Πώς δογματισμός και φιλοσυστημισμός αλληλοσυμπληρώνονται απομακρύνοντας την επαφή με την πραγματικότητα

Του Γιώργου Παπαϊωάννου

 

Η στάση της Αριστεράς στην Ευρώπη απέναντι στο δημοψήφισμα της Καταλονίας, είναι ενδεικτική για την αδυναμία της να κατανοήσει το εθνικό ζήτημα και την πολυπλοκότητα των εκφάνσεών του στον σύγχρονο κόσμο, αλλά όχι μόνο αυτό. Η «αμηχανία» θα ήταν ήπιος χαρακτηρισμός για την τοποθέτηση των αριστερών κομμάτων απέναντι γενικότερα σε όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας και σηματοδοτούν ιστορικών διαστάσεων θύελλες που χρωματίζονται από την παρουσία εκατομμυρίων ανθρώπων. Η Αριστερά –στη συντριπτική της πλειονότητα- απέχει από την πραγματικότητα, δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να πει για αυτήν ή απλώς συμπαρατάσσεται με τις κυρίαρχες δυνάμεις και τη δική τους οπτική.

Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση του ΚΚΕ την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, ενός από τα ισχυρότερα αριστερά κόμματα που θεωρείται και το πιο «ορθόδοξο» κομμουνιστικό στην Ευρώπη:

«Το ΚΚΕ καταδικάζει τη βάρβαρη κρατική βία και καταστολή που άσκησε η ισπανική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του χθεσινού δημοψηφίσματος στην Καταλονία. Αυτή η πολιτική οξύνει εθνικιστικές και διχαστικές λογικές και απ’ τις δυο πλευρές, ενώ τροφοδοτεί τους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς στην Ισπανία που είναι ξένοι προς τα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα».

Ίσες αποστάσεις από «τις δύο πλευρές», αδιαφορία για τους «ενδοαστικούς ανταγωνισμούς», συλλήβδην τσουβάλιασμα των «εθνικιστικών και διχαστικών λογικών». Έτσι, δεν απομένει κάτι να ειπωθεί πέρα από την καταδίκη της υπέρμετρης βίας που άσκησε η ισπανική κυβέρνηση. Στο ζήτημα αυτό, το «σκληροπυρηνικό» ΚΚΕ ταυτίζεται με όλες τις «ρεφορμιστικές» ευρωπαϊκές φωνές, φτάνοντας μέχρι τους Σοσιαλδημοκράτες και χωρίς να εξαιρούμε από αυτό το φάσμα την κυβερνώσα ελληνική «Αριστερά». Η τοποθέτηση είναι επί της ουσίας, πανομοιότυπη.

Η ευρωπαϊκή Αριστερά βλέπει παντού κινδύνους για τη «συνοχή της Ευρώπης». Αδυνατεί πλήρως να κατανοήσει τη σχέση εθνικού και κοινωνικού ζητήματος στις νέες μορφές που αυτά παίρνουν σήμερα. Είναι βαθιά «φιλοευρωπαϊκή» (με την έννοια της Ε.Ε.) και για αυτό δεν υποστηρίζει ή αντιτίθεται σε οποιαδήποτε διαδικασία αμφισβητεί το σημερινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Η ισπανική Αριστερά, σχεδόν όλες οι εκφράσεις της, δείχνει δυστυχώς να μην βγαίνει από τα όρια που θέτει το δικό της μεταπολιτευτικό κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο. Ένα συμβόλαιο που υπογράφτηκε με την ηγεμονία της μεγαλοαστικής τάξης, διατηρώντας τις ισορροπίες με τον Φρανκισμό και τις ρίζες του στο «βαθύ κράτος».

 

Ευρώπη των Περιφερειών;

Ένα άλλο τμήμα της Αριστεράς σε διάφορες χώρες, τοποθετείται με σκεπτικισμό απέναντι στα γεγονότα, βλέποντας την ανεξαρτησία στην Καταλονία να εντάσσεται στο από καιρό διατυπωμένο σχέδιο για μια «Ευρώπη των Περιφερειών».

Το σχέδιο αυτό δεν είναι ανύπαρκτο και αποσκοπεί στο αδυνάτισμα της εθνικής κυριαρχίας και την ενίσχυση της αυτονομίας στις περιφέρειες των σημερινών κρατών ώστε, χωρίς τη μεσολάβηση του «αναχρονιστικού» έθνους-κράτους, το παγκοσμιοποιημένο πολυεθνικό κεφάλαιο και η γραφειοκρατία της Ε.Ε. να ελέγχουν ευκολότερα οικονομίες και κοινωνίες. Πρόκειται για ένα σχέδιο του οποίου πλευρές είναι ούτως ή άλλως σε εφαρμογή, ειδικά στις χώρες που βρίσκονται κάτω από την γερμανική επιτροπεία. Ας θυμηθούμε (όχι ότι τον ξεχάσαμε, αφού συνεχίζει ακάθεκτος) τον Φούχτελ και τις απευθείας μπίζνες του με τις ελληνικές περιφέρειες. Το αν, όμως, οι εξελίξεις στη μια ή την άλλη χώρα, θα συνδεθούν με ηγεμονικά σχέδια για την Ε.Ε. ή με μια δημοκρατική προοπτική είναι, έτσι κι αλλιώς, ένα πεδίο ανοικτό. Η εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα στα γεγονότα είναι που μπορεί να δρομολογήσει τη μια ή την άλλη εξέλιξη.

Οι αναφερόμενες απόψεις δείχνουν να θεωρούν ότι η ανεξαρτησία οντοτήτων που σήμερα εντάσσονται στο ισπανικό κράτος, θα έπληττε τη συνοχή ενός δημοκρατικού φεντεραλιστικού κράτους προς όφελος μιας περιφέρειας και του εθνικιστικού «εγωισμού» της. Δεν πρόκειται όμως για αυτό. Το ισπανικό κράτος απέχει πολύ από αυτή την περιγραφή, ενώ διαδικασίες επιμέρους δημοκρατικής εθνικής ολοκλήρωσης θα μπορούσαν πράγματι να οδηγήσουν, σε «δεύτερο χρόνο», σε μια δημοκρατική ομοσπονδιακή οικοδόμηση στο επίπεδο της Ισπανίας και της Ιβηρικής Χερσονήσου.

 

Σύνθεση πολλών προσδιορισμών

Άρα, θα πρέπει μήπως να υποστηριχθεί οποιαδήποτε «αποσχιστική τάση» ξεφυτρώνει σήμερα στην Ευρώπη; Τίποτα πιο ανυπόστατο από αυτή τη «συνεπαγωγή». Το εθνικό ζήτημα ταλαιπώρησε όσο κανένα άλλο, τόσο την προοδευτική σκέψη από τότε που αυτή θεμελιώθηκε στη σύγχρονη μορφή της, όσο και τα πραγματικά κινήματα. Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα από αυτή την «ταλαιπωρία», αυτό είναι ότι μια σειρά κριτήρια διαφοροποιούν τις εκφράσεις αυτού του κορυφαίου και πολυδιάστατου θέματος.

Μπορεί να οριστεί ως έθνος μια οντότητα ή όχι και με ποια κριτήρια; Έχει κάποια ιστορικότητα το αίτημα της ολοκλήρωσης ενός συγκεκριμένου έθνους ή είναι δημιούργημα πρόσκαιρων σχεδιασμών; Από την άλλη, εδράζεται στη σημερινή πραγματικότητα ή ανασύρεται αποκλειστικά από κάποιο «ένδοξο» παρελθόν; Έχει πλατιά λαϊκή βάση ή αποτελεί όχημα αποκλειστικά σχεδιασμών κάποιας τοπικής ελίτ; Συνδέεται με τη δημοκρατική διαδικασία και το αίτημα της Ελευθερίας ή σχετίζεται με μισαλλόδοξες και μεγαλοκρατικές βλέψεις; Με τι γενικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις συνδέεται και κατά πόσο υποκινείται από ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς;

Τα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορούν να μπουν σε μια μαθηματική εξίσωση ώστε να συμπληρώνει κανείς τιμές και να παίρνει το αποτέλεσμα. Αναζητούν, όμως, κάποιους προσδιορισμούς και «το συγκεκριμένο είναι πάντα σύνθεση πολλών προσδιορισμών».

 

Ανυπόστατες συγκρίσεις

Πολλοί ανησυχούν: Κι αν η Καταλονία κερδίσει την ανεξαρτησία της, πού θα οδηγηθεί; Τι είδους κράτους θα είναι και πώς θα τοποθετηθεί στις διεθνείς εξελίξεις; Ας μην ξεχνάμε ότι ολόκληρες επαναστάσεις άλλαξαν πορεία και χάθηκαν ή οδήγησαν στα χειρότερα καθεστώτα. Τέτοιου είδους ερωτήματα δεν μπορούν να φυλακίζουν τη σκέψη και να προκαταλαμβάνουν την πράξη.

Έγιναν πολλές συγκρίσεις αυτές τις μέρες, τις περισσότερες φορές ανιστόρητες. Γιατί είναι άλλη η περίπτωση της Καταλονίας και άλλη, για παράδειγμα, της Βόρειας Ιταλίας, όπου μια τοπική ελίτ θέλει να απαλλαγεί από την «πλέμπα» του Νότου, ξεκόβοντας από την ίδια την ιστορική διαμόρφωση του ιταλικού έθνους. Ακούσαμε μέχρι και για την Κρήτη (!) από ανθρώπους που μάλλον αγνοούν ότι οι Κρητικοί έχυσαν το αίμα τους για να ενωθούν με την υπόλοιπη Ελλάδα, βλέποντας σε αυτή την ένωση την πραγμάτωση της ελευθερίας τους, ενώ οι Καταλανοί ιστορικά έβλεπαν την ελευθερία τους μέσα από την διαπάλη με την ισπανική μοναρχία. Μια μικρή λεπτομέρεια…

Οι «ισχυροί» γνωρίζουν καλά την πολυπλοκότητα του εθνικού ζητήματος. Για αυτό και το αντιμετωπίζουν χωρίς «δογματισμούς». Τη Γιουγκοσλαβία τη διέλυσαν με μίσος, για να μην καταπιέζονται οι εθνότητες. Στη Μέση Ανατολή έβαλαν φωτιά για δεκαετίες, ξεκινώντας το 1991 να σώσουν την ανεξαρτησία του Κουβέιτ, ενός κράτους-κατασκευάσματος. Το Κουρδιστάν το αντιμετωπίζουν διαφορετικά σήμερα από ό,τι πριν 20 χρόνια. Για Καταλονία και χώρα των Βάσκων δεν θέλουν να ακούνε, όπως και για την Παλαιστίνη.

Αντίθετα, η Αριστερά εγκλωβισμένη σε δογματισμούς, αλλά και στην ατολμία της να αμφισβητήσει τον σημερινό κόσμο και τους παγκοσμιοποιητικούς σχεδιασμούς, με τους οποίους συχνότατα συντάσσεται, αδυνατεί να συνδεθεί με τις εξελίξεις, να αποκτήσει μια ανεξάρτητη ματιά. Μια ματιά που θα αντιμετώπιζε όσα συμβαίνουν στην προοπτική της ελευθερίας και της ανθρώπινης χειραφέτησης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!