Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου.

Εάν βρισκόμασταν ενώπιον των συνηθισμένων πρακτικών των υπουργείων Παιδείας της μεταπολίτευσης, θα αντιμετωπίζαμε τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού και της Υπουργού Παιδείας για τις αλλαγές στα πανεπιστήμια ως «μια ακόμη μεταρρύθμιση», η οποία έρχεται μόλις τρεισήμισι χρόνια μετά την προηγούμενη της Γιαννάκου.

Εάν βρισκόμασταν στους συνήθεις ρυθμούς του πολιτικού χρόνου, θα αναρωτιόμασταν γιατί η κυβέρνηση, ενώ έχει ανοίξει τόσα κοινωνικά μέτωπα, θέλει να αντιπαρατεθεί και με τον «ευαίσθητο» χώρο των πανεπιστημίων. Τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει. Η επιχειρούμενη «μεταρρύθμιση» της Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτελεί μια βίαιη απόπειρα αποδόμησης του δημόσιου πανεπιστημίου, τόσο ως προς τον προσδιορισμό «δημόσιο», όσο και ως προς την οντότητα «πανεπιστήμιο». Το ενδιαφέρον είναι ότι οι κυβερνητικοί παράγοντες δεν το κρύβουν: με την πολιτική ωμότητα που ταιριάζει μόνο σε αυταρχική διακυβέρνηση και με τις βιολογίζουσες μεταφορές όλων των θεραπειών-σοκ, η υπουργός Παιδείας δηλώνει στους Δελφούς: «οι αλλαγές να είναι πολύ βαθιές και να αφορούν το DNA των Πανεπιστημίων και των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων».
Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα αναφερθούμε στο πώς επιχειρείται να ανατραπεί η οντότητα πανεπιστήμιο, να καταργηθούν, δηλαδή, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ακαδημαϊκότητας και γιατί αυτό είναι τόσο επείγουσα ανάγκη για τους «μεταρρυθμιστές» του Μνημονίου.
Συστατικά χαρακτηριστικά της ακαδημαϊκότητας είναι η ύπαρξη σαφώς καθορισμένων γνωστικών αντικειμένων σε συγκεκριμένους τομείς της επιστήμης, η διάκριση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, η ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας. Περαιτέρω, το μαζικό πανεπιστήμιο, όπως διαμορφώνεται στις ευρωπαϊκές χώρες στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα χαρακτηρίστηκε από το συνδικαλισμό των φοιτητών, των διδασκόντων και των άλλων εργαζομένων. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά πρέπει να εκλείψουν στο ψευδεπίγραφο πανεπιστήμιο που οραματίζονται για τη χώρα όσοι εφαρμόζουν την πολιτική της Τρόικας: τα πανεπιστημιακά Τμήματα θα αντικατασταθούν με «ευέλικτα προγράμματα σπουδών», «πτυχία πολλών μορφών» και «ατομικές διαδρομές του κάθε φοιτητή». Η βασική έρευνα υποβαθμίζεται έως εξαφανίσεως και αντίθετα θα πριμοδοτηθούν οι εφαρμογές στην «αγροβιοτεχνολογία, την πληροφορική και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας». Οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες –αλλά και η βασική έρευνα στις θετικές επιστήμες– θεωρούνται περίπου ανύπαρκτες από τους «μεταρρυθμιστές» που αντιμετωπίζουν το πανεπιστήμιο ως μεταλυκειακό κέντρο κατάρτισης.
Οι διδάσκοντες θα ζουν σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και εξάρτησης από κάποια απροσδιόριστα εκλεκτορικά σώματα, για τα οποία απαραιτήτως απαιτείται να είναι διεθνή (δηλαδή αγγλοσαξονικά), ενώ θα διαπραγματεύονται τους μισθούς τους ατομικά ανάλογα με τα ερευνητικά προγράμματα που θα φέρνουν στο πανεπιστήμιο. Και, βέβαια, για να πραγματοποιηθούν όλα τα παραπάνω, η διοίκηση των πανεπιστημίων περνά σε συμβούλια και μάνατζερ και καταργείται η εκλογή των πρυτανικών αρχών από την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Αυτό το, κατ’ ευφημισμόν, «πανεπιστήμιο» θέλουν να οικοδομήσουν οι μεταρρυθμιστές, γιατί έχουν τη βαθιά πεποίθηση ότι η χώρα έχει δεν ανάγκη από παραγωγή γνώσης και επιστήμης, αφού αυτές παράγονται «διεθνώς».
Πολλοί αναγνώστες ίσως θεωρήσουν όσα προαναφέρθηκαν ένα καταστροφολογικό, μανιχαϊστικό σενάριο που θεωρεί το σημερινό ελληνικό πανεπιστήμιο ως παράδεισο δημιουργίας και ελευθερίας και αρνείται κάθε αλλαγή που άλλωστε «συμβαίνει παντού στον κόσμο». Πολλοί άνθρωποι, επίσης, και συχνά από την Αριστερά, θα επισημάνουν ότι αν δεν προβάλλει η Αριστερά ένα άλλο σχέδιο για την κοινωνία και το πανεπιστήμιο, κάθε μάχη οπισθοφυλακών είναι καταδικασμένη. Οι προβληματισμοί αυτοί είναι βάσιμοι, θα μπορούσαν να είναι και δικαιολογημένοι, εάν είχαμε «μια ακόμη μεταρρύθμιση». Όμως, ελπίζω να φάνηκε από όσα προαναφέρθηκαν ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικότερο: πρόκειται για την απόπειρα να ξεριζωθεί ένας θεσμός με βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Θεσμός που διατρέχεται από αντιφάσεις, όπως όλοι, που απεικονίζει την κοινωνία και τις αντιθέσεις της, αλλά συγχρόνως ταυτίστηκε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας τόσο με τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας, όσο και με τον νεανικό ριζοσπαστισμό. Η εκθεμελίωσή του είναι σίγουρο ότι θα γυρίσει τη χώρα πολλές δεκαετίες πίσω, όμως δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί. Οι πανεπιστημιακοί που σέβονται το ρόλο τους, οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι θα αγωνιστούμε για να μην κατεδαφιστεί  το ελληνικό πανεπιστήμιο μετά από  «εποικοδομητικό» διάλογο με «θετικές» προτάσεις.
Οφείλουμε αυτόν τον αγώνα στους ανθρώπους που δεν σπούδασαν ποτέ, στους σημερινούς και τους αυριανούς φοιτητές μας, καθώς και στους δασκάλους μας που μόχθησαν για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο!

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!