Ένα γράμμα για τον Δεκέμβρη πριν τον Δεκέμβρη.
Το γράμμα αυτό γράφτηκε χωρίς την πρόθεση να δημοσιευτεί, ούτε καν να δοθεί σε κάποιο πρόσωπο. Παρ’ όλα αυτά δημοσιεύεται και αφιερώνεται κάπου. Επίσης γράφτηκε σχεδόν 2 χρόνια πριν από τον Δεκέμβρη του 2008. Παρ’ όλα αυτά μιλάει, κατά κάποιον τρόπο, γι’ αυτόν.
Εμπορικό κέντρο Cosmos, Θεσσαλονίκη. Ο ταξιτζής εκνευρισμένος με τη θέα. Χιλιάδες αυτοκίνητα περικυκλώνουν ένα κάστρο.
«Μέλι έχουνε ρίξει στους δρόμους; Τι λαοπροσκύνημα είναι αυτό;». Φαίνεται να εκνευρίζεται στα αλήθεια, να μην μπορεί να συμφιλιωθεί με τον παραλογισμό.
«Πραγματικός» cosmos… Όλα εδώ. Στην είσοδο σου δίνουν χάρτη, για να μη χαθείς – πυξίδα φέρνεις απ’ το σπίτι. Όλα είναι εδώ, ρουχάκια, μπότες, φουστίτσες, ρολόγια, CDs, iΡod, σουβλάκια, σοκολάτες, Εverest, καπουτσίνο στα φλιτζανάκια, πίτσες, βιβλία, μποξεράκια. Όλα ανακατεμένα και στοιχισμένα. Μυρωδιές παντού, χημικές συνθέσεις που θυμίζουνε λουλούδια, μουστάρδες, κολώνιες.
Σ’ ένα μαγαζί με ρούχα μού μυρίζει όπως το κατσαρολάκι μου, όταν το ρύζι έχει καεί λίγο. Κάποιο λάθος έγινε, κάποιο λάθος σημείο του εγκεφάλου ενεργοποιήθηκε… Θα το ρίξω στο κουτί παραπόνων, ίσως προσθέσουν κάποιο χημικό στοιχείο ακόμα…
Στο διαρκές πανηγύρι με τους γύρους, τους καφέδες, τις πίτσες, τα λουκάνικα, ένα μωράκι παλεύει να βγει από την κούνια, κοιτάει γύρω γύρω τα χρώματα, τα φώτα και τα πλήθη. Τι μπορεί να σκέφτεται; Μπορεί να προσπαθεί να καταλάβει αν αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος. Ένα παιδάκι τρυπώνει σε μια ξένη οικογένεια, πάει να μιλήσει με τους ξένους συντρόφους του, ο πατέρας του το επαναφέρει στην τάξη, ένας κύριος, που ρουφάει ένα Camel, του λέει να το αφήσει να παίξει με τα ξένα παιδάκια, είναι «καλοδεχούμενο» – φαίνεται να το εννοεί. Παντού υπάρχουν ρήγματα, παντού μπαίνουν αχτίδες.
Σκέφτομαι ξαφνικά μια εισβολή, τα πάντα να καίγονται, να παραδίνονται στο χάος. Τελικά, αυτοί με τις κουκούλες, εκτός από προβοκάτορες, είναι και η στοιχειώδικη, η απεγνωσμένη, η πρώτη αντίδραση.
Εκείνη γυρνάει και προσπαθεί να ψωνίσει. Τα βρίσκει όλα φυσιολογικά, οι μάρκες προφέρονται χαριτωμένα, λες κι είναι ονόματα όμορφων παιδιών ή οι ζωγραφιές τους. Εμένα μου ακούγονται τώρα σαν βρισιές, σαν οβίδες γεμάτες με χυδαιότητα. Σκέφτομαι ότι είναι 500 μαγαζιά και κανένα δεν θα ’χει μια τουαλέτα. Υπάρχει, όμως, κάπου ένας πολυχώρος κατουρήματος, βρεφικής περιποίησης και κάτι άλλο. Φοβερή οικονομία.
Χάνομαι ξανά στο μεταφερόμενο πλήθος. Θυμάμαι την αγοραφοβία της – πόσο την καταλαβαίνω τώρα. Βλέπω παντού τη μορφή της. Την αγαπάω. Σκέφτομαι το βλέμμα της, τις μπούκλες της, που είναι μπερδεμένες, όπως η καρδούλα της.
Κάποιος πάει να τραβήξει κάτι με την κάμερα. Τον πλησιάζει μία με στολή σεκιούριτι. Φαίνεται να του λέει ότι απαγορεύεται. Τον πλησιάζω. Είναι απορημένος.
«Τι σου είπε, απαγορεύεται;».
«Ναι!».
«Στρατόπεδο είναι;».
«Ξέρω ’γώ, μπορεί και να είναι…».
Έτσι είναι, δεν μπορεί, είναι. Ένα τεράστιο στρατόπεδο του κεφαλαίου. Έξω από την πόλη, με φρουρούς. Ανεφοδιάζεται συνέχεια με πυρομαχικά και όπλα. Με χιλιάδες στρατιώτες, με πειθαρχία και με στρατιωτικό νόμο. Ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης των παιδιών, των εφήβων, των γονιών, των σαστισμένων μεγαλύτερων. Σκέφτομαι κάποιους ακτιβιστές στο Λονδίνο. Ένα μπαλόνι με ένα «Μ» τραβάει προς τους ουρανούς ένα ομοίωμα παιδιού: «Τα MacDonald’s κλέβουν τα παιδιά μας». Η συγκέντρωση συνεχίζεται και συνεχίζεται. Ταυτόχρονα αυτοεξορίζεται μακριά, προσπαθεί να πάρει μαζί της τα χρώματα, τα φώτα και τις μυρωδιές. Η τρέλα συνεχίζεται, η εκπαίδευση συνεχίζεται, οι αχτίδες συνεχίζουνε να τρυπάνε τους τοίχους και τα ταβάνια, να μπήγονται σαν καθάρια ξίφη μέσα στο πολύχρωμο γκρίζο…
Μάριος Γεωργούλης