ο Τσαβδάρης μας αποκαλύπτει σε κάθε ποίημά του ένα μικρό απόσπασμα μιας ολόκληρης ανάμνησης.

Ο υπαρξιακός τόνος που διαπνέει όλα τα ποιήματα του Τσαβδάρη, δεικνύουν έναν υφιστάμενο διαρκή διάλογο, μια συνομιλία με αέρινες ερωτικές μορφές της φαντασίας! Μάλλον πρόκειται για μορφές πραγματικές, γήινες, που τις αναπλάθει, τις προσδίδει την πνοή του θεϊκού και τις αναβιβάζει σε εκείνο που θα έπρεπε να είναι, δηλαδή στο ωραίο· για αυτό μας λέει: «Περπάτα, ανεμοσταλλάζουν τα μελτέμια σου». Ο έρωτας, κυρίαρχος σε όλα τα κύτταρα της ύπαρξής του, αναδεικνύει την απελπισία και την αγωνία του ποιητή για τη μυστική επαφή με την ομορφιά του γυναικείου σώματος και την αιώνια αναζήτηση του χαμένου αγγίγματος, τονίζοντας εμφατικά ότι «Θέλω να μυρίσω το δέρμα σου κι έπειτα να το φιλήσω/ χωρίς αρωματικά εφέ, /αυτή η μυρωδιά πλημμυρίζει απόψε το κρεβάτι μου, γεμάτη με αυτά/ που σκέφτηκες, δίστασες, και όρμισες να αποφλοιώσεις κρυφά/ τις σάρκες σου/ τις αγναντεύω τις ουλές σου κι απέχεις ένα όνειρο».

Ο ποιητικός λόγος του Τσαβδάρη χειμαρρώδης, ασυγκράτητος, κατά κανόνα τα ποιήματά του είναι μεγάλα σε μέγεθος, καλούν τον αναγνώστη να εισχωρήσει στον ιδιαίτερο μυστικό του κόσμο και μέσω της ποίησής του να ενωθούν οι υπάρξεις. Μας προσκαλεί σε μια γιορτή θέλησης για τη ζωή, απελευθερωμένης από την εξωτερική ύλη και η αγωνία του έγκειται στο γεγονός αν θα μας κοινωνήσει τα βιώματά του, ελπίζοντας σε μια επανα(σύ)σταση των σωμάτων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!