Ένα απόσπασμα από το σημαντικό βιβλίο του Λευτέρη Σ. Σταυριανού που γράφτηκε το 1958

Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι ένα σύντομο απόσπασμα από την εισαγωγή του σπουδαίου έργου του Λευτέρη Σ. Σταυριανού (1923 – 2004) «Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά», εκδόσεις Βάνιας, που γράφτηκε το 1958 και θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά κλασικά έργα για την ιστορία των Βαλκανίων. Έργο λοιπόν αναφοράς στο οποίο μπορεί να ανατρέξει καθένας που ενδιαφέρεται για την πολυτάραχη πορεία των Βαλκανίων.

 

 

Στην πορεία του μέσα από τις βαλκανικές χώρες, ο ταξιδιώτης θα εντυπωσιαστεί κυρίως από τα αναρίθμητα δείγματα ενός μακρινού και πολύπλευρου παρελθόντος. Μπορεί να βρει ξαφνικά στο δρόμο του ένα ρωμαϊκό λουτρό ή να ακολουθήσει ένα ρωμαϊκό δρόμο. Μπορεί να κάνει μια στάση για να θαυμά­σει τις μεσαιωνικές τοιχογραφίες σε μια βυζαντινή εκκλησία ή τους όλο χάρη μιναρέδες σε κάποιο ισλαμικό τζαμί. Στις δαλ­ματικές ακτές μπορεί να περάσει με το αυτοκίνητο του από δρόμους που έχτισε ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Αν τυχόν περάσει από το Σπλιτ ή Σπαλάτο (η διπλή ονομασία αντικατοπτρίζει τη σλαβική και ιταλική παράδοση της πόλης), θα δει τα ερείπια του ανακτόρου του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού, τα οποία αποτελούν ακόμη το κέντρο της πόλης, και όπου δρόμοι και σοκάκια διατρέχουν τους χώρους του παλατιού, ανάμεσα από λεπτούς κίονες και ψηλές αψίδες. Στην Ελλάδα, θα έχει την ευκαιρία να δει τους κλασικούς ναούς της Αθήνας, τα φράγκικα κάστρα της Πελοποννήσου και τα ερειπωμένα βενετικά τείχη της Κέρκυρας και της Κρήτης. Παντού στα Βαλκάνια το παρελθόν δίνει μάχη με το παρόν – ένα παρόν που συμβολίζεται με σύγχρονα επαγγελματικά κτήρια στις πρωτεύουσες και εκατοντάδες αγροικίες στην ύπαιθρο.

 

Γεωγραφική θέση

Αυτή η πολυμορφία του ιστορικού πλαισίου εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την ενδιάμεση γεωγραφική θέση της Βαλκανικής Χερσονήσου. Όπως προεξέχει στα νότια μέσα στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ευρώπης. Όμως ταυτόχρονα βλέπει την Ασία στην άλλη πλευρά του στενού Αιγαίου Πελάγους και τα νοτιότερα ακρωτήρια της εκτείνονται προς τις ακτές της Αφρικής. Αυτή η γεωγραφική θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων αποκτά πρόσθετη σημασία εξαιτίας της ασυνήθιστης προσβασιμότητας της χερσονήσου. Από αυτήν την άποψη διαφοροποιείται από τις δυο αδελφές της στη Μεσόγειο. Τα Πυρηναία διαχωρίζουν αποτελεσματικά την Ιβηρική Χερσόνησο από την υπόλοιπη Ευρώπη κατά τον ίδιο τρόπο που οι Άλπεις απομονώνουν την Ιταλική Χερσόνησο. Αντίθετα, ο ποταμός Δούναβης δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά μάλλον συνδέει τα Βαλκάνια με την Κεντρική Ευρώπη. Είναι μια τεράστια λεωφόρος την οποία διέσχισαν μέσα στους αιώνες Σλάβοι, Γότθοι, Ούννοι και Βούλγαροι, για να φθάσουν στα βαλκανικά εδάφη.

Κατά αντίστοιχο τρόπο, προς τα δυτικά, μόλις πενήντα μίλια χωρίζουν το τακούνι της ιταλικής μπότας από την ακτή της Αλβανίας. Στα νότια, το νησί της Κρήτης λειτουργεί ως φυσικό σκαλοπάτι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Και προς τα νότια, αποικιστές και εισβολείς έχουν διασχίσει και προς τις δυο κατευθύνσεις το διάστικτο με νησιά Αιγαίο αναρίθμητες φορές από την εποχή της Τροίας.

Αυτή η κεντρική θέση της χερσονήσου εξηγεί το γιατί παραδοσιακά αντιπροσώπευε άλλοτε γέφυρα κι άλλοτε πεδίο μάχης αυτοκρατοριών και πολιτισμών. Οι Έλληνες που ανέπτυξαν τον πρώτο μεγάλο πολιτισμό στη χερσόνησο, όφειλαν πολλά στην εγγύτητα τους προς τις κοιλάδες των ποταμών Νείλου και Τίγρη-Ευφράτη. Με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ. η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης διέσχισε τα Βαλκάνια. Η γραμμή αυτή έμοιαζε πολύ μ’ αυτήν που χώρισε τον καθολικό από τον ορθόδοξο κόσμο κατά τη διαίρεση της χριστιανικής εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν οι τούρκοι κατακτητές αναχαιτίστηκαν τελικά στη Βιέννη, το 16° αι., το σύνορο ανάμεσα στο Σταυρό και την Ημισέληνο ακολούθησε το γνωστό παλιό αυλάκι. Με την άνοδο της ηπειρωτικής ρωσικής αυτοκρατορίας στους σύγχρονους καιρούς και της βρετανικής θαλάσσιας αυτοκρατορίας, η χερσόνησος μετατράπηκε και πάλι σε εμπόλεμη ζώνη για όλη τη διάρκεια το 19ου αι. Ακόμη και σήμερα, με τη διαίρεση του κόσμου που ακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Βαλκάνια είναι και πάλι πεδίο μάχης ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Έτσι, η γεωγραφική θέση της χερσονήσου έκρινε σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι σήμερα.

 

Οι άνθρωποι

Έτσι, ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τις πολυάριθμες εθνότητες που κατοικούν σήμερα στη χερσόνησο. Ποιοι είναι αυτοί οι βαλκανικοί λαοί, από πού ήρθαν και πού ζουν; Μια ματιά σ’ έναν εθνογραφικό χάρτη της χερσονήσου φανερώνει ότι η βαλκανική εθνογραφία είναι τόσο πολύπλοκη όσο και η βαλκανική εδαφική μορφολογία. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει μια δομή που αποτελείται από τέσσερις βασικές φυλές και πολλές σκόρπιες μειονότητες.

Η πιο πολυπληθής από τις τέσσερις φυλές είναι οι Νότιοι Σλάβοι, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί σε μια μεγάλη ζώνη που διασχίζει τα Κεντρικά Βαλκάνια, από την Αδριατική έως τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτοί οι Σλάβοι χωρίζονται σε τέσσερις υποκατηγορίες: τους Σλοβένους στην αρχή της Αδριατικής, τους Κροάτες πιο προς τα νοτιοανατολικά, τους Σέρβους στα Κεντρικά Βαλκάνια γύρω από τον ποταμό Μοράβα και τους Βουλγάρους στην υπόλοιπη έκταση ως τη Μαύρη Θάλασσα. Οι άλλες τρεις φυλές είναι οι Ρουμάνοι στα βόρεια των Σλάβων, και οι Έλληνες και οι Αλβανοί στα νότια.

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές οι φυλές κάνουν την εμφάνιση τους στα Βαλκάνια θα διερευνηθούν σε βάθος στα δυο επόμενα κεφάλαια. Αρκεί να επισημάνουμε ότι στην αρχαιότητα, οι αρχαίοι Έλληνες κατοικούσαν στο νότιο τμήμα της χερσονήσου, όπως ακριβώς και οι απόγονοι τους σήμερα, ενώ στα βορειοδυτικά και τα βορειοανατολικά υπήρχαν δυο βαρβαρικοί λαοί, οι Ιλλυριοί και οι Θράκες αντίστοιχα. Αρχικά, οι Ιλλυριοί κατοικούσαν στο μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Γιουγκοσλαβίας, αλλά αργότερα εκτοπίστηκαν προς τα νότια από σλάβους εισβολείς. Έτσι, λοιπόν, σήμερα οι απόγονοι αυτών των Ιλλυριών, γνωστοί ως Αλβανοί, καταλαμβάνουν μόνο μια μικρή ορεινή περιοχή κατά μήκος της νότιας ακτής της Αδριατικής. Η τύχη των Θρακών στα χέρια των Σλάβων ήταν ακόμη χειρότερη. Διασπάστηκαν ή απορροφήθηκαν τόσο αποτελεσματικά, ώστε ελάχιστοι επιβίωσαν έως τη σημερινή εποχή. Αυτοί είναι γνωστοί με την ονομασία Βλάχοι, μια άγρια νομαδική φυλή βοσκών και ζωοτρόφων που βρίσκονται διάσπαρτοι στις ορεινές περιοχές της χερσονήσου. Ο συνολικός αριθμός τους στην αρχή του αιώνα εκτιμάται περίπου στις 140.000. Από τότε μειώνεται σταθερά, εξαιτίας της αφομοίωσης τους από τους λιγότερο κινητικούς γείτονες τους.

Ο επόμενος λαός που θα εξετάσουμε χρονολογικά, οι Ρουμάνοι, είναι απόγονοι των αρχαίων Δακών, οι οποίοι βρέθηκαν υπό τη ρωμαϊκή εξουσία από το 107 έως το 274 μ.Χ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αφομοιώθηκαν σε σημαντικό βαθμό από τους Ρωμαίους, αναμείχθηκαν με τους κατακτητές τους και υιοθέτησαν τη γλώσσα τους. Έτσι εξηγείται και η ρίζα του όρου «Ρουμάνος» και ο βασικά λατινικός χαρακτήρας της σύγχρονης ρουμανικής γλώσσας. Οι εθνικιστές Ρουμάνοι θεωρούσαν γεμάτοι περηφάνια τους εαυτούς τους ως μια λατινική νησίδα σε μια θάλασσα βάρβαρων Σλάβων. Στην πραγματικότητα, το ρωμαϊκό είδος υπέστη μεγάλη αραίωση μέσα σε αιώνες αλλεπάλληλων εισβολών και τα σλαβικά και ασιατικά χαρακτηριστικά είναι πλέον κυρίαρχα στους σύγχρονους Ρουμάνους και στη γλώσσα τους.

 

Πότε έγινε η ριζική μεταβολή

Η πιο ριζική μεταβολή της φυλετικής σύνθεσης της χερσονήσου επήλθε κατά τον 6° και 7° αι. με τις εισβολές των σλαβικών φύλων από τις πεδινές περιοχές βόρεια των Καρπαθίων. Με την απλή δύναμη των αριθμών έδιωξαν ή αφομοίωσαν τους Ιλλυριούς και τους Θράκες και κατά καιρούς απείλησαν ακόμη και την Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την πρωτεύουσα της, την Κωνσταντινούπολη. Όπως είδαμε νωρίτερα, οι νεοαφιχθέντες εγκαταστάθηκαν σταδιακά στα Κεντρικά Βαλκάνια κι εξελίχθηκαν σε ξεχωριστούς λαούς, Σλοβένους, Κροάτες και Σέρβους. Προς το τέλος του 7ου αι. μερικοί από τους εν λόγω Σλάβους κατακτήθηκαν με τη σειρά τους από τους Βουλγάρους, ένα λαό ασιατικής καταγωγής που προερχόταν από τους αρχαίους Ούννους. Οι Βούλγαροι, όμως, ήταν ολιγάριθμοι και πολύ σύντομα αφομοιώθηκαν σε τέτοιο βαθμό από τους υπηκόους τους, ώστε μόνο το όνομα τους επέζησε μέχρι σήμερα. Έτσι, οι σύγχρονοι Βούλγαροι θεωρούνται ως μια από τις νοτιοσλαβικές υποκατηγορίες και στην ουσία είναι εντελώς Σλάβοι όσον αφορά τη γλώσσα, το γενικότερο πολιτισμό και τα φυσικά τους χαρακτηριστικά.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η χερσόνησος απέκτησε τη βασική εθνολογική της μορφή περισσότερο από χίλια χρόνια πριν. Από τότε έχουν κάνει την εμφάνιση τους πολυάριθμες μειονότητες κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η τουρκική κατοχή των Βαλκανίων από το 150 ως τις αρχές του 20ου αι. οδήγησε σε μια διασπορά μεμονωμένων τουρκικών, από εθνολογική άποψη, νησίδων. Με την παρακμή της αυτοκρατορίας τους, η πλειοψηφία αυτών των Τούρκων επέστρεψε στην πατρίδα τους, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει ελάχιστα ίχνη τους σήμερα στη χερσόνησο. Η μοναδική εξαίρεση βρίσκεται στην περιοχή ακριβώς δυτικά της Κωνσταντινούπολης. Η περιοχή αυτή, γνωστή ως Ανατολική ή τουρκική Θράκη, αποτελεί το μοναδικό τμήμα της χερσονήσου που ανήκει ακόμη στους Τούρκους και ο πληθυσμός της, περίπου μισού ή ενός εκατομμυρίου, αν συμπεριλάβει κανείς και την Κωνσταντινούπολη, είναι τουρκικός σχεδόν στο σύνολο του.

 

Σημαντικές μουσουλμανικές μειονότητες

Η τουρκική κυριαρχία στα Βαλκάνια είχε πιο μόνιμες επιπτώσεις στο θρησκευτικό στοιχείο. Παρόλο που οι Τούρκοι δεν επιχείρησαν να προσηλυτίσουν βίαια τους χριστιανούς υπηκόους τους, κάποιοι ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, προκειμένου να αποφύγουν κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ανεξαιρέτως όλοι οι μη μουσουλμάνοι. Κατά συνέπεια, σήμερα μπορεί να συναντήσει κανείς στα Βαλκάνια σημαντικές μουσουλμανικές μειονότητες. Περίπου 1.500.000 εξ αυτών βρίσκεται στη Γιουγκοσλαβία, oι περισσότεροι στη Βοσνία. Άλλοι 720.000 βρίσκονται στην Αλβανία, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού που στο σύνολο του είναι λίγο πάνω από 1.000.000. Στη Βουλγαρία υπάρχουν περίπου 100.000 Πομάκοι, μια φυλή που αποτελείται από βουλγαρόφωνους μουσουλμάνους, οι σλάβοι πρόγονοι των οποίων εξισλαμίστηκαν τον 17° αι.

Η βαλκανική εθνογραφία περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο εξαιτίας της πολιτικής των τουρκικών και αυστριακών κυβερνήσεων να ιδρύουν συνειδητά αποικίες κατά μήκος των συνόρων τους ως μια μορφή άμυνας κατά του εχθρού. Οι Αψβούργοι, για παράδειγμα, εγκατέστησαν Γερμανούς κατά μήκος του Δούναβη, με αποτέλεσμα πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρουμανία να διαθέτει μια γερμανική μειονότητα περίπου 750.000 ανθρώπων και η Γιουγκοσλαβία 500.000 περίπου. Αντίστοιχα, οι Τούρκοι εγκατέστησαν μουσουλμάνους Τατάρους στη Δοβρουτσά, ώστε να φυλάγουν το δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, από τους οποίους βρίσκονται ακόμη εκεί πάνω από 170.000.

Ένας άλλος λαός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της χερσονήσου, ιδίως κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν οι Εβραίοι. Πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου 1.000.000 Εβραίοι ζούσαν στη Ρουμανία, όπου είχαν μεταναστεύσει από τη Ρωσία και την Πολωνία το 170 και 18° αι.

Άλλοι 170.000 περίπου βρίσκονταν διάσπαρτοι στη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, οι περισσότεροι από αυτούς απόγονοι προσφύγων του 16ου αι. από την Ισπανία και την Πορτογαλία, στους οποίους δόθηκε άσυλο από τους Τούρκους. Μια ακόμη μικρή μειονότητα είναι οι Τσιγγάνοι, ο πληθυσμός των οποίων είναι περίπου 500.000 άνθρωποι. Μερικοί είναι νομάδες, αλλά στην πλειοψηφία τους είναι εγκατεστημένοι σε περιφερειακούς οικισμούς γύρω από πόλεις και χωριά και ζουν μια μίζερη ζωή ως σιδεράδες, πλανόδιοι πωλητές, μουσικοί, αχθοφόροι και οδοκαθαριστές.

 

Εθνολογικές συνέπειες των δύο παγκόσμιων πολέμων

Τέλος, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα να απλουστευθεί κάπως αυτό το εθνολογικό αμάλγαμα, αν και με τεράστιο κόστος για τις άτυχες μειονότητες που ξεριζώθηκαν ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, εξοντώθηκαν. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βουλγαρία συμφώνησαν να προβούν σε ανταλλαγή των μειονοτικών πληθυσμών τους κι έτσι επαναπατρίστηκαν συνολικά 400.000 Τούρκοι, 250.000 Βούλγαροι και 1.300.000 Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής των Βαλκανίων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των Εβραίων μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης της Γερμανίας και της Πολωνίας. Μετά το τέλος του πολέμου, πολλοί από τους επιζήσαντες Εβραίους κατέφυγαν στο νέο κράτος του Ισραήλ. Παραδόξως, η άλλη βαλκανική μειονότητα που συρρικνώθηκε σημαντικά εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η γερμανική. Αρκετοί από τους Γερμανούς της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας στρατολογήθηκαν στη Βέρμαχτ (Wehrmacht), αλλά πολύ λίγοι γύρισαν πίσω. Άλλοι ακολούθησαν την υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Πολλοί από αυτούς που έμειναν στη θέση τους, μεταφέρθηκαν δια της βίας στη Ρωσία. Έτσι, η προσπάθεια του Χίτλερ να κερδίσει «ζωτικό χώρο» για το γερμανικό λαό στην Ανατολική Ευρώπη, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, να αποδεκατιστούν αιωνόβιες γερμανικές αποικίες στα Βαλκάνια.

Είναι εμφανές, με βάση την παραπάνω ανάλυση, ότι η Αλβανία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία είναι εθνοτικά ομοιογενείς χώρες, ιδίως μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στη συνέχεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Αλβανία έχει μια μικρή ελληνική μειονότητα στο Νότο, ενώ η Ελλάδα έχει έναν αντίστοιχα μικρό σλαβικό θύλακα στα βόρεια σύνορα της, αλλά αυτές είναι ασήμαντες εξαιρέσεις, αν και ενοχλητικές από διπλωματική άποψη. Η Βουλγαρία έχει κι αυτή μια μουσουλμανική μειονότητα, η οποία όμως εξαφανίζεται ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης προς την Τουρκία, που εντείνεται εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που έλαβε η βουλγαρική κυβέρνηση το 1950.

Αντίθετα, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία κληρονόμησαν μεγάλους μειονοτικούς πληθυσμούς στις επαρχίες που απέκτησαν από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Σύμφωνα με την απογραφή του 1948, η Γιουγκοσλαβία είχε ένα συνολικό πληθυσμό 15.751.935 τον οποίο 14.000.000 είναι Νότιοι Σλάβοι. Το κύριο μειονοτικό στοιχείο αποτελείται από 400.000 Ούγγρους, έναν ανάλογο αριθμό Αλβανών, 180.000 Ρουμάνους και 100.000 Ιταλούς. Ο γιουγκοσλαβικός λαός είναι διαιρεμένος και αναφορικά με τη θρησκεία του. Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί (κυρίως Σέρβοι) αποτελούν το 50% του πληθυσμού, οι Ρωμαιοκαθολικοί (Κροάτες, Σλοβάκοι και Ιταλοί) το 33%, Μουσουλμάνοι το 11% και οι Διαμαρτυρόμενοι, Εβραίοι και έλληνες Καθολικοί, το υπόλοιπο 5,66%·

Η Ρουμανία, σύμφωνα με την απογραφή του 1948, έχει έναν συνολικό πληθυσμό 15.872.624, σε σύγκριση με σχεδόν 20.000.000 το 1939. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην απώλεια της Βεσσαραβίας και της Μπουκοβίνας προς όφελος της Σοβιετικής Ένωσης και στη δραστική μείωση του αριθμού των Εβραίων και των Γερμανών. Οι βασικές μειονότητες σήμερα είναι οι 1.499.851 Ούγγροι (1.387.719 το 1930), οι 343.913 Γερμανοί (720.000 το 1930) και οι 138.795 Εβραίοι (1.000.000 το 1930). Στην παρούσα φάση, οι μειονοτικοί πληθυσμοί αποτελούν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού, σε σύγκριση με το 25% περίπου πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ρουμάνοι, όπως και οι Γιουγκοσλάβοι είναι διαιρεμένοι αναφορικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, αν και το ποσοστό των Ρωμαιοκαθολικών είναι πολύ μικρότερο από ό,τι στη Γιουγκοσλαβία με τους καθολικούς Κροάτες και Σλοβάκους της. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1946» 81% του πληθυσμού της Ρουμανίας είναι έλληνες Ορθόδοξοι, 9% έλληνες Καθολικοί, 7% Ρωμαιοκαθολικοί και 3% Εβραίοι, Διαμαρτυρόμενοι και Μουσουλμάνοι.

 

* Οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης της εφημερίδας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!