του Τριαντάφυλλου Σερμέτη**

Στις 10 Ιουνίου 2017 είχα ραντεβού με την ιστορία. Είχα κληθεί από τον ίδιο τον Μίκη για να γνωριστούμε και να συζητήσουμε. Στην πορεία της συζήτησής μας συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ραντεβού μόνο με την ιστορία του παρελθόντος αλλά και με την ιστορία που γραφόταν στο παρόν και είχε αφηγήσεις και από το μέλλον. Η αφορμή για να με καλέσει στο σπίτι του ήταν μια παρουσίαση βιβλίου που αναφερόταν σε αυτόν και στην οποία είχα την τιμή να είμαι ένας από τους εισηγητές. Η αιτία που με κάλεσε, και μου το είπε όταν πήγα στο σπίτι του, ήταν ότι ήθελε να ηγηθώ ενός πολιτιστικού κινήματος, ανάλογου των Λαμπράκηδων της δεκαετίας του ΄60, μέσω του οποίου θα δημιουργούνταν πολιτιστικοί πυρήνες σε όλη την Ελλάδα με σκοπό την πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων. Το κίνημα αυτό είχε ως τελικό σκοπό την εθνική ανεξαρτησία, καθώς θεωρούσε ο Μίκης, και ταυτιζόμουν και εγώ, ότι όλα τα δεινά της χώρας προέρχονται από την εθνική υποδούλωση του ελληνικού κράτους από δημιουργίας του. Τελικά, αυτή η πρόταση του Μίκη Θεοδωράκη προς το πρόσωπό μου δεν ευοδώθηκε ποτέ, για λόγους ανεξάρτητους από τον ίδιο, που δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν.

Την ημέρα της συνάντησής μας ο Μίκης είχε πυρετό και παρά τις παραινέσεις του γιατρού του να μην συναντηθούμε, εκείνος επέμενε οπωσδήποτε να βρεθούμε. Έτσι, με υποδέχθηκε στην κρεβατοκάμαρά του. Εκεί συζητούσαμε περίπου για πέντε συνεχόμενες ώρες. Τον άκουγα να διηγείται ιστορίες του εμφυλίου, της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης και τότε συνειδητοποίησα ότι έβλεπα να περνά από μπροστά μου όλη η ιστορία της Ελλάδας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Συνειδητοποίησα ότι ο Μίκης είναι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας· είναι η Ελλάδα που δεν λυγίζει, η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα της δικαιοσύνης, η Ελλάδα της ανιδιοτέλειας. Μια Ελλάδα που σήμερα δεν υπάρχει. Έφυγα από εκείνη τη συνάντηση και κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι Έλληνας, τι σημαίνει μεγαλείο ανθρώπου.

ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ τις ημέρες όλοι μιλούν για τον Μίκη, για τις σπουδαίες κυρίως μουσικές του και κατά δεύτερο λόγο για την πολιτική του στάση, πάντα όμως για τη στάση του κυρίως κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Συστηματικά, όμως, αποφεύγεται από τα ΜΜΕ και από τα πολιτικά πρόσωπα η αναφορά στην πολιτική του στάση κατά την τελευταία δεκαετία της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Αποφεύγουν, όχι άδολα, να αναφερθούν στη δημιουργία της οργάνωσης ΣΠΙΘΑ και στο πολιτικό ρεύμα που είχε στην αρχή, όταν έθετε φανερά το ζήτημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας και κατατρόμαξε όλο τα πολιτικό φάσμα. Οι υποκριτικά μεγαλόστομες και ακίνδυνες αναφορές στο μουσικό του έργο κυριαρχούν. Γιατί όμως; Γιατί οι ίδιοι που τώρα τον υμνούν είτε προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν είτε τον «πούλησαν» πολιτικά. Στις 12 Φεβρουαρίου 2012 στη μεγαλύτερη συγκέντρωση της μεταπολίτευσης, με μπροστάρηδες τον Μίκη και τον Μανώλη Γλέζο, υπήρξε απόπειρα δολοφονίας και των δύο από τις δυνάμεις καταστολής. Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Παπαδήμος· ο Σαμαράς, ο οποίος ως πρόεδρος της Ν.Δ. στήριζε εκείνη την κυβέρνηση, αυτές τις ημέρες έκανε την εξής δήλωση: «Ο Μίκης της Ελλάδας, της Ρωμιοσύνης, των Αγώνων για Ελευθερία κι Αξιοπρέπεια, της Δικαιοσύνης, ο Μίκης της Οικουμένης δεν είναι πια μαζί μας. Αλλά θα είναι πάντα εδώ. Να μας θυμίζει ό,τι Άξιον Εστί… Να μας παρακινεί να “μη λησμονάτε τη χώρα μου!”. Αντίο αδελφέ μου, αντίο ρόδο αμάραντο, αντίο Μίκη!». Παρόμοιες δηλώσεις ειπώθηκαν και από την Γεννηματά και από τον Βελόπουλο που στήριζαν εκείνη την κυβέρνηση. Τι θράσος και υποκρισία! Ας μην πούμε για τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Τσίπρα για εκείνη την ημέρα και δεν τηρήθηκε ποτέ από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.

Ήταν ένας Έλληνας κομμουνιστής που ερχόταν απευθείας από το ΕΑΜ. Δεν διαχώριζε, δηλαδή, το εθνικό από το ταξικό. Θεωρούσε ότι η Εθνική ενότητα, που αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική ανεξαρτησία, θα έλυνε και την ταξική ανισότητα. Τούτη η βασική πολιτική σκέψη του βραχυκύκλωνε όλο το πολιτικό σύστημα

Τι είναι, όμως, εκείνο που παρακινούσε τον Μίκη σε αυτή την ηλικία και με τόση αναγνωρισιμότητα σε όλο τον κόσμο να ασχολείται, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του, με το μέλλον της χώρας του; Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα απολάμβανε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και θα ήταν υπερήφανος για αυτά που είχε καταφέρει. Η συνάντηση μαζί του μου έδωσε την απάντηση. Ήταν η ανιδιοτελής αγωνία για την πατρίδα του, η αγωνία του για τα βάσανα και τη φτώχεια του λαού του. Ήταν ένας Έλληνας κομμουνιστής που ερχόταν απευθείας από το ΕΑΜ. Δεν διαχώριζε, δηλαδή, το εθνικό από το ταξικό. Θεωρούσε ότι η Εθνική ενότητα, που αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική ανεξαρτησία, θα έλυνε και την ταξική ανισότητα. Τούτη η βασική πολιτική σκέψη του βραχυκύκλωνε όλο το πολιτικό σύστημα. Έτσι, η αμόρφωτη και αδιάβαστη αριστερά τον θεωρούσε «εθνικιστή» και η δεξιά, με το πρώτο επίπεδο σκέψης που διαθέτει, έβλεπε τον Μίκη να πλησιάζει προς αυτήν. Αλλά ο Μίκης ήταν Έλληνας πατριώτης κομμουνιστής και δεν χωρούσε ούτε στην πατριδοκάπηλη δεξιά ούτε στο κομμάτι εκείνο της αδιάβαστης αριστεράς στο οποίο ο ίδιος απέδιδε στοιχεία «αριστερόστροφου φασισμού». Χωρούσε, όμως, στην καρδιά του απλού λαού που κατανοούσε, ενστικτωδώς ίσως, το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου. Για αυτόν τον λόγο, επειδή δεν μπορούσαν να αρνηθούν το μεγαλείο του, όλες οι πολιτικές δυνάμεις περιορίζονταν στη μουσική του και παρέβλεπαν τον πολιτικό Μίκη. Η μουσική του Μίκη, όμως, ήταν πολιτική και η πολιτική του σκέψη έγινε μουσική. Το πάντρεμα της λόγιας με τη λαϊκή μουσική αντιπροσωπεύει την εθνική ενότητα. Το τραγούδι της φτωχολογιάς είναι τραγούδι ταξικό. Όλα είναι ενιαία και αδιαχώριστα μεταξύ τους. Η ΣΠΙΘΑ του Μίκη ήταν η φλόγα όλης αυτής της μουσικής που έπαιρνε πολιτικά χαρακτηριστικά εθνικής απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους πολιτικούς της δυνάστες και τους πολιτικούς της υπαλλήλους στο εγχώριο πεδίο. Για αυτούς τους λόγους χτυπήθηκε ανηλεώς ο Μίκης και από τους «μπράβους» του διαδικτύου από όλες τις πλευρές και ακόμα και αυτές τις ημέρες χτυπιέται.

Ο ΜΙΚΗΣ όλη αυτή τη δεκαετία έψαχνε εναγωνίως ανθρώπους ανιδιοτελείς και πατριώτες για να πετύχει τον στόχο του. Η ΣΠΙΘΑ είχε ήδη διαλυθεί εκ των έσω, καθώς κυρίως ιδιοτελείς άνθρωποι με προσωπικά συμφέροντα τον είχαν πλησιάσει. Αρκεί να δει κανείς ποιοι αξιοποίησαν τον Μίκη για να εκλεγούν βουλευτές με άλλα κόμματα ή και να φτιάξουν δικά τους κόμματα. Αλλά και πολλοί άλλοι είχαν κολλήσει σαν βδέλλες επάνω του τα τελευταία χρόνια, για να πάρουν οι ίδιοι λίγη από τη λάμψη του και να αποκτήσουν αναγνωρισιμότητα, αποσκοπώντας στο να συνδέσουν τις ανούσιες ζωές τους με το όνομά του μόνο και μόνο για να αποκομίσουν οφέλη. Είναι αλήθεια ότι είχε πολλούς τέτοιους «φίλους» που τον συναντούσαν και μόλις έφευγαν τον αποκαλούσαν «ραμόλι» και «γέρο», παρά την πνευματική του διαύγεια και είχαν δημιουργήσει ένα σύστημα γύρω του που προσπαθούσε να τον αποκόψει από υγιείς ανθρώπους. Ο Μίκης όλα αυτά τα καταλάβαινε, αλλά σωματικά δεν είχε πια δυνάμεις για να βγει μπροστά και για αυτόν τον λόγο ήταν απογοητευμένος και τα τελευταία χρόνια έψαχνε εναγωνίως να βρει ανθρώπους να συνεχίσουν το όραμά του για την Ελλάδα.

Ο Μίκης ακτινοβολούσε το φως της Ελλάδας στα πέρατα της οικουμένης, ήταν και είναι ο άνθρωπος που ταυτίζεται σε όλο τον κόσμο με την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Για αυτόν τον λόγο η είδηση του θανάτου του έγινε πρώτη είδηση σε όλο τον κόσμο. Ο Μίκης Θεοδωράκης συμπυκνώνει αυτό που ονομάζουμε ελληνικότητα. Είναι αυτός που άφηνε ίχνη φωτός μέσα στη ναυαγισμένη πολιτεία και με το φως του έσβηνε τη φωτιά που έχει κατακάψει την ελληνική συνείδηση, προσπαθώντας να φωτίσει το μέλλον για να ανατρέψει τη νεκρική σιγή της ευλογημένης γης.

Αντίο Μίκη
Με απέραντο σεβασμό

*Ο Τίτλος «Επίμονο Παρόν» ανήκει σε σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη από «Τα Λυρικότερα»,  με στίχους του Διονύση Καρατζά και ερμηνεία από την Μαρία Φαραντούρη. Το τραγούδι ανήκει στο Album «Poetica» (1996)

** Ο Τριαντάφυλλος Σερμέτης είναι Δρ. Φιλοσοφίας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!