Φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που οι «παιδουπόλεις της Φρειδερίκης», περίπου 50 στο σύνολό τους, από μερικές δεκάδες μέχρι πεντακόσια παιδιά εκάστη, δεν έγιναν εκ μέρους της Αριστεράς ένα μεγάλο θέμα στο δημόσιο χώρο και το δημόσιο διάλογο από το 1947 που άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε όλη την Ελλάδα. Υποθέτω ότι ένας απ’ αυτούς τους λόγους, για τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, ήταν ότι η Αριστερά ήταν φιμωμένη καθώς είχε αποδεκατιστεί και τα στελέχη και τα μέλη της που είχαν επιζήσει βρίσκονταν διεσπαρμένα σε φυλακές, νησιά εξόριστων και ανατολικές χώρες, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ενώ η μεγάλη κοινωνική της βάση μόνο μουρμουρίζοντας αναφερόταν σε ζητήματα που στην κυριολεξία στιγμάτιζαν ή έκαιγαν όποιον γινόταν αντιληπτός ότι τα έθιγε. Αντιθέτως, από την πλευρά των νικητών, υπήρχε ένας καταιγισμός προβολής των «παιδουπόλεων» σε συνδυασμό με την καταδίκη του «παιδομαζώματος» που διαλαλούσαν ότι έγινε βίαια από τους ληστοσυμμορίτες και εθνοπροδότες κομμουνιστές. Έτσι κυριαρχούσε ένας μονόλογος που έρρεε σαν οχετός στη δημόσια ζωή με συνεχή μακροσκελή δημοσιεύματα, φωτογραφίες και γιορτές με τη συμμετοχή μελών της βασιλικής οικογένειας, υπουργών και βουλευτών, μητροπολιτών και αξιωματικών του στρατού, για να εκθειάζεται το ευεργετικό και εθνοσωτήριο έργο της βασίλισσας που αναγορεύτηκε σε μοναδική «μητέρα» των δεκάδων χιλιάδων παιδιών που καταμερίστηκαν ανά δεκάδες και εκατοντάδες σε διάφορα κτήρια, από σχολεία, ορφανοτροφεία και ξενοδοχεία μέχρι στρατόπεδα, εγκαταλειμμένα εργοστάσια και μοναστήρια τα οποία μετασκευάστηκαν για να μετατραπούν σε οικοτροφεία στα οποία εκπαιδεύονταν και αναμορφώνονταν τα παιδιά ώστε να γίνουν καλοί πολίτες με πίστη στο Θεό, την Πατρίδα και την Οικογένεια που την εκπροσωπούσε εφεξής η βασίλισσα «Μητέρα του Έθνους», αν και Γερμανίδα. Κυρίως, όμως, εμφυτεύοντας στους τρόφιμους την καθολική απόρριψη και απέχθεια προς τους βιολογικούς τους γονείς, τους θείους και τους παππούδες τους, νεκρούς και ζωντανούς, που προβάλλονταν στα παιδάκια σαν κακούργοι, φονιάδες, ληστοσυμμορίτες, εαμοβούλγαροι ανθέλληνες και… αντάρτες!
Στον αντίποδα, το «παιδομάζωμα» ήταν το κερασάκι στην τούρτα της φιλοβασιλικής και φιλοαμερικανικής προπαγάνδας που δικαιολογούσε σαν θετικό αντιστάθμισμα την «υιοθεσία» και το «παιδοφύλαγμα» στις «παιδουπόλεις» της βασίλισσας δεκάδων χιλιάδων παιδιών που είτε είχαν μείνει ορφανά κατά τη διάρκεια των πολυετών πολέμων της δεκαετίας του 1940 είτε προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και από οικογένειες των οποίων οι ενήλικες ήταν σε φυλακές και εξορίες.
Πατροκτονία
Χρειάστηκε να περάσουν μερικές δεκαετίες μέχρι να αρχίσουν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα πραγματικά χαρακτηριστικά του «παιδοφυλάγματος» και του «παιδομαζώματος». Δημόσια, είχε κυριαρχήσει ο καταγγελτικός μονόλογος σε βάρος της Αριστεράς που έπρεπε μονίμως να κατηγορείται χωρίς το δικαίωμα να απολογηθεί, οπωσδήποτε μέχρι το 1974 που η Δεξιά, από τη βασιλική και τη χουντική μέχρι την κεντρώα που μοιράστηκαν την εξουσία από το 1944, είχε κοινή γραμμή απέναντι στην Αριστερά και διατηρούσε την μονομερή πρωτοβουλία στην επικοινωνία και την ενημέρωση. Σ’ αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι τα παιδιά του «παιδομαζώματος» μεγάλωναν στις ανατολικές χώρες χωρίς να ακούγεται πουθενά η δική τους φωνή, να μην υπάρχει πουθενά η μαρτυρία τους, ούτε βέβαια των γονιών που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και είχαν ξανασμίξει με τα παιδιά τους στην Πολωνία, την Τσεχία ή την Ουγγαρία. Ακόμα κι αυτό, ότι από την πρώτη μέρα που όλοι, παιδιά και μεγάλοι, εγκαταστάθηκαν στις ανατολικές χώρες, ξεκίνησε μία οργανωμένη εκστρατεία να εντοπιστούν και να συνενωθούν τα διάσπαρτα μέλη των οικογενειών, δεν επιτρεπόταν να γνωστοποιηθεί. Αντιθέτως, βασικός σκοπός του «παιδοφυλάγματος» της Φρειδερίκης ήταν τα παιδιά που «υιοθετούσε» να αποσπαστούν οριστικά από το οικογενειακό τους περιβάλλον είτε ζούσαν είτε ήταν νεκροί οι γονείς τους. Για να μην ασπαστούν μεγαλώνοντας τις ιδέες του κομμουνισμού, για να μην θαυμάζουν τους γονείς τους που μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, είχαν πολεμήσει για την ανεξαρτησία της Ελλάδας από τους ξένους δυνάστες.
Έπρεπε τα παιδιά στις «παιδουπόλεις» να αντιπαθήσουν, να μισήσουν και να οχτρευτούν τους γεννήτορές τους, να απογαλακτιστούν εντελώς από τη μάνα και τον πατέρα τους και ν’ αγαπήσουν τους άλλους, αυτούς που καταδίωξαν, φυλάκισαν, εξόρισαν, βασάνισαν ή σκότωσαν τους γονείς τους! Κι έτσι να γίνουν καλοί χριστιανοί και καλοί εθνικόφρονες! Να γίνουν τα αναμορφωμένα παιδιά κατήγοροι, ακόμα και διώκτες των γονιών τους! Ένα τερατώδες σχέδιο που εφαρμόστηκε σε πολύ μεγάλη κλίμακα από το φιλοβασιλικό καθεστώς και υποστηρίχτηκε ρητά ή σιωπηρά από τον κεντροδεξιό χώρο.
Απανθρωπιά
Πρόπερσι είχα δει το ντοκιμαντέρ «Ξεριζωμένοι» από το οποίο φάνηκε ότι η Αλεξανδράκη με τις χρόνιες ευαισθησίες της επεξεργαζόταν από καιρό και μέσα από διαφορετικές γωνίες το ζήτημα των παιδιών που λόγω των πολέμων, των κατακτήσεων, της αποικιοκρατίας, του Ψυχρού Πολέμου και των επακόλουθων συμφορών είναι έρμαια των ισχυρών καθώς απογυμνώνονται εντελώς από τα δικαιώματα, την ταυτότητα και το φυσικό τους περιβάλλον ακολουθώντας σε παράλληλους δρόμους τη δυσμενή πορεία των γονιών τους.
Οι «Ξεριζωμένοι» αναφέρονται σε περιπτώσεις παιδιών που βρίσκονται μετέωρα και απροστάτευτα μέσα στην κοινωνία ή στοχοποιούνται και «υιοθετούνται» από τα καθεστώτα και τους «φιλάνθρωπους» λόγω της «κακής τύχης» ή των «κακών επιλογών» των γονιών τους, όπως συνέβη με τα παιδιά των ηττημένων του ισπανικού εμφυλίου που «κατασχέθηκαν» για να παραδοθούν σε «σωστές» φασιστικές οικογένειες, την νεαρή Αφγανή που διασώζεται ενώ πνίγονται όλα τα άλλα μέλη της οικογένειάς της όταν το σαπιοκάραβο που τους μεταφέρει βυθίζεται στο Αιγαίο και τον μικρό ιθαγενή που οι αποικιακές αρχές παραδίδουν σε χριστιανική οικογένεια στη Γαλλία, 18 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη γαλλική κτήση Ρεουνιόν, όχι για να σπουδάσει όπως τάζουν στους γονείς του, αλλά για να δουλεύει σαν δούλος στα κτήματα των θετών του «γονιών»! Παιδιά αντιπροσωπευτικά μαζικής «συλλογής» ανηλίκων από απολυταρχικά και θεωρούμενα δημοκρατικά καθεστώτα με σκοπό την πνευματική χειραγώγηση και εκμετάλλευσή τους, ακόμα και τον βιοκαταγωγικό αναπροσδιορισμό τους, προκειμένου να ενταχθούν μεταλλαγμένα στην επιθυμητή τάξη πραγμάτων. Σ’ αυτή τη μικρή ομάδα που συγκροτεί ένα ισχυρότατο «δείγμα» της απανθρωπιάς των «πολιτισμένων» κρατών, είναι και ο Γιάννης Ατζακάς, γεννημένος το 1941, ο οποίος επειδή είναι ορφανός από μητέρα και ο αντάρτης πατέρας του είναι χαμένος με την υποχώρηση και διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αποσπάται με τη συναίνεση της γιαγιάς και του παππού του και γίνεται τρόφιμος σειράς «παιδουπόλεων» σε Βέροια, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για να βγει «καλός πολίτης» χωνεύοντας ότι ο πατέρας του ήταν εχθρός της πατρίδας, ένα κάθαρμα!
Δύσκολες αναμνήσεις
Εμπνεόμενη απ’ αυτόν τον προαναφερθέντα «ξεριζωμένο», η Ελένη Αλεξανδράκη δεν έκανε μία ταινία για τις «παιδουπόλεις» γενικά, αλλά μία ταινία βασισμένη πάνω στα γραπτά του Γιάννη Ατζακά που αναφέρονται στις δικές του εμπειρίες από την παραμονή του στις «παιδουπόλεις» όπως αυτές αποτυπώθηκαν στα βιβλία του «Διπλωμένα φτερά» και «Θολός Βυθός».
Από τα όχι πολλά βιβλία που έχουν σαν θέμα τους το βίωμα στις «παιδουπόλεις». Κάτι που παρατηρείται σχεδόν πάντοτε μετά από πολύ μεγάλες τραυματικές εμπειρίες που βιώνουν μαζικά οι άνθρωποι. Σαν να τους κόβεται κάθε διάθεση για αναμόχλευση του δράματός τους. Επειδή ούτε για το βίωμα της τεράστιας Μικρασιατικής Καταστροφής γράφτηκαν στις πρώτες δεκαετίες αρκετά βιβλία από τους παθόντες σε σχέση με τον αριθμό τους, πάνω από ένα εκατομμύριο, και το μέγεθος και την ποιότητα του συμβάντος. Ούτε το βίωμα της δεκαετίας του 1940 με τις πάμπολλες φάσεις και πτυχές του που κι αυτό προσφερόταν για προσωπικές αναμνήσεις, αποτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό βιβλίων για μεγάλο διάστημα, κι αυτό όχι μόνο επειδή υπήρχε λογοκρισία και τρομοκρατία. Ούτε για τα μεγάλα κύματα της μετανάστευσης, ούτε για τις δεκαετίες παραμονής των πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη υπήρξε στον καιρό τους πληθώρα απομνημονευμάτων. Ό,τι γραπτό διαθέτουμε απ’ αυτά τα συγκλονιστικά συμβάντα κυκλοφόρησε πολύ αργότερα. Το ίδιο ισχύει για αυτή τη θεματολογία στο σινεμά, το θέατρο, τη λογοτεχνία κ.λπ.
Στην ταινία «Θολός Βυθός», η Αλεξανδράκη, που είναι φανερό ότι μελέτησε καλά το θέμα, δεν επεκτάθηκε στις ατομικές εμπειρίες περισσότερων παιδιών ούτε αποπειράθηκε να καλύψει το θέμα σφαιρικά συμπεριλαμβάνοντας όλα τα συγγενή εγχειρήματα και όλες τις πολιτικές παραμέτρους. Εντούτοις, ενώ επικεντρώθηκε στο αφήγημα του συγγραφέα, ακολουθώντας το κατάφερε με αδρές γραμμές να δώσει μια γεμάτη δράσεις και ωραίες μαυρόασπρες εικόνες σαφή περιγραφή του εσωτερικού αυτών των -τύπου αναμορφωτηρίου- ιδρυμάτων, τον τρόπο λειτουργίας τους, τα «αγκάθια» τους, τις εξαιρέσεις τους, αλλά και την ουσιώδη πολιτική τους διάσταση. Έδειξε ποιοι ήταν οι σκοποί των ιδρυτών των «παιδουπόλεων», τι ήθελαν να δώσουν και τι να πάρουν από τα παιδιά. Απλά και κατανοητά ξετυλίγει το νήμα με το σχετικά μετριοπαθές ύφος του Ατζακά, που χωρίς να εξωραΐζει τα οικοτροφεία της Φρειδερίκης δεν διαγράφει ότι πολλά παιδιά έμαθαν γράμματα σ’ αυτά σε μια εποχή που ούτε αυτό ήταν διασφαλισμένο στα χωριά. Παράλληλα, βλέπει κανείς πώς ήταν η Ελλάδα του ’50 για τα λαϊκά στρώματα, βλέπει τη φτώχεια και την ανέχεια, αλλά βλέπει και την καλή καρδιά. Όλα ενυπάρχουν, εν συντομία, αλλά καθαρά και ανάγλυφα.
Πολιτική και μπίζνες
Αξιοποιώντας την εμπειρία που είχαν από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν στις αποικίες και τις κτήσεις τους, αλλά και μέσα στις ίδιες τους τις χώρες, δεν ήταν δύσκολο για τους επικεφαλής της ξένης δυναστείας που υποστηρίζονταν από τους κτήτορες της χώρας Βρετανούς και Αμερικάνους, να εφαρμόσουν το μοντέλο της «παιδούπολης» για να απαλλοτριώσουν τα ανυπεράσπιστα παιδιά των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και κατά συνάφεια τα παιδιά της φτωχολογιάς για να φτιάξουν με φιλανθρωπικό περίβλημα τους δικούς τους γενίτσαρους, όχι και τόσο προνομιούχους όσο οι πρωτότυποι, αλλά με τα ίδια μεταλλαγμένα μυαλά στην υπηρεσία της καθεστηκυίας εξουσίας.
Αυτό δε το μοντέλο στην πλήρη ανάπτυξή του είχε και τις παραλλαγές του, και με συμμετοχή ιδιωτών και κοινωνικών φορέων υπό την κάλυψη του κράτους, πάντα με στόχο και κίνητρο τα παιδιά ως αναλώσιμα και εμπορεύσιμα! Αντλώντας παιδιά από μια πολύ μεγάλη δεξαμενή ορφανών παιδιών, της τάξης των 400.000 όπως βεβαίωσε και η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη στη συζήτηση που έγινε μετά την προβολή της ταινίας στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Οι αρχές με το στρατό και τις φασιστικές παραστρατιωτικές συμμορίες που εκδίωκαν από εκατοντάδες χωριά τους κατοίκους τους για να αποδυναμώσουν τους αντάρτες, προμήθευαν με πάρα πολλά παιδιά τους φιλάνθρωπους που τα βάφτιζαν ανταρτόπληκτα και τα έστελναν σε ιδρύματα για να καταλήξουν στις «παιδουπόλεις» ή να προωθηθούν για υιοθεσίες στην Αμερική, την Ολλανδία, τη Σουηδία ή το Ισραήλ!
Ούτε τα παιδιά από φτωχές οικογένειες που γεννιούνταν μετά τον πόλεμο ήταν ασφαλή. Η φόρμουλα απέδιδε σε πολλά επίπεδα. Τα φτωχά και ανυπεράσπιστα παιδιά αξιοποιούνταν εύκολα σε κυκλώματα διαφθοράς που λειτουργούσαν με τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας, εμφανιζόμενα ακόμα και μετά από δέκα και δεκαπέντε χρόνια ως ανταρτόπληκτα! Οι υιοθεσίες, πέρα από την πολιτική τους χρησιμότητα είχαν γίνει και κερδοφόρο επάγγελμα! Στην ταινία έχουν συμπεριληφθεί τέτοιες «μεταφορές».
Έτσι, παιδιά για την Αμερική δεν «πακετάρονταν» μόνο από τις παιδουπόλεις. Στην ασυδοσία που επικρατούσε, οι δικτυωμένοι διαμεσολαβητές εντόπιζαν παιδιά σε φτωχά σπίτια και ορφανεμένες οικογένειες, σε ορφανοτροφεία, βρεφοκομεία, μαιευτήρια, ακόμα και σε φυλακές γυναικών. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες μέχρι να αποκαλυφθεί το μεγάλο σκάνδαλο του ιδρύματος «Άγιος Στυλιανός» στη Θεσσαλονίκη και ακόμα πιο πολλές μέχρι να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο με τους επιτήδειους που εμπορεύονταν παιδιά που γεννιόνταν σε μαιευτήριο της Πάτρας από ανύπαντρες γυναίκες και από ανύποπτα ζευγάρια, με τους ιθύνοντες δικτυωμένους με στελέχη της ελληνοαμερικάνικης οργάνωσης ΑΧΕΠΑ που τα πλάσαραν σε τσουχτερές τιμές σε ενδιαφερόμενους όχι μόνο ελληνικής καταγωγής.
Στο ναδίρ
Μια τέτοια περίπτωση μεγάλης κλίμακας έγινε ευρύτερα γνωστή το 2019, όταν η Gonda Van Steen, ελληνίστρια στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου, ανακοίνωσε τα ανατριχιαστικά αποτελέσματα της έρευνας της -που ξεκίνησε χάρη σε άτομα από τις ΗΠΑ που έψαχναν εναγωνίως να βρουν στοιχεία για την καταγωγή τους- τα οποία περιέλαβε στο βιβλίο της «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα – Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου». Ξεκινώντας από μια «φάμπρικα» που είχε στηθεί στην Πάτρα μέσω της οποίας υφαρπάχτηκαν και διοχετεύτηκαν πάρα πολλά παιδιά στο εξωτερικό αποκαλύπτονταν οι πρωτοβουλίες που έπαιρναν διάφορα τοπικά κυκλώματα μέσα σε ένα πολιτικό, νομοθετικό και γραφειοκρατικό πλαίσιο που ευνοούσε το εμπόριο ανθρώπων! Παιδιά που άλλα τα διακινούσαν «νόμιμα» με στημένες συνοπτικές διαδικασίες κι άλλα που τα έκλεβαν, στην κυριολεξία, από τις μανάδες τους και τα φυγάδευαν χωρίς κανένα συνοδευτικό έγγραφο, ανώνυμα, χωρίς τόπο γέννησης, χωρίς γονείς, χωρίς εθνικότητα, χωρίς ιατρικό φάκελο, χωρίς καν ημερομηνία γέννησης!
Ήταν δε τόσο ακραία η αυθαιρεσία, που τα ελληνόπουλα που αποστέλλονταν στις ΗΠΑ ήταν ανυπεράσπιστα καθώς η δικαιοδοσία για τις υιοθεσίες υπαγόταν στο ελληνικό νομικό καθεστώς, με συνέπεια τα παιδιά που δεν ήταν της αρεσκείας των θετών γονιών που τα παραλάμβαναν ή ήταν πολύ τραυματισμένα από τα τραγικά τους βιώματα, να «επιστρέφονται» ως προβληματικά και ανεπιθύμητα στους μεσάζοντες οι οποίοι τα μεταπωλούσαν σε άλλους πελάτες! Όπως επισημαίνει η συγγραφέας, ήταν εφικτή ακόμα και η διπλή πώληση με δεδομένο ότι δεν είχε προηγηθεί καμία διαδικασία που θα διασφάλιζε την ύπαρξη όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για μια βιώσιμη υιοθεσία ούτε είχε ελεγχθεί αν οι ενδιαφερόμενοι να γίνουν θετοί γονείς είχαν τα προσόντα που είναι στοιχειώδη, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να βρεθούν αιχμάλωτα σε σπίτια ψυχικά διαταραγμένων ανθρώπων, βίαιων ή αλκοολικών.
Πάντως, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 είχε γίνει αντιληπτό τουλάχιστον σε κάποιους ανθρώπους από το εποικοδόμημα ότι επρόκειτο για «μαύρη αγορά βρεφών εις την Αμερικήν» όπως το κατήγγειλε ρητά με μία γελοιογραφία του στην εφημερίδα «Μακεδονία» το 1959 ο Φωκίων Δημητριάδης. Αλλά η Ελλάδα έχοντας πέσει στο «ναδίρ της υποταγής» με την βασίλισσα Φρειδερίκη να κάνει γενικό κουμάντο και να αποσπάει από τους συμμάχους εύσημα για τη φιλανθρωπική της δράση που αφορούσε την προώθηση των Ελληνόπουλων στη θαλπωρή των δημοκρατικών κρατών καταπολεμώντας τον κομμουνισμό και το πολιτικό προσωπικό να υπηρετεί τη νατοϊκή ατζέντα και να εκλιπαρεί για ξένες επενδύσεις, τα παιδιά αποτελούσαν ακόμα ένα αντάλλαγμα δουλοπρέπειας.
Η Ελλάδα ήταν ο δεύτερος στη σειρά προμηθευτής παιδιών στις ΗΠΑ μετά τη Νότια Κορέα, που είχε μία από τις σκληρότερες δικτατορίες στον κόσμο ευλογημένη και πλήρως ελεγχόμενη από τον αμερικάνικο στρατό κατοχής.
Ουσία και σοκ
Το θέμα δεν εξαντλείται με μερικά βιβλία και άρθρα ούτε με μια-δυο ταινίες, αλλά η δουλειά της Ελένης Αλεξανδράκη το αναδεικνύει με επάρκεια, χωρίς περιττά εφέ και χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ευαισθησία της και χωρίς να παραποιεί την ιστορία του αφηγητή της που φωτίζει ένα σοκαριστικό κομμάτι αντιπροσωπευτικό της εθνικής υποτέλειας και του δράματος που βιώνει ο μη προνομιούχος πολίτης αυτής της χώρας που διακόσια χρόνια τώρα άγεται και φέρεται χωρίς να έχει ακόμα αποκτήσει το δικαίωμα να ορίζει τη μοίρα του, με συνέπεια ακόμα και τα παιδιά του να θεωρούνται εμπορεύσιμα είτε με τις «υιοθεσίες» και τη μετανάστευση τότε είτε με το brain-drain σήμερα. Η ταινία είναι διαχρονικά επίκαιρη, κινηματογραφικά άρτια και πολύ καλή για να μην την δείτε.
Βοηθήματα:
«Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά, εκδ. Άγρα, 2008
«Τα παιδιά του Εμφυλίου» του Λουκιανού Χασιώτη, εκδ. Εστία, 2013
«Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα» της Gonda Van Steen, μετ. Αριάδνη Λουκάκου, εκδ. Ποταμός 2021