Της καρτερίας το παγκάκι

 

Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Σε είδα πάλι, καθισμένο στου γιαλού τ’ απόμακρο παγκάκι, της θάλασσας το σιγομουρμούρισμα ν’ αφουγκράζεσαι, της αύρας την αγκάλη να χαίρεσαι, η περίπτυξη αυτή, θάρρος και παρηγοριά σου πρόσφερε. Το πρόσωπό σου το’ χε νοτίσει της αλμύρας η ανάσα και της Σελήνης ο ασημένιος χρωστήρας, το έπλαθε σαν να ζύμωνε εκείνο τον πανάρχαιο στεναγμό τον φωλιασμένο στης ψυχής τα βάθη. Πλησίασα σιωπηλά στο παρατηρητήριό σου. Μου ψιθύρισες: «Η θάλασσα αμερόληπτη και διδακτική», όπως ο ποιητής λέει, μου εξιστορούσε, τώρα δα, το βουβό κυνήγι του θανάτου. Πλήθυναν τον τελευταίο καιρό οι μονομαχίες ανάμεσα στους δραπέτες των σφαγείων Αφρικής και Ασίας απ’ τη μια μεριά και των σιδερόφρακτων φρουρών της αμφίβολης ευμάρειας της πολιτισμένης Ευρώπης απ’ την άλλη. Σταμάτησες για λίγο. Ατένισες το ρυτίδωμα της νερένιας σάρκας -ρίγος ερωτικό- και συνέχισες: Κάτι τέτοιες στιγμές ακόμη κι οι λέξεις κρύβονται πίσω απ’ το λυγμό. Τις κυριεύει ο φόβος μήπως βρεθούν με του ποιητή την οργή αντιμέτωπες.

Πέταξα μακριά του λόγου τα φκιασίδια και ζήτησα των αριθμών τη συνδρομή. Ξημερώματα 6 του Μάη, βόρεια της Σάμου, πνίγηκαν 12 γυναίκες, 6 άντρες, 4 παιδιά. Η τραγωδία πάλι παίχτηκε. Ο πόνος άφατος. Η θλίψη αβυσσαλέα. Κι η σούμα της φρίκης, διαρκώς αυξάνει. Ντροπή! Αναρωτιέσαι: Λιποτάχτησαν οι θεοί;

Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, ενώ τη σιγαλιά της νύχτας διέκοπτε της ψυχής μας η φυσική μουσική, καθώς εκτελούσε της προσφυγιάς το ορατόριο. Σκέφτηκα: Δεν λιποτάκτησαν οι θεοί. Εμείς τους εξορίσαμε. Κι εσύ, λες και τη θάλασσα ήθελες να εξευμενίσεις, φώναξες: Μη βιαστείς, φίλε μου, μ’ έτοιμες απαντήσεις τη συνείδησή σου να καθησυχάσεις. Αυτή δεν πρόκειται με φράσεις προκατασκευασμένες να χορτάσει, δεν είναι πόρνη που αρκείται στους ταχτικούς κι «αξιοπρεπείς» πελάτες της. Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Των σκλάβων οι θλιβερές παρουσίες μας κυκλώνουν! Ανταλλάξαμε την αξιοπρέπεια με των δούλων τη συμπεριφορά κι έτσι κάθε φορά που άπραγες οι ώρες φεύγουν, σπρώχνουμε την ελπίδα πιο κοντά στο έρημο τοπίο των εκτελέσεων. Τι άλλο να πεις;

Κι ύστερα «είναι και το γενικό ξεπούλημα, που σήμανε», μουρμούρισες. Οι ακτές οι δαντελένιες, των ποιητών η έμπνευση και των εραστών το καταφύγιο, έτοιμες είναι να παραδοθούν στις ορέξεις άθλιων εργολάβων. Η θάλασσα, του Έλληνα η πανάρχαια ερωμένη, οδηγείται, χωρίς απολογία, στη σιωπή του αμείλικτου τσιμέντου. Ο Σαρωνικός, λίκνο του πολιτισμού μας, άντεξε αιώνων θύελλες, τώρα όμως κινδυνεύει απ’ τους αδηφάγους «επενδυτές». Ο βιασμός της φύσης, της ανθρωπιάς το ποδοπάτημα, του ονείρου το στραγγάλισμα, μερικές απ’ τις προτεραιότητες των εντολοδόχων της τρόικα! Τα βαρύγδουπα μηδενικά επιτίθενται.

Η σιγαλιά της νύχτας μας τύλιξε κι η φωνή του σταθερή και ήρεμη συνέχισε. Εκλογές, φίλε μου κι οι αυτόκλητοι σωτήρες συνωθούνται στων τηλεοπτικών καναλιών τη δυσοσμία κι από εκεί προσπαθούν να μας πείσουν πως είμαστε ανίκανοι τη ζωή ν’ αγκαλιάσουμε. Μας εμπαίζουν με λόγια παχιά, με ψεύτικες υποσχέσεις, ενώ ξεδιάντροπα, ετοιμάζουν να εξορίσουν απ’ τη ζωή μας της γλώσσας τα θέλγητρα, της μνήμης την αναγκαιότητα, της γνώσης τη μαγεία, της ομορφιάς τη μυρωδάτη ανάσα. Η ευκολία του ψεύδους, η κατεδάφιση της εργασίας σαν κοινωνικό λειτούργημα, η εμπορία του νερού, η διατίμηση της υγείας, η απαξίωση του δημόσιου σχολείου, όλα αυτά είναι εντολές των αφεντικών, φίλε μου, και οι ανθύπατοι είναι έτοιμοι να τις εκτελέσουν, αν εμείς μείνουμε κλεισμένοι στους τοίχους των πολιτικών γραφείων, αν παραδοθούμε στην εγωπάθεια, αν ενδώσουμε στα θέλγητρα της εξουσιομανίας. Πρέπει, φίλε μου, επιτέλους, να πάψουμε να μπερδεύουμε την αυταρέσκεια με την αυτοπεποίθηση, την υστερία με το πάθος. Ανάγκη μεγάλη είναι να μην αφήσουμε τους γυρολόγους της πολιτικής, όλους αυτούς, που ανενδοίαστα παραχαράζουν την ουσία της ζωής, να επιβάλουν τις πολιτιστικές τους αξίες, τη χάλκευση των εννοιών. Διαφορετικά, το πέσιμο θα είναι οδυνηρό και ηχηρότατο. Τα αποτελέσματα απρόσμενα.

Σώπασες πάλι. Τώρα ατένιζες τα σύννεφα καθώς τα έσπρωχνε ο άνεμος της μνήμης κι είπες: Εδώ θα περιμένουμε την άφιξη του δικού μας πλοίου, που θα ’χει τ’ αμπάρια του γεμάτα με των ονείρων την εκδίκηση και στο πλωριό τ’ άλμπουρο σημαία θα ’χει τη γεωγραφία του πόνου των συντρόφων, που χάθηκαν. Πότε, άραγε, θα φανεί; τόλμησα μια ερώτηση αφελή.

Μα όταν γίνει συνείδηση σε όλους εμάς πως η λευτεριά κερδίζεται μονάχα μέσ’ από το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων, που φυλακίζουν την κάθε ώρα της ζωής μας. Έτσι μίλησε ο φίλος μου απ’ το παγκάκι της καρτερίας.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!