του Γιώργου Ρακκά

Από την επανάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης-Χαλκιδικής-Ναούσας –την Κεντρική Μακεδονία, δηλαδή– έχουν επιβιώσει στη σύγχρονη συλλογική μας μνήμη οι μορφές του Εμμανουήλ Παπά, του Χάψα, του Καρατάσου. Τα γεγονότα, όμως, αυτά καθεαυτά και κυρίως η θυσιαστική διάσταση της συμβολής που είχαν οι Έλληνες της Κεντρικής Μακεδονίας στη στερέωση της επανάστασης νοτιότερα, δεν έχουν αποτυπώνονται με τη βαρύτητα που τους αναλογεί στον πανεθνικό καμβά της Εθνεγερσίας.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ στην Χαλκιδική κηρύσσεται από τον Εμμανουήλ Παπά, στην Μονή Εσφιγμένου στον Άθω, την 17η Μαΐου του 1821. Συγκροτούνται ένοπλα σώματα, και ακολουθούν μάχες στην Ιερισσό (Σιδηρόπορτα, τότε), τον Πολύγυρο, και εν τέλει τα ελληνικά άτακτα στρατεύματα προελαύνουν σε όλο το μήκος της Βόρειας Χαλκιδικής προς τη Θεσσαλονίκη. Η αντίδραση των Οθωμανών είναι άμεση: Στις 19 Μαΐου, ξεκινούν οι εκτεταμένες σφαγές στην Θεσσαλονίκη, το πογκρόμ των γενιτσάρων στις ελληνικές γειτονιές, η διαρπαγή του πλούτου και εν τέλει ο περιορισμός όλου του ελληνικού πληθυσμού εντός των εκκλησιών της πόλης.

Ο διοικητής της πόλης, ωστόσο, Γιουσούφ Μπέης, βλέποντας ότι δεν είναι δυνατόν να κάμψει μόνος του την επαναστατική δραστηριότητα στην Χαλκιδική, και ότι αν την αφήσει η Θεσσαλονίκη θα κινδυνεύσει από περικύκλωση, στέλνει επιστολή στον Σουλτάνο. Εκείνος δίνει εντολή στον Μπαϊράμ Πασά, ο οποίος ήδη είχε ετοιμάσει στράτευμα 20.000 πεζών και 3.000 ιππέων για να κατέλθει προς τον Νότο και να καταπνίξει την καρδιά της επανάστασης, να στραφεί προς την Θεσσαλονίκη.

Τα ελληνικά σώματα τότε διαχωρίζονται – το ένα υπό τον Εμμανουήλ Παπά προωθείται προς τα στενά της Ρεντίνας, προκειμένου να αντιμετωπίσει το εκστρατευτικό σώμα στα στενά της, και να σταματήσει την προέλασή του προς την πόλη. Η έτερη πτέρυγα, προωθείται προς την Θεσσαλονίκη, πραγματοποιεί μια σύντομη, νικηφόρα μάχη στο Σέδες (κατ’ άλλους λίγο πιο νότια στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή), προσεγγίζει τα τείχη της Θεσσαλονίκης, αλλά αναδιπλώνεται προς τα Βασιλικά περιμένοντας ενισχύσεις.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, όμως, δεν προλαβαίνει να οχυρωθεί στα στενά της Ρεντίνας, και εξαναγκάζεται σε μια άνιση, μάταιη μάχη. Το σχέδιο των Ελλήνων αποτυγχάνει, και τότε, όλη η οργή των Οθωμανών πέφτει πάνω στους ελληνικούς πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής. Τα γεγονότα αυτά συμβαίνουν στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου, αλλά μέχρι το Σεπτέμβριο διαρκούν οι ολικές εκκαθαρίσεις των στρατευμάτων του Μπαϊράμ Πασά.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ τους, είναι τραγικά για τον ελληνισμό της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής: Ισοπεδώνονται πάνω από 60 χωριά, ο πληθυσμός σφαγιάζεται, και οι αιχμάλωτοι πωλούνται σκλάβοι στην Θεσσαλονίκη, η οποία εν τω μεταξύ έχει μεταβληθεί σε ανοιχτό στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπο εκτελέσεων.

Τα τείχη γεμίζουν με κομμένα κεφάλια, ενώ μέσα στην πόλη ο πλούτος της ελληνικής κοινότητας –που θα διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία ακμής κατά τον 17ο αιώνα, και θα σηματοδοτήσει την ολική επαναφορά του ελληνικού στοιχείου στην πόλη– λεηλατείται για να χρηματοδοτήσει τον αφανισμό των ελληνικών εστιών στην ευρύτερη περιοχή.

Ένα από τα περιστατικά για τα οποία επιβιώνουν προφορικές παραδόσεις, και έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη της πόλης σα χαρακτηριστικό συμβάν του χαλασμού της, είναι ο εγκλεισμός πολλών Ελλήνων στην Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (επί της Εγνατίας, λίγο πριν την οδό Αγίας Σοφίας), όπου αφήνονται να πεθάνουν από την δίψα και την πείνα μέσα στην Εκκλησία. Ένα άλλο, στην Παζαρούδα (σημερινή Απολλωνία) αφορά στον πνιγμό των περισσότερων κατοίκων του χωριού στη λίμνη Βόλβη.

Το μαρτύριο, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Το 1822, ξεσπάει επαναστατική εστία προς την Νάουσα και μέχρι τον Όλυμπο. Εξαπολύεται ένας νέος κύκλος σφαγών, δηώσεων, και εξανδραποδισμών, με αιματηρό πρωταγωνιστή τον Αμπού Λουμπούτ, τον επονομαζόμενο και «ροπαλοφόρο», ο οποίος ξεκινάει με τα στρατεύματά του από την Θεσσαλονίκη και καταστρέφει τα πάντα στο διάβα του μέχρι να επιτύχει το Ολοκαύτωμα της Νάουσας: Μια πόλη 10.000, περίπου, ισοπεδώνεται, και θα ξανακατοικηθεί μόνον κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1820.

Ο φόρος αίματος είναι πολύ βαρύς για τον ελληνισμό της Κεντρικής Μακεδονίας. Ο Ιωσήφ Νεχαμά, επιφανής ιστορικός της εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη, αναφέρει ότι τα θύματα άγγιξαν τις 25.000. Άλλοι 10.000, μπορεί και 15.000 αν λάβουμε υπόψη ορισμένες πηγές από την Χαλκιδική, πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Άγνωστος ο όγκος του πληθυσμού που κατέφυγε στον Νότο και τις Βόρειες Σποράδες.

Ο αφανισμός είναι τόσο εκτεταμένος, ώστε η φορολογική βάση της οθωμανικής εξουσίας συρρικνώνεται δραματικά στην ευρύτερη περιοχή, κάτι που μέσα από φιρμάνια φέρεται να την απασχολεί ιδιαίτερα το 1825. Στην οθωμανική απογραφή του 1834, μόνον μερικές χιλιάδες, μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού, Έλληνες εμφανίζονται να μένουν στην Θεσσαλονίκη, εκεί όπου στα τέλη του προηγούμενου αιώνα υπολογίζονταν στους 15.000-20.000.

O Ιππότης Bottu, πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη κατά την τραγική αυτή περίοδο, γράφει χαρακτηριστικά σε αναφορά προς τις γαλλικές διπλωματικές υπηρεσίες: «Ο πασάς συνεχίζει με επιμονή το σύστημα διαρπαγής εναντίον των Ελλήνων. Γνωρίζει ότι η ξαφνική άνοδος του πλούτου και της εργατικότητάς τους, καθώς και η μεγάλη επιρροή που τους είχε δοθεί στα ζητήματα της Τουρκίας, τους ενέπνευσε ως έθνος την ιδέα της απελευθέρωσής τους, και την ίδια στιγμή τους παρείχε τα μέσα και τη φιλοδοξία ώστε να την επιχειρήσουν. Θέλει, λοιπόν, με το να τους καταστρέψει, να σύρει πίσω την Ελλάδα στην υπακοή».

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ της Κεντρικής Μακεδονίας, ιδίως εκείνος του άξονα Χαλκιδικής-Θεσσαλονίκης-Νάουσας, ξεκινάει τον βίο του σχεδόν από την αρχή, μέσα στα αποκαΐδια που άφησαν οι οθωμανικές αγριότητες. Η διαδικασία αυτή, όμως, εκκαθάρισης των πληθυσμών –που ήταν προγραμματισμένη καταπώς μαρτυρούν τα φιρμάνια της Πύλης που σώζονται στο αρχείο του Οθωμανικού Ιεροδικείου Βεροίας– απαίτησε την παρουσία εκτεταμένων στρατευμάτων στην περιοχή που προορίζονταν για την Στερεά, και την Πελοπόννησο.

Οι Έλληνες, κερδίζουν πολύτιμο χρόνο ώστε να στερεώσουν την Επανάσταση στον πυρήνα της. Η συγχρονία των γεγονότων είναι αξιοσημείωτη: 17 Μαΐου ξεκινάει η Επανάσταση στην Χαλκιδική, 18 Μαΐου ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) κατατροπώνει τους Τούρκους στα Δολιανά, ενώ λίγες μέρες αργότερα ο Πλαπούτας προωθείται από την Πιάνα στα Τρίκορφα της Τριπολιτσάς, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από την πόλη, που θα πέσει κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου.

Είναι δε, ένα ερώτημα το αν τα στρατεύματα του Μπαϊράμ Πασά είχαν κατέλθει δίχως χρονοτριβή προς την Στερεά, αν θα ήταν εφικτή η νίκη των Γκούρα-Δυοβουνιώτη στα Βασιλικά (28 Αυγούστου 1821), όπου κατατροπώθηκαν 8.000 Τούρκοι που προορίζονταν να κατέλθουν στην Πελοπόννησο. Η τραγική θυσία των Ελλήνων της Κεντρικής Μακεδονίας, μας δίνει την πολυτέλεια να μην χρειάζονται να διατυπωθούν αυτά τα «αν…».


Λησμονημένη Εθνοκάθαρση

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις, ένας τόμος με συλλογική από κείμενα των Αντώνη Θεοδωρίδη, Γιώργου Ρακκά, Γιάννη Ταχόπουλου και Felix Beaujour, που επιδιώκει να καταγράψει την έκταση των οθωμανικών αγριοτήτων στην Κεντρική Μακεδονία, τους σκοπούς της πολιτικής της, και τον γενικότερο χαρακτήρα που επέβαλε στην Θεσσαλονίκη η Οθωμανική εξουσία. Το κείμενο, ιδιαίτερα, του Αντώνη Θεοδωρίδη, επιφανούς δημοσιογράφου της πόλης και ιδρυτή της ΕΣΗΕΜ-Θ το οποίο γράφηκε το 1940, και παρέμεινε τις τελευταίες δεκαετίες εξαντλημένο, μόνον στα ράφια του δικτύου δημοτικών βιβλιοθηκών Θεσσαλονίκης, παρέχει μια πολύ γλαφυρή, και άρτια τεκμηριωμένη περιγραφή-χρονικό όλων των γεγονότων που συνέβησαν μέσα στην πόλη κατά την περίοδο αυτή. Ο Γ. Ταχόπουλος, παρουσιάζει όλο το εύρος των ιστορικών πηγών, ανασκευάζοντας την απόπειρα της αποδομητικής ιστοριογραφίας να περάσει το ιστορικό αφήγημα περί ‘ασήμαντων συμβάντων στην Θεσσαλονίκη’. Η έκδοση κλείνει με τα κείμενα των Γ. Ρακκά, για την λησμονημένη εθνοκάθαρση, και την οθωμανική «δημογραφική μηχανική» στην Θεσσαλονίκη, καθώς και με μια περιγραφή της πόλης από τον πρόξενο της Γαλλίας (1787-1797), Φελίξ Μπωζούρ, για την φυσιογνωμία που είχε εκείνη την εποχή…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!