της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Περίπτωση-φαινόμενο που σφράγισε τη σκηνοθετική διάσταση στο σινεμά παγκοσμίως, ο πρωτοπόρος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007), σκηνοθέτης κινηματογράφου, θεάτρου και αργότερα τηλεόρασης, κυριαρχεί μεταπολεμικά στο σουηδικό σινεμά, θεμελιώνοντας μια σύγχρονη αντίληψη, με επίκεντρο την ψυχανάλυση. Εξαιρετικά παραγωγικός, έκανε πάνω από 60 ταινίες και 160 θεατρικές παραστάσεις, διάγοντας ταυτόχρονα μια γεμάτη πάθη ζωή, με 5 γάμους και 9 παιδιά συνολικά. Γιος πάστορα, μετουσίωσε τη θρησκευτική καταπίεση σε σκηνοθετική έμπνευση, αγγίζοντας υπαρξιακά θέματα ταμπού, όπως σεξουαλικότητα και ενοχή, θάνατο και ηδονή, με δικούς του πρωτότυπους και πειραματικούς σκηνοθετικούς χειρισμούς. Με ένα πολύ σημαντικό θίασο σπουδαίων θεατρικών ηθοποιών, όπως οι Έρλαντ Γιόζεφσον, Μαξ Φον Σίντοφ, Ίνγκριντ Τουλίν, Χάριετ και Μπίμπι Άντερσον, Λένα Όλιν και Λιβ Ούλμαν, δούλεψε πάνω στον πρωτοποριακό τότε αυτοσχεδιασμό στην ερμηνεία. Με ταινίες-αριστουργήματα, άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην 7η Τέχνη, επηρεάζοντας καθοριστικά τις επερχόμενες γενιές σκηνοθετών, από Γούντι Άλεν και Κριστόφ Κισλόφσκι μέχρι τον Λαρς Φον Τρίερ.

Η φράση-κλειδί «Υπήρχε μια εποχή όπου όλα συγκρίνονταν με τον Μπέργκμαν» χαρακτηρίζει το εμπνευσμένο ντοκιμαντέρ «Μπέργκμαν: ένας αιώνας», της Μάργκαρετ Φον Τρότα, σημαντικής εκπροσώπου του Νέου δυτικογερμανικού σινεμά, πλάι στους Φασμπίντερ, Χέρτζογκ, Βέντερς και τον τότε σύζυγό της Βόλκερ Σλέντορφ. Η Φον Τρότα, όπως ομολογεί στο ντοκιμαντέρ, στράφηκε στη σκηνοθεσία συγκλονισμένη από την ταινία «Έβδομη Σφραγίδα» (1957), που είδε στο Παρίσι της δεκαετίας του ’60, της νουβέλ βαγκ και των Καγιέ ντυ Σινεμά.

Μακριά από τις νέες εικονοκλαστικές προσεγγίσεις του Βέντερς και την οικολογική ευσυνειδησία του Χέρτζογκ, η Φον Τρότα επέλεξε ένα ανθρωποκεντρικό μυθοπλαστικό σινεμά, για να αναδείξει γυναικεία πορτρέτα πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων, όπως οι Ρόζα Λούξεμπουργκ, Γκούντρουν Έσλιν και Χάνα Άρεντ. Εκκολαπτόμενη σκηνοθέτρια σε μια εκρηκτική εποχή, στη Δυτική Γερμανία του ’70, προσεγγίζει τη δημόσια προβληματική των πολιτικών εξελίξεων, στην πρώτη πολιτική ταινία της «Η Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» (1975).

Τη βραβευμένη με Χρυσό Λέοντα, το 1981, ταινία της «Μαριάν και Ζυλιέν» συμπεριέλαβε ο Μπέργκμαν το 1994 στη λίστα των 11 καλύτερων ταινιών, πλάι σε εμβληματικές ταινίες των Φελίνι, Ταρκόφσκι και Τσάπλιν, γεμίζοντας ευγνωμοσύνη την Φον Τρότα, που την ανταποδίδει μ’ αυτό το αξιόλογο ντοκιμαντέρ, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.

Με βασικό άξονα την παρουσίαση και κατανόηση του έργου του Μπέργκμαν, συγκεκριμένες λεπτομέρειες της ζωής του διασταυρώνονται μέσα από προσωπικές αφηγήσεις σε συνεντεύξεις του ή μαρτυρίες τρίτων, που αποκαλύπτουν παιδικές φοβίες, την εποχή που γράφτηκαν συγκεκριμένοι διάλογοι.

Αναμνήσεις από τη συναρπαστική συνεργασία τους με τον μεγάλο σκηνοθέτη αναμοχλεύονται στις συζητήσεις με μερικούς απ’ τους εν ζωή ηθοποιούς του, όπως την 80χρονη Λιβ Ούλμαν. Ανακατεύοντας αφηγήσεις και μαρτυρίες συγγενών, φίλων και συνεργατών του Μπεργκμαν, η Φον Τρότα ανακαλύπτει ξανά μερικές από τις διαδρομές του, κινηματογραφώντας η ίδια σήμερα, τους χώρους όπου διαδραματίζονται μερικές χαρακτηριστικές σκηνές των ταινιών του.

Η χρήση σκηνών, συνεντεύξεων αλλά και βιντεοσκοπημένων αποσπασμάτων από πρόβες σε συγκεκριμένες στιγμές, δεν εικονογραφούν μονάχα τις μαρτυρίες, αλλά σε συνδυασμό με τους εκτός κάδρου σχολιασμούς δημιουργούν μια διαδραστική αφήγηση, που εμπεριέχει προσωπικές αιχμές και συμβάντα που καθόρισαν τη δημιουργική του διάσταση.

Στα πρώτα πλάνα του ντοκιμαντέρ παρακολουθούμε σκηνές της «Έβδομης Σφραγίδας», με τον Ιππότη, που τον ερμηνεύει ο νεαρότατος τότε Μαξ Φον Σίντοφ, τη μια στιγμή να παίζει σκάκι με τον υπηρέτη του σε μια παραλία και την άλλη στιγμή η 77χρονη σήμερα Φον Τρότα να βρίσκεται στην ίδια παραλία, περιγράφοντας εντυπωσιασμένη τη διαδοχή μονοπλάνων και φοντύ ανσενέ, που σε ταυτόχρονο μοντάζ μας αποκαλύπτονται αποσπασματικά, αναλύοντας εκτός κάδρου τη δεξιοτεχνική σκηνοθετική αντίληψη του Μπέργκμαν, που αποδίδει κινηματογραφικά τον κλονισμό της πίστης του Ιππότη, τη στιγμή που συναντά τη μαυροντυμένη φιγούρα του Χάροντα.

Τα επιλεγμένα αποσπάσματα συνεντεύξεων του ίδιου του Μπέργκμαν, με τις εύστοχες απαντήσεις όπως «η ταινία παίζει το ρόλο ενός διαμεσολαβητή, ενός διανομέα των ονείρων των ανθρώπων» αλλά και όταν δηλώνει σε σπαστά γαλλικά πως «ενδιαφέρεται να αποδώσει τις αλήθειες της ανθρώπινης κατάστασης», επιβεβαιώνουν τη νοητική σαφήνεια των προθέσεών του.

Το θέμα της ενοχής και της θρησκευτικής καταπίεσης ανιχνεύεται επίσης στις συνεντεύξεις του Μπέργκμαν, όπου εκμυστηρεύεται τη βαναυσότητα του αυταρχικού πατέρα-πάστορα, που τον τιμωρούσε μικρό κλειδώνοντάς τον μέσα στη ντουλάπα, μαρτυρία που η Φον Τρότα συσχετίζει με σκηνές από το «Φάνι και Αλέξανδρος» (1982).

Βιντεοσκοπήσεις από πρόβες γυρισμάτων και θεατρικών παραστάσεων απεικονίζουν τον Μπέργκμαν επί τω έργω σε διάφορες ηλικίες, αιχμαλωτίζοντας τον τρόπο του να εκμαιεύει εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του.

Όλη η ανθρώπινη απελπισία και ματαιότητα της ζωής μέσα από ένα σπίρτο που καίγεται αποτυπώνεται στο χαρακτηριστικό πλάνο από την «Ώρα του Λύκου» (1968), ενώ η αγωνία θανάτου εκφράζεται στην κορυφαία σκηνή του ονείρου στις «Άγριες Φράουλες» (1957), όπου ο Μπέργκμαν βάζει τον Σουηδό σκηνοθέτη του βωβού κινηματογράφου Βίκτορ Σίστρομ να υποδυθεί τον ηλικιωμένο καθηγητή.

 

* * *

 

Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς τονίζει πως ο Μπέργκμαν αναζητούσε το φως στα γυναικεία πρόσωπα, μέσα από ταινίες που έδωσαν χαρακτήρες σύγχρονων και ελεύθερων γυναικών, ενώ η σχέση του με τη μαγεία του αόρατου αποτυπώνεται στην προσπάθειά του να αφηγηθεί μέσα από το σινεμά την ίδια του την ύπαρξη.

Το γεγονός ότι είχε την ικανότητα να σκηνοθετεί εξαιρετικά τα μικρά παιδιά, συσχετίζεται ψυχαναλυτικά με το ενδιαφέρον του να αναλύσει τη δική του παιδική ηλικία, καθώς ο ίδιος παρέμενε ένα παιδί, δίχως να αποδέχεται να κατανοήσει τα δικά του παιδιά. Ίσως σ’ αυτό, οφείλεται η διπλά σκληρή δήλωση του επίσης σκηνοθέτη γιου του Ντάνιελ, που απέκτησε με την πιανίστρια Γκάμπι Λάρετέι, πως δεν του λείπει κανένας από τους αποβιώσαντες γονείς του, στιγματίζοντας το ναρκισσισμό και των δυο, ενώ περιγράφει σκηνές ανταγωνισμού με τον πατέρα του.

 

* * *

 

Στην τεράστια πολιτιστική κληρονομιά του Μπέργκμαν, η Φον Τρότα συγκαταλέγει το έντονο στοιχείο του πειραματισμού, καθώς η τελευταία ταινία του «Σαραμπάντ» (2003) γυρίστηκε αποκλειστικά με ψηφιακή τεχνολογία ενώ ο ίδιος ήταν 85 ετών.

Διερευνώντας την επίδραση του Μπέργκμαν στο Σουηδικό σινεμά, η Φον Τρότα προσεγγίζει τον βραβευμένο στις Κάννες Σουηδό Ρούπερτ Έστλουντ, σκηνοθέτη των ταινιών «Ανωτέρα Βία» (2014) και «Το Τετράγωνο» (2017), ο οποίος αναφέρεται στο «Σκηνές από έναν Γάμο» (1973).

Ο εγγονός από την κόρη που απέκτησε με την Λιβ Ούλμαν τον περιγράφει ως εργασιομανή, με αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα, ενώ αναφέρει μεταξύ θαυμασμού και απαξίωσης «Δεν θα γίνω σαν κι αυτόν», στιγματίζοντας το βάρος της κληρονομιάς μιας τεράστιας προσωπικότητας, σε βαθμό που συνθλίβει κάθε απόγονο.

 

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

 

INFO

Με αφετηρία το ντοκιμαντέρ Μπέργκμαν: ένας αιώνας, η εταιρεία διανομής Weird Wave θα κυκλοφορήσει σε νέες ψηφιακές κόπιες, οχτώ από τις πλέον χαρακτηριστικές ταινίες του: «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», «Φάννυ και Αλέξανδρος», «Φθινοπωρινή Σονάτα», «Πρόσωπο με Πρόσωπο», «Σιωπή, Έβδομη Σφραγίδα», «Άγριες Φράουλες», και «Περσόνα».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!