Το είδα στο πεζοδρόμιο, στη Χέιδεν. Στεκόταν ακίνητο, εντελώς ακίνητο. Από το ύψος μου νόμιζα ότι ήταν πεθαμένο. Ήταν τόσο μικρό που δεν ξεχώριζαν ούτε τα ποδαράκια του γιατί δεν ήταν πεσμένο, αλλά μαζεμένο. Έσκυψα για να δω καλύτερα και μου φάνηκε ότι κούνησε ελαφρά το ράμφος του. Ήμουν τόσο κοντά του και τόσο πελώριος δίπλα του κι όμως, όπως θα ήταν φυσικό, δεν έκανε καμία προσπάθεια να απομακρυνθεί. Απορημένος άπλωσα διστακτικά το χέρι μου και το έπιασα χωρίς να αντισταθεί. Και γύρω περνούσε κόσμος. Σηκώθηκα προσπαθώντας να μην το συνθλίψω μέσα στην παλάμη μου. Ήταν ζωντανό, φοβισμένο ή τραυματισμένο, αλλά ζεστό. Κοίταξα τριγύρω. Πεζοί κι αυτοκίνητα ανάμεσα στις μεγάλες πολυκατοικίες. Και μερικά πουλάκια στα δέντρα. Προς στιγμήν σκέφτηκα να το πετάξω προς τα κλαδιά ενός δέντρου, όπου μου φάνηκε ότι είδα κι άλλο ένα πουλάκι που του έμοιαζε. Αλλά αυτό δεν κινιόταν καθόλου. Και από τη στάση που είχε στο πεζοδρόμιο και την έλλειψη αντίδρασης ήταν φανερό ότι κάτι το εμπόδιζε να πετάξει. Κανένα ελεύθερο πουλί δεν σε αφήνει να το πλησιάσεις και να το πιάσεις τόσο εύκολα. Μπορεί, σαν άνθρωπος της πόλης εκ γενετής, να μην έχω μεγάλη σχέση με τα ζωντανά της φύσης, αλλά ο καθένας ξέρει ότι στο δρόμο μόνο τα περιστέρια μπορεί να σε πλησιάσουν για να πάρουν την τροφή που τους προσφέρεις, αλλά ακόμα κι αυτά δεν θέλουν να τα πιάσεις. Πόσο μάλλον ένα πουλί του δρόμου που έχει το μέγεθος περίπου ενός σπουργιτιού, ίσως και λίγο μικρότερο, που δεν σε έχει ξαναδεί ποτέ και βρίσκεται σε ένα περιβάλλον μάλλον όχι πολύ οικείο και φιλικό.

Εάν το πετάξω πάνω στο δέντρο και ξαναπέσει, μήπως θα τραυματιστεί περισσότερο απ’ όσο μπορεί να είναι πληγωμένο; Εάν το αφήσω στη θέση που το βρήκα ή το τοποθετήσω πάνω στο κλαδί ενός χαμηλού δέντρου, μήπως δεν μπορεί να πετάξει και γίνει εύκολη λεία για καμιά γάτα ή πέσει από ασιτία εφόσον δεν μπορεί να αναζητήσει την τροφή του;

Ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, μεσημεριάτικα, βρέθηκα με ένα μικρό πουλάκι μέσα στην παλάμη μου που φοβάμαι να το αφήσω για να μην πάθει κάτι κακό, αλλά ταυτόχρονα δεν ξέρω και τι να κάνω μ’ αυτό. Στάθηκα για λίγο σαν χαζός και προσπαθούσα να προσανατολιστώ, να βρω μια λύση για ένα πρόβλημα άγνωστο, απρόβλεπτο και πρωτόγνωρο. Όταν άρχισα να περπατάω κρατώντας προσεκτικά το πουλάκι μέσα στη μισάνοιχτη παλάμη μου απέκτησα την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι πάρα πολύ ευαίσθητο και πάρα πολύ εύθραυστο. Ή πολύ μικρό σε ηλικία που έπεσε από κάποια φωλιά είναι ή πληγωμένο που δεν μπορεί, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, να πετάξει. Πέρασα έξω από το Πεδίο του Άρεως ταλαντευόμενος ανάμεσα στο να το αφήσω στο πάρκο και στο να το πάρω μαζί μου για να ρωτήσω κάποιον ειδικό τι πρέπει να κάνω μ’ αυτό το πλασματάκι. Προχωρώντας, φυσούσε κι ένας κρύος αέρας, σκέφτηκα να βρω ένα πετ-σοπ για να ζητήσω οδηγίες, αλλά και στο πρώτο που βρήκα και στο δεύτερο δεν είχαν ιδέα για πουλιά, παρά μόνο για σκύλους και γάτες. Με το χέρι σε σταθερή απόσταση από το σώμα μου, σε ορθή γωνία, για να έχω συνεχή οπτική επαφή με το πουλάκι που κρατούσα, και με τρόπο που δεν θα καταλάβαινε κανείς τι κρατάω, δεν ξέρω γιατί, αφού ούτε το είχα κλέψει ούτε το είχα σκοτώσει, έφτασα στη Σόλωνος με την ελπίδα ότι κάποιοι άνθρωποι στη γειτονιά που είναι από χωριά εξοικειωμένοι με τα ζωντανά της υπαίθρου, πιθανότατα θα ξέρουν περί τίνος πρόκειται και θα μου δώσουν κάποια καλή συμβουλή. Μπήκα έτσι στο «Πανελλήνιον», το καφενείο του κυρίου Νίκου, στη Μαυρομιχάλη, που μαζεύονται οι σκακιστές. Ο κύριος Νίκος, που με προμηθεύει με ωραία κατακίτρινα και μυρωδικά λεμόνια και ξέρει πολλά για τα ζωντανά της φύσης είχε κιόλας φύγει, αλλά και ο ανιψιός του, ο Γιάννης, που κάθεται στο πόδι του, ξέρει επίσης. Μόλις έφτασα στη μικρή κουζίνα του καφενείου, προτάσσοντας το χέρι μου, ο Γιάννης είδε ότι κρατούσα ένα πουλάκι. Πού το βρήκες; με ρώτησε αμέσως με ενδιαφέρον. Στο πεζοδρόμιο, του είπα, αλλά δεν ξέρω ούτε τι πουλί είναι ούτε τι πρέπει να κάνω μαζί του. Να το αφήσω σε ένα πάρκο ή να το κρατήσω μέχρι να δείξει ότι μπορεί να πετάξει; Κοκκινολαίμης είναι, μου είπε αμέσως ο Γιάννης. Είναι άγριο πουλί, δεν είναι για κλουβί. Και τι να κάνω; Εάν δεν μπορεί να πετάξει και το αφήσεις, θα πεθάνει. Είναι πολύ ευαίσθητα αυτά τα πουλιά. Και δεν τρώνε ό,τι να’ναι. Πρέπει να το ταΐσεις με τροφές που τρώνε τα πουλιά που ζούνε ελεύθερα στη φύση. Εάν είναι αρσενικό τραγουδάει κιόλας, είναι το αηδόνι του χειμώνα. Πήγαινε στην Αθηνάς, σε ένα μαγαζί που έχει πουλιά για να σου πουν τι να κάνεις. Εντωμεταξύ, βάλε του λίγο φρούτο, λίγο καρότο και λίγο νερό μέχρι να βρεις την κατάλληλη τροφή. Σκουλήκια τρώνε αυτά τα πουλιά. Ζήτα από τις τροφές που δίνουν στα αηδόνια και τις μάινες. Στην Αθηνάς θα ξέρουν.

Ο κοκκινολαίμης γραμματικός! (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Κοκκινολαίμης; Σκουλήκια; Έμπαινα γρήγορα σε ένα κόσμο πολύ διαφορετικό.

Αυθημερόν, ανέφερα το περιστατικό στη ραδιοφωνική μου εκπομπή στο Κόκκινο 105,5. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Άρχισαν να τηλεφωνούν ζωόφιλοι, άνθρωποι που κατάγονται από την επαρχία και… κτηνίατροι, για να μου δώσουν συμβουλές. Μάλιστα, μέχρι να τελειώσει το πρόγραμμά μου, ένας άγνωστος άντρας εμφανίστηκε στο σταθμό για να μου φέρει ένα κλουβί για να μην έχω τον φιλοξενούμενό μου μέσα στο κουτί που είχα πει στον αέρα ότι είχα προσωρινά τοποθετήσει το πουλάκι. Μέσα σε λίγη ώρα είχα μάθει τόσα πολλά για τον κοκκινολαίμη, που πλέον αισθανόμουν ειδικός! Πού ζει, πώς ζει, πώς συμπεριφέρεται, τι τρώει, τι του κάνει κακό, πότε μεταναστεύει, πόσο ζει, τα πάντα! Γυρίζοντας στο σπίτι διαπίστωσα ότι ο κοκκινολαίμης είχε τσιμπήσει για τα καλά μια φέτα μανταρίνι που είχα βάλει μέσα σε ένα πιατάκι. Καλό σημάδι. Είχε όρεξη και, ενώ δεν πετούσε, μπορούσε να κινηθεί με τα ποδαράκια του για μερικά εκατοστά. Τοποθέτησα το κλουβί, με το κανναβούρι που είχε μέσα σε μια θηκούλα, στη μέση του δωματίου και πήγα για ύπνο με την ελπίδα ότι το πρωί θα είναι σε καλύτερη κατάσταση, σε πιο ασφαλές περιβάλλον.

Την άλλη μέρα πήγα στο μαγαζί που βρίσκεται στη γωνία Αθηνάς και Σοφοκλέους και τους είπα ότι θέλω τροφή για ένα κοκκινολαίμη. Σκουλήκια, μου λέει ο τύπος και κάποιες άλλες τροφές που μάλλον τις τρώει. Πόσα σκουλήκια; Ρώτησα. Ε, πάρε τώρα 3-4 ευρώ και ξαναέλα. Έχουν πολλοί άλλοι κοκκινολαίμη στο σπίτι τους; ρώτησα. Δεν νομίζω, δεν έχω τέτοιους πελάτες. Δεν κάνει για κλουβί, θέλει άπλα. Αν τον αφήσω μέσα σε ένα δωμάτιο ελεύθερο; Αυτό είναι καλό, αλλά θα σου αφήνει κουτσουλιές παντού. Θα προσπαθήσω να λύσω κι αυτό το πρόβλημα στη συνέχεια, του είπα, πήρα τη νάιλον σακουλίτσα με τα σκουληκάκια κι έφυγα.

Έχουν κιόλας περάσει μερικές μέρες. Ό,τι και να είχε, σοκ ή τραύμα, το ξεπέρασε. Από τα διστακτικά πηδηματάκια το έριξε στην πλήρη εξερεύνηση του δωματίου. Σε ένα χώρο περίπου ογδόντα κυβικών μέτρων άρχισε να δοκιμάζει τα βολικά σημεία για προσγείωση. Τα οριζόντια ξύλα που στηρίζουν τα πόδια από τις καρέκλες και το πάνω μέρος των βιβλίων στα ράφια είναι η σίγουρη επιλογή, αλλά και οι επιτραπέζιες κορνίζες προσφέρουν κατάλληλο μπαλκόνι για θέαση του γύρω κόσμου. Για να αντιμετωπιστούν οι κουτσουλιές τοποθετήθηκαν εφημερίδες στα σημεία με την υψηλότερη επισκεψιμότητα και ορισμένα πιο ευαίσθητα αντικείμενα, π.χ. ποτήρια, κασέτες και σκληροί δίσκοι, μετακινήθηκαν σε πιο απρόσιτα μέρη. Αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις και οριοθετήσεις, ο κοκκινολαίμης μπορεί τώρα να πετάει συνεχώς από σημείο σε σημείο χωρίς να ρυπαίνει. Κι όσο εξοικειώνεται με το περιβάλλον τόσο πιο τολμηρές πτήσεις πραγματοποιεί. Αυτά τα αεροπλανικά, μαζί με το πρωινό του πλατσούρισμα στο τασάκι με το νερό, και το τραγουδιστικό του ταλέντο, αποτελούν τα βασικά του προσόντα, πέρα από το ό,τι αυτό το μικρό πλασματάκι είναι ανθεκτικό στα κρύα του χειμώνα.

Το σίγουρο είναι ότι ο κοκκινολαίμης είναι αρσενικός γιατί τα θηλυκά δεν τραγουδούν. Κι αυτό το ανακάλυψα όταν βρήκα στο διαδίκτυο ηχογραφημένες φωνές από κοκκινολαίμηδες που τις έβαλα να τις ακούσει κι αμέσως άρχισε να ανταποκρίνεται. Έκτοτε τραγουδάει από το πρωί μέχρι το βράδυ ιδίως όταν ακούει μουσικές και τραγούδια. Έχω δε την εντύπωση ότι προτιμάει τον Τζίμι Χέντριξ και τα ηπειρώτικα κλαρίνα. Γι’ αυτό το τελευταίο τον βάφτισα Πιπίγκο! Το Τζίμι, από το Χέντριξ, μού φαινόταν πολύ αταίριαστο με την ελληνική ύπαιθρο. Το όνομα Πιπίγκος, όμως, που το θυμόμουν από ένα μυθιστόρημα που διάβαζα για μια ελληνική παροικία με Ηπειρώτες στη Ρουμανία, της οποίας ένας από τους κεντρικούς ήρωες είχε αυτό το παρατσούκλι, μου φάνηκε καταλληλότερο για ένα πουλάκι παρά για ένα μεγάλο άνθρωπο, πατριάρχη μιας παραδοσιακής οικογένειας από την Ήπειρο.

Κάνουμε καλή παρέα, καθημερινή, δεν με φοβάται πολύ, εγώ στον υπολογιστή κι αυτός με τις βόλτες του, τα τραγούδια και τα σκουληκάκια του, αλλά αυτό μεγαλώνει το δίλημμά μου. Τι θα κάνω με τον Πιπίγκο; Θα τον κρατήσω κι άλλο στη θαλπωρή και την ασφάλεια του δωματίου ή είναι έτοιμος για να τον μεταφέρω υγιή και ζωηρό στο Πεδίο του Άρεως; Άφησα το παράθυρο ανοιχτό, αλλά δεν έφυγε. Τον ρώτησα τι θα κάνει, αλλά δεν κατάλαβα τίποτα από την απάντησή του!

8 Ιανουαρίου 2017

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!