Το Αηδόνι
Του Μάη τις νύχτες, κελαηδεί, μες στους γαλήνιους κήπους,
το αηδόνι της ανατολής ανάμεσα στα ρόδα.
Το τρυφερό τριαντάφυλλο δε νιώθει ουδέ κι ακούει,
και κάτω από το ερωτικό τραγούδι αποκοιμιέται.
Ποιητή, όταν την ψυχρή ομορφιά θα τραγουδήσεις, σκέψου
μόνο το αηδόνι• αληθινά, προς τι να μπεις στον κόπο;
Τους στίχους σου δε τους ακούει μήτε τους νιώθει Εκείνη!
Ανθίζει, για να φαίνεται, μα ’ναι κουφή η καρδιά της.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Το Ματωμένο Σάλι
Μες στο αίμα βαμμένο βλέπω τούτο το σάλι
όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι
Και γεννά τόσες πίκρες στη ζωή μου τη μαύρη,
Που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θάβρη.
Όταν γλύκαινε ακόμα τη ζωή μου η ελπίδα,
Σαν τρελλός αγαπούσα μια ξανθήν Ελληνίδα,
Που μου είχε το νου μου η ματιά της πλανέψει
Και τους πόθους μου αρπάξει και τα νειάτα μου κλέψει.
Με παληούς μου συντρόφους μια βραδυάν εγλεντούσα,
Και στο γλέντι να σβύσω τον καημό μου ζητούσα.
Όταν ένας Εβραίος πονηρά με κυττάει,
Και μου λέει κρυφά – η Ρωμιά σ’απατάει.
Του πετάω φλουριά, μου θολώνει το μάτι,
Καβαλλάω ευθύς το γοργό μου το άτι,
Και στο σπίτι της τρέχω, στη μικρούλα φωληά της,
Όπου είχα περάσει γλυκές νύχτες σιμά της.
Με τα μάτια θολά, με το νου φλογισμένο,
Σπω την πόρτα κι ευθύς μες στην κάμαρα μπαίνω.
Και στο λύχνου το φως που σιγά τρεμοσβούσε
Η ξανθή η Ελληνίδα έναν άλλον φιλούσε.
Τους αδράχνω τους δύο με τ’αντρείο μου χέρι
Και το φίλημα κόβει τ’αργυρό μου μαχαίρι.
Κ’ η ξανθή η Ελληνίδα με ντροπή χλωμιασμένη
Εκυλίστη στο πάτωμα κάτω σφαγμένη.
Μες στο αίμα βαμμένο πήρα τότε το σάλι,
Όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
Κι’ από τότε καμμιάς γυναικός δεν εμίλησα,
Ούτε όμορφα χείλη καμμιανής δεν εφίλησα.
Έχει πίκρα γεμίσει την ψυχή μου τη μαύρη,
Που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θάβρη.
Όσο βλέπω βαμμένο μες στο αίμα το σάλι
Όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
Μετάφραση: Θ. Βελλιανίτης