του Γιάννη Σχίζα

 

Έχω υπόψη μου δυο ιστορίες: Η μια είναι από τους «Αδελφούς Μαρξ στην Άγρια Δύση», έργο που το είδα σε δεύτερη προβολή και δεν μπορώ να ξεχάσω τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια των θεατών καθώς έβγαιναν από τον κινηματογράφο – πλην όμως δάκρυα χαράς και απίθανου κεφιού! Στην ταινία, μεταξύ των άλλων επεισοδίων, ο ένας εκ των αδελφών παράγγελνε στον άλλο να τηλεφωνήσει στον σερίφη γιατί διαδραματιζόταν ληστεία, για να πάρει την απάντηση: «Μα το τηλέφωνο δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη»!

Η δεύτερη ιστορία υποτίθεται ότι προέκυψε από τον Γούντι Άλλεν, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ ήθελε την επόμενη ζωή του να τη ζήσει ανάποδα:

«Ξεκινάς από νεκρός… Μετά ξυπνάς σε ένα γηροκομείο και αισθάνεσαι κάθε μέρα και καλύτερα… Μετά σε πετάνε έξω από το γηροκομείο, γιατί δεν είσαι πλέον τόσο γέρος. Πηγαίνεις και εισπράττεις τη σύνταξή σου και μετά όταν αρχίζεις να δουλεύεις σου δίνουν δώρο ένα χρυσό ρολόι και κάνουν πάρτι για σένα, την πρώτη μέρα στη δουλειά. Μετά γίνεσαι νέος χαίρεσαι τη ζωή… Κάνεις πάρτι, πίνεις αλκοόλ και γενικά είσαι “ατακτούλης”… Μετά είσαι έτοιμος για το γυμνάσιο… Μετά πας στο δημοτικό, γίνεσαι παιδί, παίζεις… Μπουσουλάς, γίνεσαι βρέφος μέχρι τη στιγμή που γεννιέσαι… Μετά περνάς 9 μήνες κολυμπώντας σε ένα πολυτελές σπα με όλα τα κομφόρ, κεντρική θέρμανση και πλήρη εξυπηρέτηση, μεγαλύτερο χώρο κάθε μέρα και τελειώνεις σαν ένας οργασμός!»…

Είναι φανερό ότι η πρώτη ιστορία είναι «μελλοντοδρομική», ενώ η δεύτερη «οπισθοδρομική». Εγώ βίωσα έναν άνθρωπο που ζούσε στο παρελθόν, που φαντάζονταν και επιζητούσε τις στιγμές που πέρασαν ή που είχε περάσει ο ίδιος – που δεν μπορούσαν να αναβιώσουν. Ο Μίλαν Κούντερα βλέπει αυτές τις στιγμές μάταιες, σε έναν στοχασμό του επί της νοσταλγίας που γίνεται στο μυθιστόρημα «Άγνοια», αλλά ποιος τον ακούει! Και ο αδελφός μου ήταν γεμάτος από την αίσθηση μιας επιστροφής που δεν έγινε ποτέ. «Δώσε του παρελθόν και πάρε την ψυχή του», θα λέγαμε…

Οι συζητήσεις του περιστρέφονταν γύρω από παλιούς φίλους στη γενέθλια πόλη μας, θυμόταν όλες τις εκδοχές ανθρώπων, τα παλιά γήπεδα του ποδοσφαίρου, έναν παλιό γνωστό του πατέρα μας που έκανε επισκέψεις μέχρις εσχάτων και που τελικά ήθελε απομάκρυνση με το ζόρι (τις λέγαμε αρμένικες βίζιτες), κάποιον γνωστό που συνάντησε στην Ομόνοια να ζητιανεύει. Θυμόταν ένα παλιό μαγέρικο στην κεντρική πλατεία της Ηλιούπολης, θυμόταν τους πρόσκοπους σε άλλο σημείο της πλατείας, κάποιες παλιές ιστορίες από τη γερμανική κατοχή που τη γνώρισε – 5 με 9 χρόνων. Νοσταλγούσε την παλιά κατάσταση πραγμάτων σε μια Ηλιούπολη αραιοκατοικημένη, όπου τα πρόβατα περιφέρονταν στους δρόμους και όπου η βασιλική ύλη αλόγων έκανε προπόνηση.

Νοσταλγούσε το χωριό, κατά προτίμηση το χωριό της μητέρας μας. Νοσταλγούσε κάτι πίτες της ξαδέλφης μας Μαρίας, σπανακόπιτες και κολοκυθόπιτες, αλλά ακολουθούσε τα άλλα δυο αδέλφια όταν πηγαίναμε στο χωριό του πατέρα μας και ρωτούσε αν μπορούμε να εξασφαλίσουμε εκεί ένα οικόπεδο. Συμπεριφερόταν σαν τον Αλαίν Ντελόν – που κατά δήλωσή του απεχθανόταν και σιχαίνονταν το σήμερα. Κατά τα άλλα ζούσε ήσυχα, δούλευε στο Φαρμακείο του με τα φάρμακα –αυτά που παρέτειναν τη ζωή και την έκαναν ικανή να ζήσει πολλές νοσταλγίες– και έτρεχε με το αυτοκίνητό του σαν ραλίστας: Ίσως για να διασχίσει όσο γίνεται γρηγορότερα ένα παρόν που δεν του προκαλούσε καμιά εντύπωση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!