Το έλλειμμα εθνικού σχεδίου είναι έλλειμμα δημοκρατίας

Του Νίκου Λάιου*

 

Ζούμε μια ήττα μεγαλύτερη σε σημασία από τους μικρόκοσμους των οργανώσεων ή των αγωνιστών της Αριστεράς, μια ήττα που ρίχνει την κοινωνία και τη χώρα ακόμα βαθύτερα στην καταστροφή, υπό το αναβαπτισμένο μνημονιακό καθεστώς. Μέσα στην περιδίνηση ανοίγει μια συζήτηση που οι αρετές της πολύ γρήγορα θα φανούν στην πράξη, στις αυξημένες απαιτήσεις των καθημερινών αγώνων.

Το άρθρο αυτό δεν κάνει άλλο, απ’ το να επιμένει σε ορισμένες όψεις, που δείχνουν την απόσταση από το ειπωμένο μέχρι το καμωμένο, όσον αφορά τις δυνατότητες συμβολής της Αριστεράς στη λαϊκή υπόθεση του ξεκολλήματος του τόπου απ’ τη γωνιά, όπου έχει στριμωχτεί και σφυροκοπείται.

 

Ορισμένες παραδοχές

– Η πολιτική είναι η «τέχνη του εφικτού» για τις συστημικές πολιτικές δυνάμεις, περιλαμβανόμενης της τέτοιας Αριστεράς. Είναι, δηλαδή, η «τέχνη» της αποδοχής της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, της διατήρησής της μέσα από την προσαρμογή σ’ αυτήν.

– Για την αντισυστημική Αριστερά η πολιτική είναι η διαδικασία κατανόησης της υπάρχουσας κατάστασης και αλλαγής της, πατώντας καλά σ’ αυτήν την κατανόηση και βαδίζοντας προς τον φωτεινό ορίζοντα της ουτοπίας.

– Εξετάζοντας την υπάρχουσα κατάσταση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κεντρικό πολιτικό ζητούμενο σήμερα -με την έννοια ότι γύρω του έχει αποδειχτεί πως μπορούν να ενωθούν μεγάλα τμήματα των κοινωνιών σε προοδευτική κατεύθυνση, να αγωνιστούν για την απελευθέρωσή τους και να νιώσουν συνδεμένα με αγώνες σε άλλες κοινωνίες- είναι η αποτελεσματική αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό, στη σιδερογροθιά που ο καπιταλισμός τινάζει ενάντια σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, με γεροντίστικη κακοτροπιά.

– Οι κοινωνικοί αγώνες, βέβαια, αναπτύσσονται κι υποστρέφουν, εμφανίζονται κι αποσύρονται από το προσκήνιο. Η Αριστερά δεν προσφέρει σ’ αυτούς, αναγνωρίζοντας την ύπαρξή τους μόνο καθώς εμφανίζονται στο προσκήνιο ή όσο έχουν μια μορφή που αυτή «αποδέχεται»˙ και υποκρινόμενη πως δεν υπάρχουν, καθώς αποσύρονται από το προσκήνιο ή επινοούν μια μορφή «μη αποδεκτή».

– Αντίθετα, η Αριστερά -κομματική και μη- αν πραγματικά θέλει να βοηθήσει τις λαϊκές υποθέσεις, χρειάζεται να συνδεθεί με τους υπαρκτούς κοινωνικούς αγώνες, τους υπαρκτούς αγωνιστές, τα αιτήματα, τις ιδέες, τις πρακτικές, τα συμπεράσματά τους, μαθαίνοντας από αυτούς/ές και προσφέροντας τις δικές τις αντίστοιχες εμπειρίες.

– Δεν αρκεί, ωστόσο, η ανταλλαγή για να δοθεί μια αποτελεσματική μάχη απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, απέναντι στο πλέγμα δυνάμεων, δομών, μέσων, σχέσεων στο οποίο συνίσταται. Χρειάζεται, επιπλέον, η Αριστερά να ορθώσει ένα εθνικό σχέδιο, δηλαδή ένα σχέδιο που θα εμπνέει και θα συνενώνει όλα εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας, τα οποία με διαφορετικούς τρόπους κι από διαφορετικές αφετηρίες βιώνουν και αντιτίθενται στις επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού.

– Το εθνικό σχέδιο, στον βαθμό που όντως συγκροτείται σαν αντίπαλο δέος, συνιστά και απόπειρα μετάβασης. Η κατεύθυνση και η επιτυχία της μετάβασης εξαρτιόνται πολύ από το βαθμό διατήρησης των πρωτοβουλιών των κοινωνικών τμημάτων που μπαίνουν στον αγώνα υλοποίησης του εθνικού σχεδίου. Εξαρτιόνται, λοιπόν, πολύ από τον βαθμό μετασχηματισμού των τμημάτων αυτών, καθώς μετασχηματίζουν τον γύρω κόσμο τους τα ίδια – και όχι κάποιο κόμμα ή μια κυβέρνηση ή ο κρατικός μηχανισμός εξ ονόματός τους.

– Άρα, το εθνικό σχέδιο και τα τμήματα της κοινωνίας που θα κινητοποιεί γύρω του, είναι ένα ενιαίο ζητούμενο: αφενός πολύ πιο σημαντικό από την οικοδόμηση ενός κόμματος/σχήματος, τον αριθμό των μελών του, των στελεχών του, την είσοδό του στη Βουλή˙ αφετέρου προϋπόθεση διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας, που σαν στόχο θα έχει την αντιστροφή των όρων του παιχνιδιού μέσα σε συνθήκες πολεμικές. Υπάρχουν κόμματα της Αριστεράς με μεγάλο αριθμό μαχητικών μελών, που όμως δεν έχουν επιρροή στην κοινωνία – και γι’ αυτό δεν φταίει η δήθεν «ανέτοιμη» ή «ρηχή» κοινωνία, αλλά η «αριστερή εξειδίκευση» σε βάρος ενός συγκροτημένου και πλατιού σχεδίου.

– Αν η Αριστερά δεν λάβει αυτά υπ’ όψη, τότε οι κοινωνικοί αγώνες θα συνεχίζονται, κερδίζοντας κάποτε μερικές σημαντικές μάχες (λ.χ. ένα φιλολαϊκό νομοσχέδιο θα ψηφίζεται, ακόμα και μια κυβέρνηση μπορεί να πέφτει), αλλά δεν θα είναι νικηφόροι, δεν θα αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού. Απ’ την άλλη, όσα η Αριστερά δεν οικοδομεί ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, δεν αποκλείεται να τα οικοδομήσει η Δεξιά – και δεν εννοούμε τους νεοναζιστές, που μέχρι σήμερα τουλάχιστον δεν έχουν συγκροτήσει ένα εθνικό σχέδιο.

 

Οι «έτοιμες λύσεις» και η αχαρτογράφητη δημοκρατία

Οι ελλείψεις της Αριστεράς στην (αυτο)κριτική που τελευταία αρθρώνει, δεν είναι λίγες κι εδώ θα επισημανθούν ορισμένες, στο σκεπτικό των δυο εισαγωγικών παραγράφων.

Το Μνημόνιο δεν θέτει απλά οικονομικά ζητήματα, δεν είναι ένα κείμενο οικονομικών «μέτρων» που συνιστούν πεδίο διαπραγμάτευσης μιας κυβέρνησης ή κατατροπώνονται με την απελευθέρωση χαρτονομισμάτων απ’ τα άδυτα του νομισματοκοπείου. Είναι το καθεστώς επιβολής του νεοφιλελευθερισμού με όρους νεο-αποικιακούς για τις χώρες τις περιφέρειας, δηλαδή ενσωματώνει ζητήματα πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, εθνικά σε μια αδιάσπαστη ενότητα για τις χώρες αυτές – για τη χώρα μας. Η Αριστερά χρειάζεται να τα αναγνωρίζει σαν κρίσιμα και δύσκολα, προκειμένου να αναζητά αποτελεσματικά ξεπεράσματά τους.

Το να αναζητάς λύσεις, άλλωστε, προϋποθέτει ότι νιώθεις πως δεν τις έχεις έτοιμες, στη βιβλιοθήκη ή στην κομματική συνεδρίαση των «σοφών». Πέρα απ’ το ότι η συγκυρία δεν αντιμετωπίζεται με ξεπατικώματα, υπάρχει και το θέμα ότι η Αριστερά έχει μια ιστορία διαδρομών που δεν ταυτίζονται με τις διαδρομές μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα τελευταία δεν αγωνίζονται ή ότι αγωνίζονται λιγότερο. Απλώς δεν αγωνίζονται με τους τρόπους που έχει μάθει να αναγνωρίζει η πλειοψηφία της κομματικής Αριστεράς.

Η αναζήτηση λύσεων από την Αριστερά θα έπρεπε να μεταφράζεται στην κατάθεση επιχειρημάτων στην κοινωνία, στους χώρους αγώνων που ανοίγουν μες στους κόλπους της, προκειμένου να πείσει και να πειστεί, να αλλάξει και να αλλαχτεί. Αυτό προϋποθέτει σεβασμό στην αυτοτέλεια των κοινωνικών αγώνων, αναγνώριση του ότι οι εκτός κόμματος αγωνιστές μπορούν να κρίνουν και να πράξουν, προθυμία να μοιραστείς ιδέες αλλά και αρμοδιότητες, ετοιμότητα να αναγνωρίσεις φυσικές ηγεσίες των κινημάτων, στον αντίποδα της προσπάθειας ηγεμονισμού, χειραγώγησης, οικειοποίησης, ενσωμάτωσης σε έναν μηχανισμό (κομματικό, κυβερνητικό) ή συσκευασίας σε «ενδεδειγμένες» μορφές (λ.χ. στη συνδικαλιστική).

Εξαιτίας αυτού του ελλείμματος, ανέκυψαν τελευταία τρεις σχηματικές περιπτώσεις που καθρεφτίζουν την αποξένωση της κομματικής αριστεράς από την κοινωνία – στην πρώτη περίπτωση με σχετικά αργούς ρυθμούς, στις άλλες δυο με πιο γοργούς. Στον αγώνα για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων υπάρχουν απώτεροι στόχοι και ενδιάμεσοι στόχοι. Ένα πρόβλημα ανακύπτει όταν οι απώτεροι στόχοι της κομματικής Αριστεράς αδιάκοπα και με το έτσι θέλω αλλάζουν, σε μια πορεία κεντροαριστερής προσαρμογής. Λ.χ. από το αντι-μνημόνιο στην αντι-λιτότητα, από κει στα «ισοδύναμα μέτρα». Ένα άλλο πρόβλημα ανακύπτει όταν οι απώτεροι στόχοι με το έτσι θέλω γίνονται ημερήσια διάταξη. Λ.χ. ο καθάριος «αντικαπιταλισμός», ο γάργαρος «ταξικισμός». Το τρίτο πρόβλημα ανακύπτει με την υποκατάσταση των εν γένει στόχων από μεθόδους. Λ.χ. «το εθνικό νόμισμα» θα ανατρέψει το καθολικό μνημονιακό καθεστώς.

Και στις τρεις περιπτώσεις αυτό που απουσιάζει είναι μια οργάνωση που θα παίξει τον ρόλο αυτού που η Μάρτα Χάρνεκερ ονομάζει «πολιτικό εργαλείο», που στην πράξη θα πείσει πως μπορεί να γίνει η οργάνωση-κόμβος, η οργάνωση-συντονιστής της πανσπερμίας των κοινωνικών αγώνων, βάσει ενός εθνικού προγράμματος απέναντι στον κοινό αντίπαλο. Και στις τρεις περιπτώσεις βασιλεύει το κόμμα-ξερόλας, το κόμμα-υποβολέας, το κόμμα-γραφειοκράτης.

Εφόσον το ζητούμενο πολιτικό εργαλείο πρέπει να βρίσκεται στην υπηρεσία των κοινωνικών αγώνων και η κομματική αριστερά θέλει να παίξει ρόλο στη συγκρότησή του, τότε η εν λόγω αριστερά χρειάζεται να μάθει να ακούει. Όχι με τον τρόπο που ο ηγεμόνας δέχεται σε ακρόαση έναν κατώτερο αυλικό (επίπεδο κόμματος) ή έναν κολίγο (επίπεδο κινήματος και επίπεδο κοινωνίας). Αλλά με τον τρόπο που οι ποιητές αφουγκράζονται τα κύματα της θάλασσας, ανακαλύπτοντας στους παφλασμούς λέξεις, ιδέες, μορφές, φόβους και ελπίδες.

Ένα ζήτημα σχετικό είναι ότι η κοινωνική πλειοψηφία δεν εκφράζεται στην καθημερινότητά της με λέξεις που ρουτινιάρικα ξεστομίζουν τα επιτελεία αλλά και όλων των επιπέδων στελέχη της αριστεράς, όπως «προσέλκυση επενδύσεων», «μεταρρυθμίσεις» ή, πάλι, «ευρωμονόδρομος». Κι όταν ο κόσμος εκφράζεται με αυτές, συνήθως το κάνει με διάθεση περιγελαστική. Ωστόσο, συζητάει για την ουσία αυτών των πραγμάτων. Η κομματική Αριστερά που ενδιαφέρεται για την κοινωνία, χρειάζεται να χρησιμοποιεί την καθημερινή γλώσσα των αγωνιζόμενων ανθρώπων και όχι να την περιφρονεί. Χρειάζεται να γίνει παράγοντας συνδιαμόρφωσής της, άρα χρειάζεται να συνομιλεί, όχι να μονολογεί, που πάει να πει να περιαυτολογεί. Διαφορετικά, τα μηνύματα της αριστεράς είναι περιττά για την κοινωνία και τα μηνύματα της κοινωνίας δεν φτάνουν στην Αριστερά.

Το νήμα ένωσης των παραπάνω διαπιστώσεων σε ένα νόημα είναι το αίτημα της δημοκρατίας, που τέθηκε εκκωφαντικά από τα αγωνιζόμενα τμήματα της κοινωνίας, όχι τυχαία στα χρόνια του μνημονιακού καθεστώτος. Το ζήτημα εδώ είναι ότι η κατάλυση κι αυτής ακόμα της αστικής δημοκρατίας γέννησε προβληματισμούς και συζητήσεις σ’ έναν πλατύ κόσμο, εντός και εκτός Αριστεράς, ακριβώς για την έννοια της δημοκρατίας, για την αναζήτηση εκείνου του περιεχομένου και εκείνων των μορφών που θα εκφράζουν την κοινωνική πλειοψηφία. Το ζήτημα είναι κρίσιμο και, όσο το μνημονιακό καθεστώς βαθαίνει, τόσο περισσότερα τμήματα της κοινωνίας θα κινητοποιούνται γύρω του. Η κομματική Αριστερά έχει υποβαθμίσει το ζήτημα στο λόγο και κυρίως στην πρακτική της. Όχι μόνο άφησε τους οχτώ μήνες κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να κυλήσουν τόσο μακριά απ’ τη δημοκρατία όσο χρειαζόταν για να «φορεθεί» 3ο Μνημόνιο, αλλά και δεν άνοιξε ποτέ το ζήτημα αυτό στο εσωτερικό της, που διαπερνιέται από αντιδημοκρατικές μεθόδους, εκφρασμένες με μηχανισμούς, αποφάσεις από τα πάνω, ομαδοποιήσεις και συσχετισμούς, έλλειψη σεβασμού απέναντι στην εσωτερική μειοψηφούσα άποψη – άρα με αποκλεισμούς, δημιουργία παράλληλων μηχανισμών/φραξιών, αποσχίσεις, απομονωτισμούς και τυχοδιωκτισμούς.

 

«Δις εις στον αυτόν ποταμόν…»

Η εμπειρία έχει δείξει ότι η κομματική Αριστερά απέχει απ’ τη δημοκρατία. Ότι το έλλειμμα αυτό είναι ένας απ’ τους βασικούς λόγους που δεν σέβεται, αλλά καπελώνει αγώνες κι εξουδετερώνει αγωνιστές, ακόμα και όταν φαίνεται πως κάνει το αντίθετο (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2013, χοντρικά). Που ευλαβικά διαλέγει μορφές αγώνα και διατυπώνει συνθήματα που η κοινωνία έχει απορρίψει. Που δεν έχει ευελιξία στη δράση, αλλά μόνο στις ατομικές ανελίξεις μέσα και έξω απ’ το κόμμα. Που φοβάται τις δυνατότητες του λαού ή δεν πιστεύει σ’ αυτές – πράγμα που συχνά είναι το ίδιο. Που όχι μόνο δεν μετασχηματίζει το κράτος και δεν δημιουργεί παράλληλες μορφές λαϊκής συμμετοχής όταν αποσπά την κυβέρνηση της χώρας, αλλά γραπώνεται με απίστευτη ευκολία απ’ τη γραφειοκρατία του κράτους, προετοιμασμένη γι’ αυτό από καιρό, μέσα απ’ τους δικούς της μηχανισμούς. Που δεν μπορεί να οικοδομήσει ούτε μισή εναλλακτική πρόταση, ούτε μισό παράδειγμα διαφορετικού δρόμου από τον καπιταλιστικό, που να λειτουργεί, να εμπνέει, να κινητοποιεί πλατύ κόσμο. Που στη θέση ενός εθνικού σχεδίου υλοποιούμενου απ’ τον λαό, βάζει το σχέδιο των νέο-αποικιοκρατών που «το παίρνει πάνω του ο αρχηγός μας» και θα αξιολογείται απ’ τον τοποτηρητή τους. Που την ίδια μέρα που αποχωρεί από ένα πολιτικό εγχείρημα, κατασκευάζει σχήμα συμμετοχής στις εκλογές του επόμενου μήνα. Που εντούτοις επιμένει να μην περιλαμβάνει αυτές τις κρίσιμες όψεις στην (αυτο)κριτική της, όταν πια ο εγωισμός της αναγκάζεται να πιει κι αυτό το ποτήρι. Και που μεγάλα τμήματα της κοινωνίας την ξαναβάζουν στο κάδρο του αποσαθρωμένου πολιτικού συστήματος, με το οποίο βρίσκονται σ’ ανελέητη αντιπαράθεση.

Αν τέτοιες όψεις δεν εξεταστούν, δεν θα αποτιμηθούν οι τρανταγμοί, βαθύτεροι απ’ τη συζήτηση των ημερών γύρω απ’ τα αποτελέσματα των εκλογών, όπου εκβάλουν διαδρομές της Αριστεράς όλων των αποχρώσεων, τουλάχιστον της τελευταίας εξαετίας.

 

* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!