Τα παράθυρα

Εδώ που μας περίφραξαν βλοσυρά κι αδέκαστα ζιζάνια
εδώ που οι αποπνικτικοί θάμνοι
μεγάλωσαν πιο πάνω απ’ το κορμί μας
εδώ που τα σχοίνα μας φυλάκισαν και μας καθήλωσαν
εδώ που σκύψαμε εξαντλημένο το κεφάλι
εδώ που μας περικύκλωσαν και μας στέγασαν
μ’οροφή το φόβο
πού πια ο ουρανός
πού πια πετάγματα της ψυχής
σε ποιον ουρανό.

Υπόγεια
παράνομα
συνωμοτικά
βγαίνει κάποιος δραπέτης που σκάβει με τα νύχια.

Μέσα στα δόντια του τρίζουν
σφίγγει
το τελευταίο μαχαίρι της ψυχής μου.

Νυχτερινός περίπατος στη Λευκωσία

Πολλά πράγματα εγκαταλείψανε απόψε την πόλη
για να παν κάπου να παραθερίσουν
κι έμεινε μονάχη της η ησυχία-
Βασιλεύει.

Εσβήσανε το φως του σπιτιού για οικονομία
και κάτσανε έξω απ’ τις σκοτεινές πόρτες τους
δέκα χιλιάδες ψυχές που σκοτείνιασαν
για οικονομία.
(Οι άλλοι… οι άλλοι…,
θα δανειστούνε γι’απόψε το χαμόγελο
της χτεσινής μέρας, που το δανείστηκε από την προηγούμενη,
για να βολέψουνε τα βήματά τους, να εφαρμόσουν
επάνω στις πατημασιές
– να, φαίνουνται γραμμή!-
της ευπρέπειας.)

Μια κοπέλα που βρήκε τώρα μια αβίαστη ώρα
ανοίγει το ερμάρι της, το ερμάρι της…
όπου έχει κουβαλήσει την ιερή αγωνία της
με κάτι λεπτές συγκινήσεις απ’ την εκκλησιά,
και περιμένει,
το φτερό του αγγέλου,
να κινήσει το νερό της κολυμβήθρας του Σιλωάμ.

Τότες δυο ολόλευκα περιστέρια
μου ξέφυγαν και κάθισαν στους ώμους της.
Χάρηκα πολύ που δεν πρόφτασα να κρεμάσω την κάρτα μου στο
λαιμό τους.
– που μου’χαν ξεφύγει.

Ίτε

Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους
και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.
Απαθώς
τότε
κι απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι
δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!