Της Μαρίας Μάρκου. Επιστρέφω συχνά στην Ελλειπτική του Γιώργου Κοροπούλη, βιβλίο που διαβάζεται με πυρετό και επιλύεται πάντα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Εγχείρημα φιλοδοξίας που προκαλεί δέος και ομορφιάς που υποβάλλει. Ποίηση με την υπνωτιστική δύναμη του σαμάνου, με τη λυτρωτική ενέργεια του παιχνιδιού και, πάλι, με τη βαθιά ανησυχαστική υποψία ενέδρας.

Σε πρώτη ανάγνωση προσφέρεται ως αφοπλιστική -βασανιστικά ανεπιφύλακτη- αφήγηση μιας περιήγησης στον κόσμο των νεκρών που κατοικούν τον ποιητή, περιήγησης στο ασυνείδητο, στο πένθος και την ενοχή που θα περιέγραφαν με ψυχιατρικούς όρους την κατάθλιψη. Γρήγορα συνειδητοποιείς ότι δεν πρόκειται για αυτοθεραπεία μέσω της ποίησης (θα ήταν θεμιτό εξάλλου) αλλά για κάτι πολύ σημαντικότερο: Την ιχνηλασία μιας απαιτητικής και επίπονης επεξεργασίας του πένθους, στο όνομα της προσωπικής ευθύνης που είναι επιτακτικό να περισωθεί στην ποίηση. Επιτακτικό με την (πολιτική) υπόθεση ότι «η αποδόμηση του (κατακυριευμένου) χαρακτήρα και η αποδόμηση του θεάματος είναι δύο κινήσεις που προϋποθέτουν και απαιτούν η μία την άλλη». Επιτακτικό, όμως, και με τους όρους που θέτει η απώλεια όταν πολλαπλασιάζεται σε ενεστώτα χρόνο, μετατοπίζεται από τη μνήμη στην τρομακτική αποφατικότητα της απουσίας και χάνει την, αγωνιώδη όσο και καθυσηχαστική, επαναληπτικότητά της. Όταν η παραλυτική αίσθηση του αμετάκλητου δεν μπορεί πια να εξευμενιστεί.
Παρακολουθούμε ασθματικά σ’ αυτή την αφήγηση, την εξέλιξη ενός πολέμου χαρακωμάτων, όπου οι νίκες είναι πύρρειες και οι ήττες μαυλιστικές, καθώς το φάντασμα του δίδυμου που υιοθετήθηκε, για να μεγαλώσει, από το παιδί που επιβιώνει, καταλήγει να ανατρέφει αυτό το παιδί, με τον τρόπο που το πένθος μπορεί να εκβάλλει στη ζωή με την μορφή της τρυφερότητας και του ελέους, αλλά και με τον τρόπο που η ενοχή μπορεί να εκβάλλει στην εντιμότητα, στο αίτημα για δικαιοσύνη και για αλήθεια που εξαγοράζεται ακριβά. Από την άλλη πλευρά, παρακολουθούμε μια αμφίρροπη μάχη όπου ο θάνατος ενδύεται την υλικότητα, τις απεριόριστες εκδοχές της ζωής, την ίδια στιγμή που την υπονομεύει από τον φασματικό κόσμο των ονείρων. Μάχη σε όλα τα μέτωπα, καθώς το επίκεντρο της ενοχής εντοπίζεται στην γονεϊκή σχέση έτσι που να προσβάλλεται μολυσματικά ο έρωτας, η οικειότητα με τον κόσμο που κατοικούμε, όλο το ευρετήριο αισθημάτων που συνθέτουν τα πράγματα που αγγίζουμε.
Αν το σχέδιο είναι πιο φιλόδοξο από τον, σχεδόν κλινικής νηφαλιότητας, ισχυρισμό ότι έχει βρεθεί η αποτελεσματική λύση μιας ζωής που έχει εκπέσει από το νόημά της, ισχυρισμό που οργανώνεται μάλιστα με όρους αισθητικής (κρεμιέμαι χωρίς κλίση), είναι γιατί στον Αρτώ «αυτοκτονούμε όπως ονειρευόμαστε-δεν είναι ηθικό το ερώτημα που θέτουμε». Αντίθετα, για τον Κοροπούλη ονειρευόμαστε όπως επιβιώνουμε και το ερώτημα είναι εξ αρχής ηθικό, αφορά το νόημα της ζωής ως επιταγή και υποβάλλεται στην ποίηση. Ρωτά πώς θα ειπωθεί το άρρητο και το απαγορευμένο, ό,τι μας συνιστά ταυτόχρονα με όρους καταστροφής, που σοβεί από την αρχή του χρόνου και με όρους ολοκλήρωσης μιας στοχαστικής συνθήκης που ιδρύεται διαρκώς στην επικράτεια της γλώσσας. Πώς παίρνει μορφή η αίσθηση πολλαπλών σπειροειδών κινήσεων γύρω από το ελλείπον κέντρο της σύνθεσης, γύρω από αυτό που αναζητάμε και ξορκίζουμε, αυτό που λέγεται με χίλιους τρόπους ώστε να ενταφιαστεί κάτω από λέξεις σαν τον αντιδραστήρα του Τσέρνομπιλ, αυτό που συνεχώς αναδιπλασιάζεται ή εξαχνώνεται, που μετακινείται και κρύβεται εκεί από όπου μας κοιτάζει με κακό μάτι, με σαγήνη, με ικεσία.
Γι’ αυτό και δεν πρόκειται για αφήγηση αλλά για σκηνοθεσία. Η Ελλειπτική είναι σύνοψη ενός ποιητικού corpus που έχει διαμορφωθεί σε μακριά πορεία, χωρίς να χάνει το στόχο του γιατί είναι θέμα ζωής και θανάτου. Σύνοψη στο μέτρο που η πορεία ανατέμνεται με ακρίβεια στο όριο της σκληρότητας, για να στοιχειοθετηθεί εκ νέου με πατρική φροντίδα, να θεμελιωθεί στο έδαφος της εσωτερικής περιπέτειας που κάνει την ποίηση αναγκαία. Ιχνηλατεί, έτσι, την απειλητική εμπειρία του χρόνου, γραμμές που καμπυλώνονται από την ένταση της μνήμης μέσα σ’ εφιάλτη συγχρονικότητας και, τη στιγμή που θα κλείσουν φευγαλέα τον αιτιακό κύκλο γίνονται ασύμπτωτες ή υποστρέφουν αναπόφευκτα στο σχήμα του απείρου με αντίτιμο την απώλεια της δεύτερης διάστασης, με άλλα λόγια, την ακόμα πιο οδυνηρή απώλεια του κέντρου της σύνθεσης.
Πάνω σ’ αυτό το σχέδιο, η Ελλειπτική είναι ένα εργαστήριο επεξεργασίας της ποιητικής φόρμας ως εργαλείου εξόρυξης, με τον τρόπο που μπορεί να το κάνει ο πιο υψηλής εξειδίκευσης τεχνίτης, ο συστηματικός ερευνητής κυριευμένος από το πάθος και την μεταδοτική -αλλά πρόσκαιρη- ευφορία της ανακάλυψης, ο ερανιστής που ασκεί τα δικαιώματά του στην κλεπταποδοχή σε όλο το εύρος ενός πεδίου κατοικημένου από συνομιλητές. Αυτό υποθέτω είναι και ο ηθικός πυρήνας της ποίησής του: όλο το εύρος του πεδίου -όχι της ποίησης- της ζωής.
Αυτό είναι και η πηγή της γοητείας της. Ποίηση που σχολιάζει με τον πιο μοντέρνο τρόπο και καλεί τα πνεύματα με τον πιο αρχέγονο, με τη μορφή νήματος τεντωμένου στον λαβύρινθο, ώστε να μαντεύεις αυτό που είναι να ειπωθεί σαν να το ξέρεις ήδη, για να το καλοδεχτείς που έρχεται από κοινή πατρίδα. Φόρμα εκθαμβωτική σαν μετωνυμία, αν όχι δύσκολη σαν δρόμος.
Δείτε, για παράδειγμα, την Υαλή, δεν έχω πιο αγαπημένο (ερωτικό φυσικά):
Το θέμα της ανέφικτης συνάντησης αναπτύσσεται σε δυο ορμητικά, όπως η επιθυμία, ρεύματα από ομοιοκατάληκτα δίστιχα που κυνηγιούνται, γλιστρούν και χορεύουν από δύο κατευθύνσεις. Ρίμες και παρηχήσεις που έχουν παραιτηθεί από κάθε ειρωνεία και ακροβατούν σε αιχμηρή κόψη, σαν προσευχή που λες με μια ανάσα, με κλειστά τα μάτια και την ανομολόγητη αποδοχή της ματαίωσης.
Εκεί που είναι να συναντηθούν τα ρεύματα περιδινίζονται, συμπλέκονται και γίνονται τετράστιχα, με σταυρωτές ομοιοκαταληξίες και με γέφυρες από τη μια στροφή στην άλλη (δεν έχω ιδέα γι’ αυτό το είδος της τεχνικής αλλά τι σημασία έχει), ώστε να μην αναμιγνύονται. Κάτι συμβαίνει με την διάθλαση, με την θερμοκρασία του νερού, καθώς η συνάντηση δεν πραγματοποιείται. Αντίθετα, η απόσταση διαστέλλεται, τα ρεύματα εκτρέπονται σε παράλληλες, αντίστροφες καμπύλες μέσα στην νύχτα και, με μια χειρονομία βασιλική, εισβάλλουν στο όνειρο που έχει κάνει κάθε έφηβος: Όνειρο της γιορτής που γίνεται μακριά και, καλεσμένοι, δεν βρίσκουμε το δρόμο για να πάμε και η ώρα περνάει, μας πιάνει φόβος. Ο ίδιος φόβος που μας κεντρίζει στην παραβολή των μωρών παρθένων ή στο τραγούδι για το φουστάνι, που δεν έχουμε, να πάμε στον γάμο.
Ύστερα, τα ρεύματα χωρίζονται και πάλι για να ξανασυναντηθούν, παιχνίδι χωρίς έκβαση αφού ρέουν μέσα σε φιάλη του Κλάιν, απατηλή, χωρίς εσωτερικό, αλλά ωραία, τόσο λεία, τόσο διάφανη που τρέμεις να μη διαρραγεί σε πείσμα της τοπολογίας. Πώς όχι; Αφού είναι γυάλινη, με άλλα λόγια, φτιαγμένη για να ραγίζει όπως το λαμπογυάλι. Ναι, το ακούς ανεπαίσθητα λίγο πριν το ράγισμα αρχίσει να διακλαδίζεται. Όπως ακούς και τα τζάμια να ραγίζουν όταν ο πάγος ανθίζει πάνω τους. Υπάρχει πάντα μια διαφορά θερμοκρασίας. Ή μια οποιαδήποτε διαφορά.

*H Μαρία Μάρκου διδάσκει Πολεοδομία στη Σχολή Αρχιτεκτόνων αλλά απολαμβάνει πιο πολύ την ποίηση.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!