Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Σε συνάντησα και πάλι, φίλε μου παλιέ, στην πλατεία τη γνωστή να περπατάς. Δεν σου μίλησα. Πήρα το κατόπι σου. Σε παρακολουθούσα με μάτι εξεταστικό. Καθώς το τραγούδι το γνωστό, «Πότε θα κάνει ξαστεριά», στ’ αφτιά σου έφτανε, απ’ των μεγαφώνων την ισχύ ενισχυμένο, η ματιά σου ετοίμαζε ταξίδι μακρινό στο παρελθόν. Ίσως να είχε κιόλας μπαρκάρει, μ’ εκείνο το απίθανο βαπόρι, που όνομα δεν είχε στην πλώρη του γραμμένο. Είχε σβηστεί κάτω απ’ της θάλασσας το μαστίγωμα το αλύπητο και του ανέμου την αδάμαστη μανία. Η ματιά σου τώρα, λες και σκαρφάλωσε στις κορυφές των αστεριών, της ζωής σου το ημερολόγιο αναμέτραγε. Μια ζωή χορτασμένη από ταπεινώσεις, χαμένες μάχες, μάταιους ηρωισμούς, νεκρούς συντρόφους, στίχους φλογερούς, οράματα κερδισμένων επαναστάσεων, σημαίες που πετάχτηκαν στων δρόμων τις παρυφές κι η γεύση πικρή το στόμα να στυφίζει.

Σε πλησίασα. Τα χέρια μας ενώθηκαν. Σου είπα: μακρύς ήταν ο δρόμος, φίλε μου, αλλά να που φτάσαμε στο σήμερα. Ο χαιρετισμός, κι η φωνή μου, το ταξίδι σου διέκοψαν, είπα. Και να, φίλε μου, βρεθήκαμε πάλι στις γνώριμες στράτες αντάμα να βαδίζουμε, με όνειρα που δεν θα μας ξεγελάσουνε, με φίλους που δεν θα μας προδώσουνε. Να, τώρα προχωράμε. Στήνουμε το καινούργιο οδόφραγμα και πάνω του καρφώνουμε στο πιο ψηλό σημείο, της αξιοπρέπειας το φλάμπουρο. Κι εσύ με κοίταξες αμήχανα κι φωνή σου θυμωμένη άρθρωσε τρεις λέξεις: Είδες τι γίνεται; Και βέβαια, αδελφέ, όλα αυτά τα περιμέναμε. Η αγέλη των υαινών, θορυβημένη, βρυχάται, γρυλίζει. Τα ανήμερα θηρία φοβούνται, πως απ’ τα στόματά τους τ’ απύλωτα, τα θηράματα θα ξεφύγουν. Γι’ αυτό, έτοιμα είναι για επίθεση. Μα, φίλε μου, μην ανησυχείς: «Ποτέ μη στοχαστείς πως είναι δυνατοί. Καρδιοχτυπούν και τρέμουν σαν το λαγό κι αυτοί».

Αυτοί που κόπτονται, δήθεν, για των λαών τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, όλοι αυτοί, που κάτω απ’ τις πλουμιστές γραβάτες και τα πανάκριβα κοστούμια, κρύβουν μ’ επιμέλεια περίσσια, του ανήμερου θηρίου την απληστία. Αυτοί ένα σκοπό έχουνε, μια μόνη επιδίωξη, το λαό μας να μεταλλάξουν από πολίτες ενεργούς σ’ επαίτες θλιβερούς. Το ζήσαμε έντονα αυτό, το βράδυ της Δευτέρας, όταν οι βαρύγδουποι «ηγεμόνες», καταπατώντας κάθε έννοια Δημοκρατίας, έστειλαν τελεσίγραφο ιταμό, στην κυβέρνηση των ιθαγενών, πάραυτα να συμμορφωθούν με τις εντολές της διεθνούς των τοκογλύφων. Κουνώντας το δάκτυλο απειλητικά, απαίτησαν η κατρακύλα στα βάθη της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής εξαθλίωσης, ότι πρέπει να συνεχιστεί μέχρι στη λάσπη του βυθού όλη κοινωνία η Ελληνική να προσγειωθεί. Άκουγες αμίλητός και εγώ συνέχισα. Είδαμε τον Έλληνα υπουργό των Οικονομικών, να μην σκύβει δουλικά την κεφαλή και… «Μάλιστα», να ψελλίζει στους αφέντες, στους ύπατους της παρηκμασμένης Ρώμης. Είδαμε ένα λεύτερο, αξιοπρεπή, γεμάτο θέληση, υπουργό να λέει το αυτονόητο, πως είναι εντολοδόχος του ελληνικού λαού. Κι η εντολή της πλειοψηφίας αυτού του λαού είναι ρητή: Όχι στην καταβαράθρωση της ανθρωπιάς, όχι στην ανίερη εκμετάλλευση του πλούτου μιας χώρας απ’ τους τοκογλύφους, όχι στην φτωχοποίηση μιας ολόκληρης γενιάς. Όχι λοιπόν, να βροντοφωνάξουμε όλοι μαζί, στους καινούργιους κατακτητές. Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε γερμανός τεχνοκράτης, αυτός που έχει από καιρό απολέσει την ανθρώπινη ιδιότητά του, να καθορίζει τα του οίκου μας. Όχι, φίλε μου, όχι στην υποδούλωση. Όχι στους Σόιμπλε, που εκφράζουν τον πιο χυδαίο, τον πιο απάνθρωπο, νεοφιλελευθερισμό. Όχι σ’ αυτούς που τρέφονται απ’ τις σάρκες των ανήμπορων λαών. Ένα μεγάλο «όχι» και τότε, σαν μια αστραπή το αύριο θ’ αυλακώσει τον ουρανό. Οι πολιτείες μας θα γίνουν ολόφωτες. Θα φαρδύνουν. Οι πλατείες θα πλημμυρίσουν και πάλι απ’ τον χτύπο ενός ιδιότυπου πυρετού. Ας βαδίσουμε, επιτέλους, αντάμα με το αύριο.

Καιρός, φίλε μου, να τραγουδήσουμε την αντίσταση ενός λαού, το «όχι» του, την αξιοπρέπεια που επανακτάται, την ελπίδα που ξαναγεννιέται. Το αύριο που εμείς χτίζουμε.

 

 

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!