της Δήμητρας Γαβριηλίδου

Μέσα στην εβδομάδα παρακολουθήσαμε στη Βουλή τη συζήτηση του νομοσχεδίου «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου», το οποίο εν τέλει υπερψηφίστηκε, εν μέσω πλήθους αντιδράσεων. Πολλά τα θέματα προς σχολιασμό, το καθένα ικανό να αποτελέσει αντικείμενο ενός ξεχωριστού άρθρου, από ριζωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις, μέχρι την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε κάθε περίπτωση, η ψήφιση του νομοσχεδίου αποτελεί οπισθοδρόμηση για το οικογενειακό δίκαιο και φανερή καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του παιδιού και των γυναικών. Η δημόσια συζήτηση κινήθηκε αρκετά γύρω από το ζήτημα της συνεπιμέλειας, αν και κάποιοι νομικοί θεωρούν περισσότερο επικίνδυνες τις αλλαγές στα ζητήματα της γονικής μέριμνας.

Αρχικά, ας συζητήσουμε τα επιχειρήματα για τη στήριξη και αιτιολόγηση του νομοσχεδίου, είτε των ενεργών πατεράδων, είτε επιστημονικών τοποθετήσεων που, ενώ ισχυρίζονται μια αντικειμενική παρουσίαση των δεδομένων, στην πραγματικότητα μοιάζει να αντικατοπτρίζουν στερεοτυπικές παρωχημένες αντιλήψεις και να μην συνδέονται με την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα και ανάγκη. Δηλαδή, το ζήτημα του τι συμβαίνει σε μια οικογένεια όταν δυο γονείς αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο είναι αρκετά πολυδιάστατο και συνδέεται με κοινωνικούς, πολιτισμικούς, οικονομικούς και άλλους παράγοντες. Δεν είναι μόνο τα συναισθήματα των δυο γονέων και οι προσωπικές τους συγκρούσεις που παίζουν ρόλο. Άλλωστε, η εξήγηση όλων των προβλημάτων που ανακύπτουν σε ένα διαζύγιο με όρους ψυχολογικούς μοιάζει προβληματική. Εξάλλου, μια πιο προσεκτική ματιά στη διεθνή έρευνα και βιβλιογραφία φανερώνει ότι μέρος των τεκμηρίων που υποστηρίζουν την υποχρεωτική συνεπιμέλεια έχουν δεχθεί έντονη κριτική και έχουν αποδομηθεί. Έρευνες από χώρες στις οποίες έχει εφαρμοστεί για πολλά χρόνια η συνεπιμέλεια, έχουν όντως δείξει τις θετικές επιδράσεις της. Ωστόσο, ακόμη και οι υπέρμαχοι της κοινής ανατροφής στα συμπεράσματα των ερευνών τους φροντίζουν να είναι προσεκτικοί και αναφέρουν ότι δεν ισχύουν τα ίδια για τις περιπτώσεις της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας. Φαίνεται οι οικογένειες που πριν διαλυθούν έχουν σημαντικά προβλήματα και έντονες συγκρούσεις, με την επιβολή της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας να αποτυγχάνουν να παρέχουν ένα σταθερό και ασφαλές πλαίσιο για το παιδί, που είναι και το σημαντικό ζητούμενο. Η έμφαση και πάλι: Η εμπλοκή και των δυο γονέων στη ζωή ενός παιδιού είναι σημαντική, εφόσον όμως μπορούν να συνεργάζονται.

Στο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε τα παιδιά δεν έχουν φωνή, δεν θεωρούνται αξιόπιστα και το «καλό» τους δεν εξετάζεται κάθε φορά, αλλά έχει προαποφασιστεί

Όπως έχει συζητηθεί, το νομοσχέδιο αγνοεί την κακοποίηση και την ενδοοικογενειακή βία, η οποία πλειοψηφικά ασκείται από τους άνδρες στις γυναίκες, καθώς και στα παιδιά, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα. Στη Βουλή η ενδοοικογενειακή βία θεωρήθηκε εξαίρεση ή κανονικότητα, με δηλώσεις όπως αυτή του βουλευτή Γιάννη Λοβέρδου ότι «κάποιος που έδερνε ή κακοποιούσε τη σύζυγό του μπορεί να είναι καλός πατέρας»! Η εν λόγω άποψη είναι ενδεικτική, καθώς το νομοσχέδιο στην πραγματικότητα καμία σχέση δεν έχει με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων ενός πατέρα, αλλά κυρίως αντικατοπτρίζει την οπτική του δυνατού, οικονομικά ισχυρού πατέρα. Άλλωστε αρκετές διατάξεις του νομοσχεδίου είναι φανερά αποτέλεσμα λομπινγκ μιας μερίδας πλούσιων μπαμπάδων που φρόντισαν τόσο στα ΜΜΕ όσο και στη Βουλή να προωθήσουν την άποψή τους, ενώ δεν είχαν τον ίδιο χώρο οι απόψεις των φεμινιστικών και άλλων οργανώσεων.

Πέρα από αυτά, είδαμε και τις παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για πολλά σημεία του νομοσχεδίου. Μεταξύ άλλων, στην έκθεσή της επισημαίνει ότι: «Το συμφέρον του τέκνου είναι αόριστη νοµική έννοια, η οποία προστατεύεται και από υπερεθνικούς κανόνες δικαίου, όπως είναι η Διεθνής Σύµβαση για τα Δικαιώµατα του Παιδιού και ο Χάρτης των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ε.Ε. Ως αόριστη νοµική έννοια, το συµφέρον του τέκνου εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση µε κριτήρια αξιολογικά, τα οποία αντλούνται, µεταξύ άλλων, και από τα πορίσµατα της ψυχολογίας. Παρέχεται, συνεπώς, στον δικαστή η δυνατότητα να δίνει σε αυτή διαφορετικό περιεχόµενο σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, υπό το φως της ιδιαιτερότητας κάθε έννοµης σχέσης και των υποκειµένων της, εξατοµικεύοντας τα κριτήρια που καθορίζει κατά τρόπο γενικό ο νοµοθέτης και που αφορούν το συµφέρον του τέκνου». Τέλος, είδαμε διαμαρτυρίες από οργανώσεις και συλλογικότητες, καθώς και καταγγελίες από διεθνείς οργανισμούς. Εξαιρετικά σημαντική είναι η καταγγελία της επιτροπής του ΟΗΕ για την παρακολούθηση των διακρίσεων ενάντια στις γυναίκες και στα μικρά κορίτσια που αναφέρει: «Αυτός ο νόμος, αν τεθεί σε ισχύ, θα μπορούσε να εκθέτει σε αυξημένο κίνδυνο θύματα ενδοοικογενειακής βίας στα πλαίσια της κοινής επιμέλειας».

Με τη ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου έχουμε ουσιαστικά την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών, όπως τα ορίζει και η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Ένα από τα συνθήματα των ημερών έλεγε: «Τα παιδιά έχουν φωνή». Στο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε τα παιδιά δεν έχουν φωνή, δεν θεωρούνται αξιόπιστα και το «καλό» τους δεν εξετάζεται κάθε φορά, αλλά έχει προαποφασιστεί. Αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο χρειάζονται, διάλογος στην κοινωνία και στις οικογένειες που αλλάζουν χρειάζεται, νομικές ρυθμίσεις χρειάζονται. Στο νομοσχέδιο του κ. Τσιάρα, πάντως, οι αλλαγές δεν προέκυψαν ως προϊόν ενός ουσιαστικού δημοκρατικού διαλόγου, ούτε έχοντας ως επίκεντρο το περιβόητο «συμφέρον» του παιδιού.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!