Ένα χρόνο πριν, κανένας δεν θα φανταζόταν τους Εργατικούς του Μπράουν να διεκδικούν με αξιώσεις την παραμονή τους στην εξουσία για τέταρτη θητεία. Το καλοκαίρι του 2008, πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, υπολείπονταν των Συντηρητικών μεταξύ 17 και 20 δημοσκοπικών μονάδων.

Η μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας στο οικονομικό πεδίο φαίνεται να τους έχει ευνοήσει, φθείροντας σταδιακά τα ερείσματα που οι Συντηρητικοί είχαν οικοδομήσει στον κεντρώο χώρο με την εκλογή Κάμερον και το φιλομιντιακό του προφίλ. Η επιλογή να είναι το οικονομικό το τελευταίο των τριών ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών -νέο στοιχείο στην εκλογική κουλτούρα της Γηραιάς Αλβιόνας- υπογραμμίζει την κεντρικότητα της κρίσης και, ίσως, την προσπάθεια των Εργατικών να σκοράρουν, έστω και στο τελευταίο λεπτό.

Τον τελευταίο χρόνο, τα χρηματικά σκάνδαλα των βουλευτικών ενισχύσεων -πέρα από τη χρησιμοποίησή τους για να κρύψουν την ουσία της κρίσης, την υποτίμηση της στερλίνας και την υπερχρέωση του κράτους προς σωτηρία ιδιωτικών τραπεζών- έπληξαν συνολικά την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.

Η λαϊκίστικη ρητορική περί διεφθαρμένου πολιτικού κόσμου, όμως, σε συνδυασμό με το ρατσισμό του «αντι-τρομοκρατικού πολέμου» στο Αφγανιστάν και στη Μ. Βρετανία και του ανταγωνισμού της με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν ενισχύσει σημαντικά την ακροδεξιά. Το UKIP (Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, αντίστοιχο του ΛΑΟΣ) ήρθε δεύτερο στις Ευρωεκλογές, αφήνοντας τρίτους τους Εργατικούς, ενώ το φασιστικό BNP (Βρετανικό Εθνικό Κόμμα) εξέλεξε, για πρώτη φορά, ευρωβουλευτή και ενίσχυσε τη θέση του στις ενδιάμεσες δημοτικές εκλογές. Η μεγάλη αποχή, όμως, του 70% δεν καθιστά τις ευρωεκλογές συγκρίσιμο μέγεθος για τις εθνικές, παρά την καταγραφή τάσεων.

Το κλείσιμο της δημοσκοπικής ψαλίδας ανάμεσα σε Εργατικούς και Τόρις, μέχρι και στο 4% («Guardian», 3/04/2010), επιβεβαιώνει τις από μηνών ενδείξεις είτε για μία μικρού μεγέθους επικράτηση των Συντηρητικών, που θα δυσκόλευε τη διαχείριση της κρίσης, είτε αδυναμίας συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης, για πρώτη φορά από το 1974, με ρυθμιστές το οριακά ενισχυόμενο κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Αυτές οι προοπτικές και, κυρίως, η δεύτερη του «κρεμάμενου κοινοβουλίου», έχουν προκαλέσει ανησυχίες στον οικονομικό κόσμο, η παρέμβαση του οποίου εκδηλώνεται μέσω των αγορών και της αυξομείωσης της ισοτιμίας της στερλίνας. Η έλλειψη ισχυρής κυβέρνησης προκαλεί ρίγη στον επιχειρηματικό κόσμο σχετικά με την πορεία της κρίσης και τη διαχείριση μιας οικονομίας, εκτεθειμένης περισσότερο από κάθε άλλη στον ανεπτυγμένο κόσμο στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, κι ενός υπερχρεωμένου, κράτους. Υπό τέτοιες συνθήκες, το σενάριο ενός «κρεμάμενου Κοινοβουλίου» θεωρείται ότι θα εμποδίσει τη χάραξη μίας αποφασιστικής αντιμετώπισης του υψηλού χρέους, με παράλληλη διατήρηση της χρηματοδότησης της αγοράς, αυξάνοντας την ευθραυστότητα της βρετανικής οικονομίας.

Απέναντι στην ακολουθούμενη πολιτική των Εργατικών, οι Συντηρητικοί δεν φαίνεται να διαθέτουν ένα ολοκληρωμένο και πειστικό οικονομικό σχέδιο. Μόνο πρόσφατα, η αντίθεσή τους στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες, που αποκαλούν «φόρο στην εργασία», συνέταξε τους πρώτους επιχειρηματίες μαζί τους. Κεντρικά σημεία της πολιτικής τους αποτελούν η ραγδαία περικοπή των δημόσιων εξόδων και δανεισμού (προς και από τις αγορές), οι ιδιωτικοποιήσεις και η αύξηση της φορολογίας εισοδήματος.

Εκλογικά το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε μερικές δεκάδες εκλογικών περιφερειών (50-70), όπου οι Εργατικοί επικρατούν των Συντηρητικών με μικρή διαφορά ψήφων. Ο εκλογικός χάρτης της Βρετανίας αποτελείται αποκλειστικά από μονοεδρικές περιφέρειες, όπου εκλέγεται ο υποψήφιος με τους περισσότερους ψήφους, ασχέτως ποσοστού. Όχι τυχαία, οι αμφιλεγόμενες αυτές περιοχές είναι από τις πιο πληττόμενες από την κρίση. Μέσα στην τελευταία πενταετία, η ανεργία σχεδόν διπλασιάστηκε σε αυτές, από 4% σε 7,2%, σύμφωνα με τους «Financial Times» (6/4/2010), ενώ σε εθνικό επίπεδο κινήθηκε από 5% στο 7%. Οι ψηφοφόροι, και κυρίως των Εργατικών, σε αυτές τις περιφέρειες βρίσκονται σε δίλημμα ανάμεσα στην τιμωρία της κυβέρνησης Μπράουν και την αποφυγή της αναβίωσης μιας νεο-θατσερικής απάντησης στην κρίση.

Παρά τις πρόσφατες απεργίες και τη δειλή εκδήλωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, το εκλογικό σύστημα εμποδίζει την καταγραφή της, κάνοντας πιθανή την ενίσχυση της αποχής. Σε αυτό το περιβάλλον, οι εναλλακτικές για τις προοδευτικές δυνάμεις είναι περιορισμένες. Οι Πράσινοι, ενισχυμένοι στις Ευρωεκλογές, για πρώτη φορά κατεβαίνουν σε πάνω από 300 περιφέρειες, ευελπιστώντας να εκλέξουν έναν τουλάχιστο βουλευτή για πρώτη φορά. Ο Γκάλογουεϊ διεκδικεί την επανεκλογή του με το Ρισπέκτ, που διεκδικεί ακόμη μία θέση, αντιμέτωπο όμως με την προ διετίας διάσπασή του και την υποχώρηση του αντιπολεμικού κλίματος, που έκφρασε το 2005. Τέλος, ένας τρίτος συνδυασμός, Συμμαχία Συνδικαλιστών και Σοσιαλιστών (TUSC), κατεβάζει υποψηφίους σε περίπου 50 περιφέρειες.

Χρίστος Γιοβανόπουλος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!