Η ετήσια συνέλευση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) εξελίχθηκε σε ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης Ουάσιγκτον-Πεκίνου, αν και έληξε με μια προσχηματική συμφωνία που τα έλεγε όλα και τίποτα. Στην πραγματικότητα η κόντρα ξεδιπλώθηκε, με πρωτοβουλία του Τραμπ, ήδη τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της συνέλευσης. Η διήμερη διαδικασία αυτής καθαυτής της (διαδικτυακής) συνάντησης αναλώθηκε σε διαρκή παζάρια μέχρι να επιτευχθεί η «ομόφωνη» απόφαση, μετά από αμοιβαίους συμβιβασμούς μεταξύ των κύριων αντιπάλων και των συμμάχων τους. Η προσωρινή αυτή κατάπαυση του πυρός αποτελεί στην πραγματικότητα μία ακόμη ένδειξη της αδυναμίας των ΗΠΑ, και γενικότερα του δυτικού μπλοκ, να επιβάλουν τα σχέδιά τους στο βαθμό που ήθελαν και υπολόγιζαν.

Αυτό που ζητούσε η κυβέρνηση του Τραμπ ήταν να βρεθεί ο διεθνής οργανισμός στο εδώλιο του κατηγορουμένου ως συνένοχος της Κίνας, και να καταδικαστεί. Εκτός κι αν ο ΠΟΥ έστεργε να δείξει το Πεκίνο ως βασικό υπαίτιο της πανδημίας, δίνοντας έτσι επιχειρήματα στο σχέδιο του Αμερικανού προέδρου να ζητηθεί από την Κίνα «αποζημίωση για τη ζημιά που προκάλεσε στις ΗΠΑ». Πράγματι, η Ουάσιγκτον έχει αρχίσει να σκέφτεται στα σοβαρά ότι έτσι θα μπορέσει να διαγράψει μεγάλο μέρος του τεράστιου χρέους της προς το Πεκίνο ως… επαχθές! Για να προωθήσει αυτόν τον στόχο, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν περιορίστηκε στα συνήθη πολεμικά τιτιβίσματά του μέσω twitter, όπου επιτίθεται στην «κίτρινη απειλή» και της φορτώνει τα πάντα:

► Πρώτον, ανακοίνωσε από τα μέσα Απριλίου τη διακοπή της χρηματοδότησης του ΠΟΥ από την Ουάσιγκτον, συνοδευόμενη από την απειλή ότι αυτή θα μονιμοποιηθεί αν ο οργανισμός δεν «συμμορφωθεί». Η απειλή γίνεται πιστευτή αφού ήδη οι ΗΠΑ έχουν μονομερώς αποχωρήσει από μια σειρά διεθνείς θεσμούς και συμφωνίες, καθώς θεωρούν ότι αυτές αντανακλούν παλιότερες «ρυθμίσεις» που είναι ασύμφορες για την Ουάσιγκτον. Επιπλέον, τυχόν μόνιμη διακοπή της αμερικανικής συνδρομής θα κάνει τον ΠΟΥ εντελώς ανήμπορο να απαντήσει και στις πιο στοιχειώδεις ανάγκες, και μάλιστα την εποχή μιας εν εξελίξει πανδημίας.

► Δεύτερον, τη μέρα έναρξης των εργασιών της ετήσιας συνέλευσης έστειλε στον πρόεδρο του ΠΟΥ, τον Αιθίοπα Τέντρος Αντανόμ, μια διόλου διπλωματική ανοιχτή επιστολή-βόμβα, στην οποία κατηγορεί και τον ίδιο προσωπικά ως μαριονέτα του Πεκίνου και (συν)υπεύθυνο για την πανδημία! Η επιστολή του Τραμπ καταλήγει σε τελεσίγραφο, δίνοντας προθεσμία ενός μήνα για να στραφεί ο ΠΟΥ εναντίον της Κίνας, ειδάλλως η διακοπή χρηματοδότησης θα γίνει οριστική. Επιπλέον, ο Αμερικανός πρόεδρος αναβαθμίζει την απειλή, γράφοντας ότι εξετάζει και το ενδεχόμενο αποχώρησης των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ: «Με τα σημερινά δεδομένα, η οργάνωσή σας σαφώς και δεν υπηρετεί τα συμφέροντα της Αμερικής», καταλήγει με θράσος αλλά και κυνική ειλικρίνεια η εν λόγω επιστολή, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο διάσπασης του διεθνούς οργανισμού.

► Τρίτον, εβδομάδες πριν τη διεξαγωγή της συνέλευσης οι ΗΠΑ άρχισαν, με τη βοήθεια στενών συμμάχων τους όπως η Αυστραλία, να επαναφέρουν ένα ζήτημα που θεωρείται διεθνώς λήξαν και αποτελεί κόκκινο πανί για την κινεζική ηγεσία: επιχείρησαν δηλαδή να ξαναδώσουν διεθνές στάτους στην Ταϊβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί επαρχία της. Διαφημίζοντας την «επιτυχή» διαχείριση της πανδημίας από τις αρχές της Ταϊβάν, σε αντιδιαστολή με την «καταστροφική» διαχείριση της Κίνας, Ουάσιγκτον και Καμπέρα επιχείρησαν να συσπειρώσουν κι άλλες χώρες στο αίτημα να δοθεί θέση παρατηρητή στην Ταϊβάν. Πραγματικός στόχος ήταν βέβαια να πιεστεί κι άλλο το Πεκίνο.

Ο Τραμπ επεδίωκε να βάλει τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στο εδώλιο του κατηγορουμένου ως συνένοχο της Κίνας, εκτός κι αν ο ΠΟΥ έστεργε να δείξει το Πεκίνο ως βασικό υπαίτιο της πανδημίας – δίνοντας έτσι επιχειρήματα στο σχέδιο του Αμερικανού προέδρου να ζητηθεί από την Κίνα «αποζημίωση για τη ζημιά που μας προκάλεσε»

Σχετική αποτυχία της Ουάσιγκτον

Με τέτοιο τρόπο ο Τραμπ επιχείρησε να μετατρέψει τον ΠΟΥ σε εργαλείο περιθωριοποίησης και κολασμού των Κινέζων, αλλά δεν τα κατάφερε. Καταρχήν, κανένα κανονικό κράτος δεν δέχθηκε καν να συζητήσει την ιδέα διάσπασης του ΠΟΥ και δημιουργίας ενός δεύτερου οργανισμού που θα λειτουργούσε ως πειθήνιο όργανο των ΗΠΑ. Μονάχα οντότητες τύπου Ταϊβάν ή… Κοσόβου (αυτές δηλαδή που είτε δεν είχαν να χάσουν τίποτα είτε αποτελούν δυτικά προτεκτοράτα) βρήκαν «ενδιαφέρουσα» την πρόταση. Έπειτα, ακόμη και η Ε.Ε., δέσμια του ευρωατλαντισμού, εμφανίστηκε μεν γεμάτη κατανόηση για τις βορειοαμερικανικές θέσεις, αλλά στην πράξη προώθησε μια γενικόλογη πρόταση περί «έρευνας για την προέλευση του Covid-19» χωρίς να κατονομάζει την Κίνα – στην κατεύθυνση αυτή ήταν και η απόφαση που υιοθετήθηκε τελικά, με τη συναίνεση και του Πεκίνου. Τέλος, υπό τη σαφή απειλή κινεζικών αντιποίνων, ακόμη και βασικές δυτικές δυνάμεις παράστησαν ότι ούτε είδαν ούτε άκουσαν τίποτα περί απόδοσης στην Ταϊβάν θέσης παρατηρητή – κι έτσι το θέμα δεν τέθηκε καν επισήμως στην ετήσια συνέλευση.

Κάπως έτσι το… μακελειό που υποσχόταν ο Τραμπ αναβλήθηκε μέχρι νεωτέρας, και ο τελικός συμβιβασμός κατέδειξε πάνω απ’ όλα την προϊούσα αδυναμία των ΗΠΑ αλλά και προσωπικά του Αμερικανού προέδρου. Και μάλιστα σε μια στιγμή που ο Τραμπ χρειάζεται απεγνωσμένα μια διεθνή «νίκη» ώστε να αντέξει στον ιδιότυπο αμερικανικό εμφύλιο που συνεχίζεται. Πόσο μάλλον που οι ΗΠΑ μετρούν πλέον επισήμως σχεδόν 100.000 νεκρούς, χωρίς ένδειξη ότι οι εκατόμβες του Covid-19 θα αποτελούν σύντομα παρελθόν. Αυτό το εγγυάται τόσο η ανυπαρξία ενός δημόσιου συστήματος υγείας όσο και η βεβιασμένη «επιστροφή στην κανονικότητα» υπό τις ιαχές των ένοπλων ακροδεξιών, οι οποίοι διαδηλώνουν βέβαιοι ότι… δεν υφίσταται πανδημία, άρα ούτε λόγος για λήψη μέτρων!

Οι ποιοτικοί δείκτες χτυπάνε συναγερμό για την ικανότητα των ΗΠΑ να βγουν νικηφόρες στη μάχη απέναντι στον «κίτρινο κίνδυνο»: το επίσημο ποσοστό ανεργίας ξεπέρασε το 15%, έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των ισχυρότερων κρατών του δυτικού μπλοκ, και το μικρότερο ιστορικά ποσοστό δημόσιων επενδύσεων για ανάπτυξη και έρευνα

«Κανονικότητα» ανεργίας και φτώχειας

Η ολόπλευρη κρίση στην πάλαι ποτέ αδιαμφισβήτητη βορειοαμερικανική υπερδύναμη έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε η αντικινεζική προπαγάνδα του Τραμπ και οι θεωρίες συνωμοσίας των κάθε κοπής ακροδεξιών (από τους φανατικούς ευαγγελιστές ως τις ρατσιστικές μιλίτσιες) δεν μπορούν να αντισταθμίσουν μια πραγματικότητα αβίωτη για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού των ΗΠΑ. Και δεν αναφερόμαστε μονάχα στο βαρύ τίμημα της πανδημίας σε ζωές. Την περασμένη εβδομάδα, παρά την «επιστροφή στην κανονικότητα», υποβλήθηκαν σχεδόν 2,5 εκατομμύρια νέες αιτήσεις για επίδομα ανεργίας – έτσι που σήμερα 27,5 εκατομμύρια πολίτες της υπερδύναμης επιβιώνουν με τέτοιο προσωρινό επίδομα, χώρια τα 40 ακόμη εκατομμύρια που φυτοζωούν κάτω από τα όρια της φτώχειας σε ένα μαζικό κοινωνικό περιθώριο, χωρίς καμία κρατική ενίσχυση και χωρίς προοπτική αξιοπρεπούς δουλειάς. Ας σημειωθεί ότι το επίσημο ποσοστό ανεργίας έχει ξεπεράσει πια το 15%, πλήττοντας πρώτα τους Λατίνους και τους Αφροαμερικανούς, αλλά τελικά και τα λευκά μεσοστρώματα.

Την ίδια στιγμή κι άλλοι ποιοτικοί δείκτες χτυπάνε συναγερμό για την ικανότητα των ΗΠΑ να βγουν νικηφόρες στη μάχη απέναντι στον «κίτρινο κίνδυνο»: έχουν π.χ. το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των ισχυρότερων κρατών του δυτικού μπλοκ, και το μικρότερο ιστορικά ποσοστό δημόσιων επενδύσεων για ανάπτυξη και έρευνα (μείωση 40% σε σχέση με τρεις δεκαετίες πριν)… Όχι καλά νέα για τον Τραμπ σε περίοδο που έρχονται όλο και πιο κοντά οι προεδρικές εκλογές. Αμφίβολο αν τα νέα είναι πολύ καλά και για τους Δημοκρατικούς, των οποίων ο επικρατέστερος προεδρικός υποψήφιος, ο 77χρονος Τζο Μπάιντεν, εξακολουθεί να κρύβεται στο υπόγειο του σπιτιού του για να μην κολλήσει τον ιό! Και το επιτελείο του απλά ελπίζει ότι ο Τραμπ από μόνος του θα βάλει τα χέρια του και θα βγάλει τα μάτια του, επιτρέποντας μια νίκη των Δημοκρατικών. Όντως, στις δημοσκοπήσεις της τελευταίας εβδομάδας η απόσταση μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν διευρύνεται: ο νυν πρόεδρος περιορίζεται σε ποσοστά της τάξης του 40-42%, ενώ ο αντίπαλός του, αν και «εξαφανισμένος», αποσπά 48-50%. Παίρνοντας κουράγιο από αυτές τις προγνώσεις, το Δημοκρατικό Κόμμα προσπαθεί να αποσείσει τη ρετσινιά του Τραμπ ότι «το στηρίζει η Κίνα»(!) ζητώντας ακόμη πιο σκληρή αντικινεζική γραμμή, ενώ την ίδια στιγμή κριτικάρει τον Τραμπ για την «αβάσιμη επίθεσή του στον ΠΟΥ»…


* «Κατανομή του πλούτου των νοικοκυριών στις ΗΠΑ από το 1989» (Distribution of Household Wealth in the U.S. since 1989), στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο του 2019 από την ιστοσελίδα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (www.federalreserve.gov).

Στις ΗΠΑ μονάχα οι δισεκατομμυριούχοι τα πάνε καλά: το τελευταίο δίμηνο, εν μέσω πανδημίας, αύξησαν συνολικά τον πλούτο τους κατά 15% επιπλέον (από 2,9 τρισεκατομμύρια σε 3,4 τρισεκατομμύρια δολάρια). Συνολικά, στα τέλη του 2019, το πλουσιότερο 1% διέθετε πλούτο 36,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο πολυάριθμος «πάτος» (το 50% του πληθυσμού, δηλαδή 165 εκατομμύρια άνθρωποι) μοιραζόταν μόλις 1,6 τρισεκατομμύριο δολάρια! «Εάν οι ΗΠΑ θέλουν να έχουν μια κάποια ελπίδα επικράτησης σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, δεν μπορούν να επαναπαύονται στις δάφνες του περασμένου αιώνα», έγραφε ο οικονομολόγος και πανεπιστημιακός Νόα Σμιθ στο Bloomberg, και διευκρίνιζε: «Πρέπει να αποδείξουν ότι το σύστημά τους είναι το καλύτερο. Δηλαδή ότι γεννά ευμάρεια που αναδιανέμεται πλατιά, κι ότι μπορεί να προστατεύει τον πληθυσμό από φυσικές απειλές». Όταν όμως το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών των ΗΠΑ νέμεται το 70,2% του συνολικού πλούτου (ενώ στο φτωχότερο 50% αντιστοιχεί μόλις το 1,5%)*, και όταν 100.000 άνθρωποι πεθαίνουν μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες λόγω κορωνοϊού («μια απλή γριπούλα», που έλεγε κι ο Τραμπ όταν πρωτοεμφανίστηκε το πρόβλημα…), οι προοπτικές δεν φαίνονται ιδιαίτερα λαμπρές.


Ξεκίνησαν χθες (22/5)στο Πεκίνο, με ομιλία του πρωθυπουργού Λι Κετσιάνγκ, οι εργασίες της ετήσιας συνόδου της «Εθνικής Λαϊκής Συνέλευσης», που θεωρητικά είναι το ανώτατο σώμα της Λ.Δ. Κίνας. Ενώ συνήθως αυτή η ετήσια σύνοδος είναι ευκαιρία πανηγυρισμών για τις επιτυχίες του Πεκίνου σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο, αυτή τη φορά όλοι είναι κουμπωμένοι: η κινεζική οικονομία σημειώνει την πρώτη –εδώ και δεκαετίες– συρρίκνωση, και ταυτόχρονα η διεθνής πίεση που ασκεί η Ουάσιγκτον στο Πεκίνο, ρίχνοντάς του την ευθύνη για την πανδημία, εξαναγκάζει σε αμυντική στάση στην παγκόσμια αρένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εναρκτήρια εισήγησή του ο Λι Κετσιάνγκ απέφυγε, σε αντίθεση με ό,τι συνηθιζόταν τα προηγούμενα χρόνια, να θέσει συγκεκριμένους στόχους για την οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση της φτώχειας, συνακόλουθα και για την περαιτέρω βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Κινέζων. Από την άλλη, στο πρόγραμμα της ετήσιας συνόδου περιλαμβάνεται πρόταση για έναν νέο «νόμο εθνικής ασφάλειας», που στοχεύει στην πάταξη των υποστηριζόμενων από τη Δύση διαμαρτυριών στο Χονγκ Κονγκ. Η πρόταση συνιστά μήνυμα αποφασιστικότητας προς πολλές κατευθύνσεις, αλλά την ίδια στιγμή γίνεται αφορμή για κλιμάκωση της δυτικής αντικινεζικής εκστρατείας. Ήδη στο Κογκρέσο των ΗΠΑ Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί παραμερίζουν τις διαφορές τους καλώντας από κοινού σε ένταση των κυρώσεων έναντι του «αυταρχικού κινεζικού καθεστώτος». Η ετήσια σύνοδος, στην οποία συμμετέχουν 2.980 βουλευτές, αναμένεται να ολοκληρωθεί την επόμενη Πέμπτη.


Ο Τραμπ ψεύδεται (και… αυτοδιαψεύδεται)

 

► Ο Τραμπ προσάπτει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι έδωσε συγχαρητήρια στο Πεκίνο για τον τρόπο αντιμετώπισης της επιδημίας, γεγονός που κατά τον Αμερικανό πρόεδρο συνιστά «δείγμα ανησυχητικής έλλειψης ανεξαρτησίας». Όμως δεν ήταν μόνο ο ΠΟΥ που έδωσε συγχαρητήρια στην Κίνα. Ο… ίδιος ο Τραμπ έγραφε σε μήνυμά του στο twitter στις 24 Ιανουαρίου: «Η Κίνα εργάζεται πολύ σκληρά για να περιορίσει τον κορωνοϊό. Οι ΗΠΑ εκτιμούν ιδιαίτερα τις προσπάθειες και τη διαφάνεια. Όλα θα πάνε καλά. Θέλω, εν ονόματι του Αμερικανικού Λαού, να ευχαριστήσω ιδίως τον πρόεδρο Σι!». Δύο μήνες αργότερα (27 Μαρτίου) ξαναέγραφε: «Μόλις ολοκλήρωσα μια πολύ καλή συνομιλία με τον πρόεδρο Σι της Κίνας. Συζητήσαμε λεπτομερειακά για τον κορωνοϊό που πλήττει μεγάλα τμήματα του πλανήτη μας. Η Κίνα έχει περάσει πολλά και έχει επιτύχει μια βαθιά κατανόηση του ιού. Συνεργαζόμαστε στενά μαζί της. Έχει όλο τον σεβασμό μας!».

► Στην επιστολή του προς τον πρόεδρο του ΠΟΥ, ο Τραμπ τον κατηγορεί ότι «αγνόησε συστηματικά έγκυρες πληροφορίες για επιδημία στο Βουχάν από τις αρχές Δεκεμβρίου, περιλαμβανομένων αναφορών της ιατρικής επιθεώρησης Lancet». Σε μια λιτή απαντητική δήλωσή του ο Ρίτσαρντ Χόρτον, εκδότης του Lancet, επισημαίνει: «Αυτός ο ισχυρισμός [του προέδρου Τραμπ] δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Δεν δημοσιεύσαμε καμία αναφορά στις αρχές Δεκεμβρίου 2019 για διασπορά ιού στο Βουχάν. Η πρώτη σχετική αναφορά που δημοσιεύσαμε ήταν Κινέζων επιστημόνων στις 24 Ιανουαρίου 2020».

► «Στις 31 Δεκεμβρίου λάβατε πληροφορίες από τις αρχές της Ταϊβάν σχετικά με τη μετάδοση ενός νέου ιού από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά τις αποκρύψατε, προφανώς για πολιτικούς λόγους», εξακολουθεί το τραμπικό κατηγορητήριο. Το διαψεύδει το ίδιο το μήνυμα της Ταϊβάν προς τον ΠΟΥ, που δεν έδινε, αλλά ζητούσε(!) πληροφορίες: «Οι σημερινές ειδήσεις μιλούν για τουλάχιστον επτά περιπτώσεις άτυπης πνευμονίας στο Βουχάν. Οι υπηρεσίες υγείας [του Βουχάν] λένε ότι πιστεύουν πως οι περιπτώσεις δεν αφορούν τον ιό SARS, αλλά τα δείγματα που έχουν ληφθεί ακόμη εξετάζονται και τα κρούσματα έχουν απομονωθεί προς θεραπεία. Θα εκτιμούσαμε ιδιαίτερα οποιαδήποτε σχετική πληροφορία μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας», έγραφε το μήνυμα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!