Του Ηρακλή Λογοθέτη. Τα ληστρικά αναγνώσματα είχαν μεγάλη πέραση, σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του ελεύθερου βίου των Eλλήνων.

Ίσως γιατί αυτός ο βίος άρχισε τον κουτσό βηματισμό του με τα τσαρούχια και τη λερή φουστανέλα των κλεφταρματολών και μάλλον γιατί δεν ήταν ποτέ αρκετά ελεύθερος ώστε να υποβάλλει το αίσθημα μιας καθολικής νομιμότητας. Στα τρικυμισμένα χρόνια που πέρασαν από τη σφαγή των λόρδων στο Δήλεσι μέχρι σήμερα, το ελληνικό προτεκτοράτο, αφού έπαιξε για λίγο με την ιδέα του κυρίαρχου κράτους, ξανάγινε και τυπικά πλέον προτεκτοράτο. Η αυθαιρεσία μιας δοτής και με ψευδή συνταγματικά πρόσημα εξουσίας και η κρατικοδίαιτη βία που εκπορεύεται απ’ αυτήν εξωθούν κάθε πολίτη στην κοίτη μιας παρανομίας που από νομικώς αθέμιτη κατέστη βαθμηδόν, ηθικά, αν όχι θεμιτή τουλάχιστον νοητή.
Το αδιανόητο, η μπόρα που θα γεμίσει αυτή την κοίτη και θα μας παρασύρει όλους μαζί πολύ μακρύτερα απ’ όσο θα θέλαμε να πάμε, δεν είναι πια τόσο αδιανόητο. Επόμενο λοιπόν και η σφαγή των λόρδων -η πραγματική- να προξενεί στο συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων, είτε τη θυμούνται είτε όχι, μιαν ανεξιλέωτη φρικίαση, εξίσου βαρύνουσα με τη σφαγή των κλητήρων -τη συμβολική- που διενεργείται καθημερινά στις ταραγμένες μας φρένες. Μια προφανής εξήγηση για τη στροφή από το θυμοφθόρο πάθος κατά των άμοιρων λόρδων στην οργή εναντίον των άπειρων κλητήρων, είναι ότι οι λόρδοι, αν υπάρχουν, είναι περίπου αθέατοι, ενώ οι κλητήρες του κατά κεφαλήν ημερήσιου άγχους, πανταχού παρόντες.
Η μορφή τους, καθώς πλαστουργείται από τα κοιτάσματα του κοινωνικού φαντασιακού, ποικίλλει: υψηλόβαθμοι υπάλληλοι της τρόικας, συνδικαλιστές της συμφοράς, τηλεοπτικές φίρμες, ληστές και τραπεζίτες, εφοριακοί, αστυνομικοί, πρεζόνια και μικροκλέφτες, κυβερνητικά κωθώνια, λαθρομετανάστες… τα προσωπεία αφθονούν αλλά η εχθρότητα εναντίον τους, όσο κι αν μερίζεται κατά τις πολιτικές απόψεις του καθενός, παραμένει σε αξιοσημείωτο βαθμό ενιαία. Αυτό άλλωστε συνιστά και τον μείζονα κίνδυνο, γιατί σε περιστάσεις απελπισίας κηδεμονεύει η τυφλή βία και οι πολλοί τα βάζουν αδιακρίτως με τους πολλούς, το πλήθος στρέφεται εναντίον του πλήθους γιατί μισεί, έτσι το καταντούν, τον εαυτό του…
Ο αηδιασμένος και μπουχτισμένος άνθρωπος, το Αμάν του οποίου επικαλείται ο Ανδρέας Εμπειρίκος, αντιμετωπίζει σήμερα τη βία των κλητήρων και ιδιαίτερα την ασχήμια των κατώτερων απ’ αυτούς. Η ασχήμια που σφραγίζει τόσο έντονα το πρόσωπο της Αθήνας παράγει μια ανυπολόγιστη ποσότητα βίας και βρισκόμαστε πολύ κοντά στη μέρα που η αποστροφή προς την ασχήμια θα κινδυνεύσει να μετατραπεί σε ανταποδοτική επιθετικότητα εναντίον του εγγύτερου – ασχέτως αν αυτός, ο εγγύτερος, έχει το μικρότερο μερίδιο ευθύνης στη διαμόρφωση της εικόνας. Ο εκφασισμός της ελπίδας στηριζόταν ανέκαθεν στον φόβο και σήμερα είναι πολλοί, πάρα πολλοί οι συμπολίτες μας που σιτίζονται στο εκτροφείο του φόβου. Και η εκτροπή τού, απολύτως κατανοητού, φόβου σε γενικευμένη φοβία βρίσκεται προ των πυλών. Από το σημείο αυτό ως την οργανωμένη παρεκτροπή της φοβίας σε οπλισμένη εχθρότητα εναντίον των αδυνάτων, το διάστημα είναι πολιτικά μικρό και η επένδυση της ακροδεξιάς στους κλητήρες της ασχήμιας πολύ μεγάλη… Το μέτωπο κατά της ασχήμιας, με σκοπό την προγραμματική της αναίρεση σε συνταγματικό πλαίσιο, θα μπορούσε ακόμα να συσπειρώσει πολλές συνειδήσεις, αλλά η Αριστερά διστάζει να το ανοίξει παραθεωρώντας τον έντονο πολιτικό του χαρακτήρα.
Η ασχήμια όμως με τα παράγωγα της υπόκωφης βίας δεν είναι αισθητικό, αλλά αυτόχρημα πολιτικό φαινόμενο. Σε μια πόλη και ευρύτερα σε μια κοινωνία απορριμμάτων είναι φυσικό οι άνθρωποι να υποκύψουν στον πειρασμό να συμπεριφερθούν σαν απορρίμματα – και να στριμωχτούν στα κατάλληλα πολιτικά καταγώγια. Το διαφεύγον πλεονέκτημα είναι ότι η βία που απορρέει από την ασχήμια μπορεί, για λίγο ακόμα, να αντιμετωπιστεί με ευγενή αποφασιστικότητα ενώ η ασχήμια της οργανωμένης βίας, που αναπόφευκτα ακολουθεί, θα απαιτήσει για την κατάλυσή της πολύ μεγαλύτερες θυσίες.
Όσοι ανέχονται ακόμα πανεπιστήμια με μορφή σκουπιδότοπων, ιστορικά κτίρια ρυπαρογραφημένα, τη βάναυση παραλυσία του κέντρου της Αθήνας και την προστατευόμενη ασυδοσία των μικροπωλητών του αίσχους, ας το ξανασκεφτούν – γιατί όσο φτηνότερα κοστίζει στους κρατούντες και στους παρακρατικούς η ασχήμια, τόσο ακριβότερα θα την πληρώσουμε, και σε πολιτική μονέδα φυσικά.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!