Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, μέλους Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ

Η συζήτηση που κάνουμε σήμερα δεν είναι υπόθεση «ειδικών», είναι όμως μια δύσκολη και απαιτητική συζήτηση. Δεν είναι ακαδημαϊκή, υποχρεωτικά όμως αναμετριέται με την Ιστορία και τη θεωρία. Στην περίπτωση δε της Αριστεράς, της ιστορίας και της θεωρίας της, το πράγμα γίνεται πιο περίπλοκο, καθώς στη λογική της η Ιστορία είναι ιστορία ταξικών συγκρούσεων, αλλά την ίδια στιγμή, όψεις αυτής της ιστορίας προκαλούν με τη σειρά τους νέες συγκρούσεις, τάσεις και ρεύματα στο εσωτερικό της Αριστεράς, όπως εξάλλου και της θεωρίας της, αρχής γενομένης από τον Μαρξ.
Από την Ιστορία και τη θεωρία, ως γνωστόν, δεν έχουμε να περιμένουμε συνταγές. Ενώ όμως οι συνταγές αυτές δεν υπάρχουν, έχουμε -μπορούμε και πρέπει να έχουμε- μέθοδο: χωρίς μέθοδο, δεν υπάρχει στρατηγική, και χωρίς στρατηγική δεν νοείται αυτόνομη πολιτική της Αριστεράς -αυτόνομη ως προς το κράτος, το κεφάλαιο, τα αστικά κόμματα, και πιο γενικά, ως προς το πρόγραμμα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.

Μαρξ
Από τον Μαρξ μέχρι σήμερα, λοιπόν, η απουσία συνταγής είναι τόσο προφανής, όσο προφανής είναι και η ύπαρξη μεθόδου. Η πρώτη «στιγμή» αυτής της μεθόδου είναι η ρήξη με την αντίληψη που, μέχρι την εποχή του Μαρξ, διάβαζε την Ιστορία ως ιστορία εθνών. «Οι κομμουνιστές», γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς, «διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων τονίζουν και προβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ’ όλο το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του». «Ανάμεσα στους Πολωνούς», γράφουν κάπου αλλού, «οι κομμουνιστές υποστηρίζουν το κόμμα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης, δηλαδή το κόμμα που το 1846 προκάλεσε την εξέγερση της Κρακοβίας» (1).
Ακριβώς επειδή στη θεωρία τους δεν υπάρχει συνταγή -υπάρχει όμως το θεμέλιο για μια στρατηγική- το 1848 οι Μαρξ και Ένγκελς υποστηρίζουν την επανάσταση της φιλελεύθερης γερμανικής αστικής τάξης, την οποία «πριονίζουν» τα εθνικά κινήματα των Σλαβικών λαών. Στην περίπτωση πάλι της Ιρλανδίας, οι ίδιοι δίνουν προτεραιότητα στην ενότητα της εργατικής τάξης εναντίον των βρετανών καπιταλιστών, επισημαίνοντας την ίδια στιγμή ότι η εκμετάλλευση των εθνικών διαφορών ενισχύει τους αντιπάλους των εργατών (2).
Η μέθοδος είναι, νομίζω, προφανής: η Αριστερά στέκεται απέναντι σε κάθε εθνική διαφορά με κριτήριο το τι εξυπηρετεί τις δικές της, αυτόνομες επιδιώξεις. Ακόμα κι εκεί που οι διατυπώσεις μοιάζουν επηρεασμένες από τον Χέγκελ, και είναι επιεικώς προβληματικές (σε σημεία του Μανιφέστου, για παράδειγμα, όπου σημειώνεται ότι «η αστική τάξη τραβάει στον πολιτισμό όλα, ακόμα και τα πιο βάρβαρα έθνη»), ή εκεί που η διάγνωση μιας τάσης γίνεται πεποίθηση πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα εξαφανίσει τα ενδιάμεσα στρώματα και μαζί τους την εθνική βάση των κοινωνικών συγκρούσεων, η μέθοδος παραμένει σαφής: στα «εθνικά» τοποθετούμαστε με βάση το κριτήριο του τι ευνοεί τον αγώνα των κομμουνιστών.

Λένιν-Λούξεμπουργκ
Το ίδιο ισχύει και για τις κατοπινές διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών. Η Λούξεμπουργκ συμμερίζεται την αισιοδοξία του Μαρξ για την προοδευτική εξάλειψη των εθνικών διαφορών και, με βάση την πεποίθηση αυτή, ασκεί κριτική στον Λένιν για την υποστήριξη της εθνικής αυτοδιάθεσης, ακόμα και ως το σημείο αποχωρισμού από το κράτος, των εθνών που αποτελούσαν τη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Στη Γερμανία της Βαϊμάρης, η Ρόζα είναι το συνώνυμο της εθνικής προδοσίας γιατί θεωρεί τις ταξικές διαφορές ισχυρότερες από την εθνική ενότητα (και το πληρώνει με τη ζωή της), και γιατί θέλει, όπως σωστά την κατηγορούν, να μεταφέρει την επανάσταση του Λένιν στο Βερολίνο.
Ο ίδιος ο Λένιν, από την άλλη, πιστεύει ότι η δημιουργία εθνικών κρατών σημαίνει τη νίκη του καπιταλισμού επί της φεουδαρχίας -συνθήκη που φέρνει πιο κοντά την κομμουνιστική επανάσταση. Παρά τις σαφείς διαφορές, το κριτήριο είναι και εδώ η πολιτική: τι συμφέρει τον αγώνα της Αριστεράς.

Στάλιν και Τρότσκι
Τα πράγματα είναι ουσιωδώς διαφορετικά στην περίπτωση του Στάλιν, καθώς εδώ η Ιστορία ως ιστορία εθνών και σύγκρουση πολιτισμών επιστρέφει από το παράθυρο. «Το εθνικό ζήτημα στον Καύκασο», γράφει στα 1913 στο Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, «μπορεί να λυθεί μόνο με την έννοια του τραβήγματος των καθυστερημένων εθνών και εθνοτήτων στο γενικό κανάλι της ανώτερης κουλτούρας» (3). Από το τέλος του 1924, ο ίδιος διακρίνει ανάμεσα «στη δυνατότητα οικοδόμησης μιας πλήρους σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια μόνη χώρα», που την περιγράφει ως «αναμφισβήτητη αλήθεια», και «στην πλήρη εξασφάλιση από μια παλινόρθωση της παλιάς τάξης πραγμάτων», η οποία, όπως λέει ο Στάλιν, απαιτεί τη νίκη της επανάστασης σε μερικές αναπτυγμένες χώρες ή, με άλλα λόγια, τη νίκη της επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα. Γράφει σχετικά με αυτό ο Κλαουντίν:
«Ο από μηχανής θεός της θεωρίας του Στάλιν για τον εθνικό σοσιαλισμό είναι ο περίφημος “νόμος της άνισης ανάπτυξης του καπιταλισμού”. Η χρησιμοποιούμενη λογική είναι απλή. Η επανάσταση, με δεδομένη την άνιση ανάπτυξη του καπιταλισμού, θα πραγματοποιηθεί άνισα, πρώτα σε μία χώρα, μετά σε μία άλλη ή σε μερικές άλλες, κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, η “ρήξη” της “ιμπεριαλιστικής αλυσίδας” θα συμβεί εκεί όπου είναι ο ασθενέστερος κρίκος. [Όμως] Η άνιση ανάπτυξη, για κακή τύχη της λογικής του Στάλιν, είναι επίσης μία από τις πηγές των γενικών κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος, των παγκοσμίων πολέμων κ.λπ. Οι κρίσεις αυτές τείνουν, σε ορισμένη έκταση και σε ορισμένες περιόδους, να “εξισώνουν” και να συνδέουν στενότερα τα επαναστατικά κινήματα διάφορων χωρών (όπως συνέβη στους δύο παγκόσμιους πολέμους και στο αποκορύφωμα της κρίσης του αποικιακού συστήματος). Γι’ αυτό, δε μπορεί κανείς να αποκλείσει, παρατηρώντας μόνο εμπειρικά ότι η ανάπτυξη είναι άνιση, τη δυνατότητα μίας κατάστασης στην οποία η σοσιαλιστική επανάσταση, όπως δεχόταν ο Μαρξ, θα πάρει τη μορφή της αλυσιδωτής αντίδρασης, σε μια σειρά αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών» (4).
Οι απόψεις του Στάλιν διαμορφώνονται, ως γνωστόν, σε αντιπαράθεση με εκείνες του Τρότσκι. Ο Στάλιν φτιάχνει μια καρικατούρα του Τρότσκι, αποδίδοντάς του την άποψη ότι η επανάσταση στις αναπτυγμένες χώρες πρέπει ν’ αρχίσει «ταυτόχρονα». Η θέση του Τρότσκι, όμως, δεν είναι αυτή. Αυτό που υποστηρίζει είναι ότι «η σοσιαλιστική επανάσταση ξεκινάει στον εθνικό στίβο, ξεδιπλώνεται στο διεθνή στίβο και περατώνεται στον παγκόσμιο. Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται διαρκής».
Αν υπάρχει ένα πρόβλημα στη θέση του Τρότσκι, σημειώνει ο Κλαουντίν, είναι ότι ο ίδιος αποδίδει την ήττα της επαναστατικής υπόθεσης μονοσήμαντα στην προδοσία της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς. Και κάπως έτσι, δυσκολεύεται να δει τα πισωγυρίσματα στη διαδικασία της Διαρκούς επανάστασης: τις ήττες που διαδέχτηκαν την πρώτη κρίση του καπιταλισμού, την αφοσίωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στη σοσιαλδημοκρατία και τις ενδείξεις που έδωσε ο καπιταλισμός για την ικανότητά του να συνέρχεται.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ικανότητα του καπιταλισμού «να συνέρχεται», αποκτάται πάνω στα ερείπια -και, στην περίπτωσή μας, συναρτήθηκε με δύο παγκόσμιους πολέμους.

Η τραγωδία της Β΄ Διεθνούς, η εποποιία και οι (κατα)χρήσεις της Αντίστασης
Στον έναν από αυτούς, τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», για λόγους δηλαδή αμυντικούς, ψήφισαν στα εθνικά κοινοβούλια τις πολεμικές πιστώσεις και την είσοδο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών: για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς μπήκε σε έναν πόλεμο, που έμελλε να γίνει το μεγαλύτερο σφαγείο όλων των εποχών μέχρι τότε.
Τα πράγματα υπήρξαν διαφορετικά, ευτυχώς, στην περίπτωση του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταπολεμική ευρωπαϊκή Αριστερά αύξησε την επιρροή της σε πρωτόγνωρα επίπεδα χάρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στα χρόνια της Αντίστασης στον φασισμό και στον ναζισμό -μια αντίσταση που σαν κύριο σύμβολό της είχε εθνικές σημαίες, όχι κόκκινες, ακόμα κι εκεί που πρωταγωνιστούσαν κομμουνιστές. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία και για κάτι άλλο: ότι για δεκαετίες (μέχρι και σήμερα) οι πιο διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη έκαναν το λάθος να πιστεύουν ότι όπως τότε, έτσι πάντα: Η Ιστορία επαναλαμβάνεται κι ότι η επιρροή, πολλώ δε μάλλον η νίκη τους, εξαρτάται από τη δυνατότητά τους να εκπροσωπούν με συνέπεια, όχι ένα τμήμα της κοινωνίας -γιατί κόμμα σημαίνει τμήμα- αλλά, γενικώς και αορίστως, την πατρίδα, τον λαό και το εθνικό αίσθημα.
Αυτή είναι η περίπτωση του ιταλικού ΚΚ υπό τον Τολιάτι. Και αυτή είναι επίσης η περίπτωση ενός σημαντικού μέρους και της ελληνικής Αριστεράς. Από τη μια, το γεγονός ότι ο ελληνικός εθνικισμός του 19ου αιώνα υπήρξε «δευτερογενής», μη δημιουργώντας δηλαδή εθνικό κράτος σε προϋπάρχουσες δομές, αλλά υπήρξε «αντιστασιακός», αξιώνοντας με επιτυχία τη διάλυση δομών που προϋπήρχαν (βλ. Οθωμανική Αυτοκρατορία) (5). Από την άλλη, η εποποιία του ΕΑΜ, οδήγησε τμήματα της Αριστεράς να θεωρούν ότι το εθνικό-λαϊκό μέτωπο είναι διαχρονικά η απάντηση, όποτε κι αν τίθεται η ερώτηση για το πώς μπορεί η Αριστερά να γίνει ηγεμονική -και για το πώς το κοινωνικό μπορεί να υπερισχύει του εθνικού.
Κάπως έτσι, ο λόγος του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, με το ερώτημα «ποιος είναι πατριώτης, αυτοί ή εμείς;», που προσπαθεί να αποσείσει τη μεσοπολεμική ρετσινιά του εθνοπροδότη, μοιάζει να είναι πιο κοντά στην αλήθεια του ΕΑΜ, απ’ ό,τι για παράδειγμα η στιγμή που ο ΕΛΑΣ συγκρούεται με την ΕΚΚΑ και σκοτώνει τον Ψαρρό. Με την ίδια λογική, μοιάζει να είναι πιο κοντά στην εκάστοτε πραγματικότητα η ανάλυση του Γληνού, ότι ο αγώνας πρέπει να είναι «παλλαϊκός», ν’ αγκαλιάσει όλα τα στρώματα του λαού «και τον εργάτη και τον αστό» -μολονότι ο Γληνός εισηγείται πολιτικό πρόγραμμα σε συνθήκες ξένης Κατοχής. Και βεβαίως μοιάζει να μη σημαίνει τίποτα το γεγονός ότι το «παλλαϊκό», κατά τα άλλα, ΕΑΜ πολεμήθηκε λυσσαλέα από τους αντιπάλους του, Έλληνες και ξένους, και μάλιστα πριν την Απελευθέρωση, ακριβώς ως αυτό που πάνω απ’ όλα ήταν κίνδυνος για τη σταθερότητα του κοινωνικού καθεστώτος.

Κυπριακό
Για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, η συντετριμμένη στον εμφύλιο Αριστερά δεν μπόρεσε μετά τον πόλεμο να διεκδικήσει αυτόν τον τίτλο τιμής. Αντίθετα, πίστεψε ότι ο μόνος δρόμος για την επανανομιμοποίησή της ήταν ο δρόμος του εθνικού αγώνα. Μετά λοιπόν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, ο δρόμος αυτός πέρναγε πια από το Κυπριακό. Η εκστρατεία για την Ένωση με την Κύπρο προσέδιδε μια αύρα κύρους και περιστασιακή νομιμοποίηση σε τμήματα της κοινωνίας που διαφορετικά θα αποκλείονταν από την κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των φοιτητικών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που λειτουργούσαν εκτός του πλαισίου της ΓΣΕΕ, και των οργανώσεων που συνδέονταν με την Αριστερά (6). Το αίτημα για «Ένωση», έτσι, δεν αντανακλούσε μόνο τη διαδικασία αναδιοργάνωσης της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής κυρίαρχης ιδεολογίας, που αναζητούσε ένα θετικό πρόταγμα ως συμπλήρωμα στον αντικομμουνισμό της· το ίδιο αίτημα, για την ακρίβεια το «λέφτερη Κύπρος στη λέφτερη Ελλάδα» που προέτασσε το ΚΚΕ, συμπύκνωνε επίσης μια (ανταγωνιστική) στρατηγική: α) για την απόσειση της ρετσινιάς του «εθνοπροδότη», που ακολουθούσε το ΚΚΕ απ’ τον Μεσοπόλεμο και τα χρόνια του Μακεδονικού, β) για την άρση της απομόνωσης στη μετεμφυλιακή περίοδο και γ) για την ανάδειξη του Κυπριακού ως παράδειγμα αντιιμπεριαλιστικού αγώνα προς γενίκευση, προς «εισαγωγή» δηλαδή και στην Ελλάδα.

Θεωρητικές βάσεις και πολιτικά αδιέξοδα του πατριωτικού αντιιμπεριαλισμού/αριστερού εθνικισμού
Η διαχρονική εμμονή στον εθνικό αγώνα δεν είχε μόνο πολιτικά αίτια, αλλά και θεωρητικά. Τόσο στην κομμουνιστική Αριστερά όσο και στο ΠΑΣΟΚ κυριάρχησαν, μέχρι και τη δεκαετία του ’80, ορισμένες παραλλαγές της θεωρίας της εξάρτησης. Στη μεν κομμουνιστική Αριστερά κυριάρχησε για δεκαετίες η άποψη της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ (1934) -επικαιροποιημένη κατά διαστήματα βάσει της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού- για έναν ελληνικό καπιταλισμό στον οποίο δεν επικρατούσαν πλήρως (ή πάντως δεν επικρατούσαν με ώριμο τρόπο) οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και εξουσίας, γεγονός που κατά την ανάλυση αυτή συνδεόταν άρρηκτα με φεουδαλικά κατάλοιπα και τελικά την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. H θέση αυτή, που αποδομήθηκε από τους Μάξιμο και Πουλιόπουλο, οδηγούσε σε ένα στάδιο αστικοδημοκρατικής και ανεξαρτησιακής ολοκλήρωσης ή σε ένα διακριτό αντιμονοπωλιακό/αντιιμπεριαλιστικό στάδιο, όπως ίσχυσε μετά τον πόλεμο. Αργότερα, στο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970, η θεωρία «μητρόπολης-περιφέρειας» ενέτασσε την Ελλάδα στην «περιφέρεια» του διεθνούς καπιταλισμού μαζί με την Ασία, την Αφρική και την τότε Λατινική Αμερική (Σαμίρ Αμίν, Α. Γκ. Φρανκ, Καρντόζο, Κόρντομπα κ.ά). Οι θέσεις αυτές θεωρούσαν ότι τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ασκούν απόλυτη οικονομική και πολιτική κυριαρχία στην ελληνική αστική τάξη («ξενοκρατία»), ότι η αστική τάξη αυτή είναι μεταπρατική, ότι αποσπούσε υπερκέρδη μη επανεπενδυόμενα κ.λπ. Οι θεωρητικοί αυτοί υποβάθμιζαν (και υποβαθμίζουν) τις εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις, και αντί γι’ αυτές, υποδεικνύουν ως βασική διαιρετική τομή τη σύγκρουση του ιμπεριαλισμού με το υπανάπτυκτο έθνος, απολυτοποιώντας έτσι τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις (7). Με αυτή την έννοια, μιλάμε για πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό ή αριστερό εθνικισμό.
Το αδιέξοδο των θέσεων αυτών φάνηκε ήδη στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, με την αλήστου μνήμης ΕΑΔΕ, κυρίως όμως στη δεκαετία του ’90, στα χρόνια της εξόρμησης του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, υπό τον ιδεολογικό μανδύα της σκοπιανοφαγίας. Ο εθνικισμός αυτός είχε, στα χρόνια αυτά, δύο βασικές εκδοχές: την εθνική υπεροψία της ισχυρής Ελλάδας, η οποία διεκδικούσε οφέλη εν μέσω διάλυσης των Βαλκανίων και, συμμετρικά, την εθνική μειονεξία της «Ψωροκώσταινας», την οποία υπονομεύουν «ως χώρα» οι ιμπεριαλιστές.
Ακόμα περισσότερο, όμως, σήμερα οι θέσεις αυτές έχουν λογικές συνεπαγωγές που δεν τιμούν τους υπερασπιστές τους. Αν η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, κι αν γι’ αυτό είναι υπανάπτυκτη, αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν παράγουν τίποτα -άρα λογικά είναι τεμπέληδες, όπως το θέλει ο αστικός μύθος. Αν η Ελλάδα δεν παράγει όντως τίποτα, αντίθετα, είναι εξαρτημένη, αυτό σημαίνει ότι την τρέφουν οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της -άρα τα δάνεια είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να μας συμβεί. Στην πραγματικότητα, είτε μιλάμε για τη βιομηχανία (χημικά προϊόντα, μέταλλο, κοκ) είτε για το εφοπλιστικό και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει να επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις, ακόμα και μέσα στην κρίση (8).

Καπιταλιστική διεθνοποίηση, κρίση και Αριστερά
Θεωρώ ότι θα ήταν λάθος για την Αριστερά να υποτιμήσει τον χαρακτήρα της επίδρασης που έχει η εκ γενετής προσχώρηση στην κυρίως φαντασιακή (και όχι φανταστική) κοινότητα που συνιστά το έθνος. Θα ήταν λάθος όμως και να προσχωρήσει, για λόγους παράδοσης, εκλογικής αποτελεσματικότητας ή «κυβερνησιμότητας», στη λογική του εθνικού μέσου όρου, σε όσα πεδία τίθεται σήμερα το ερώτημα περί έθνους, από το μεταναστευτικό και την ιθαγένεια ως το Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά και την ΑΟΖ. Σε όλα αυτά, την ελληνική σημαία μπορούν να τη σηκώσουν όλοι. Τη δική μας σημαία μπορούμε να τη σηκώσουμε μόνο εμείς.
Ας το επισημάνουμε: Εν μέσω καπιταλιστικής διεθνοποίησης («παγκοσμιοποίηση»), ούτε το ελληνικό, ούτε κανένα έθνος δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλές καταφύγιο. Σε αντίθεση με αστικούς ή αριστερούς μύθους, η διαδικασία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, ούτε μια ενιαία παγκόσμια αγορά διαμόρφωσε, ούτε τα έθνη ισοπέδωσε, ούτε την αστική ηγεμονία στην οργάνωση της κοινωνίας ανά εθνικά κράτη αμφισβήτησε, ούτε πολύ περισσότερο εξαφάνισε τα εθνικά κράτη και τους εθνικισμούς (9). Στην πραγματικότητα, η διαδικασία αυτή μετέβαλε δραστικά το περιεχόμενο της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, λοιπόν, είναι η πλήρης ευθυγράμμιση των κρατών με το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αυταρχική θωράκιση απέναντι στις νέες επικίνδυνες τάξεις, με έμφαση στους ξένους φτωχούς. Στη συνθήκη αυτή, η εκχωρούμενη εθνική κυριαρχία, η άνευ προηγουμένου δηλαδή υπονόμευση της λαϊκής κυριαρχίας από τις εθνικές κυβερνήσεις και τους υπερεθνικούς οργανισμούς της καπιταλιστικής διεθνοποίησης (Ε.Ε., ΔΝΤ), δεν είναι παρά όρος αναδιοργάνωσης και θωράκισης της καπιταλιστικής κυριαρχίας στη νέα συνθήκη. Εξ ορισμού στον καπιταλισμό, η κυριαρχία αυτή οργανώνεται σε εθνικό και ολοκληρώνεται σε διεθνές επίπεδο -άρα εκεί, και στα δύο αυτά επίπεδα, πρέπει και να αμφισβητηθεί.
Με δεδομένα τα παραπάνω, η μνημονιακή διαχείριση της κρίσης δεν αποτελεί προδοσία, αλλά τεκμήριο μεροληψίας και (ταξικής) συνέπειας σε ό,τι αφορά τους αντιπάλους μας -ζήτημα δημοκρατίας και μεροληψίας σε ό,τι αφορά εμάς. Δουλειά μας λοιπόν, εδώ, δεν είναι να οργανώσουμε την επιστροφή στο έθνος, σαν να επρόκειτο για την Κιβωτό εν μέσω κατακλυσμού. Δουλειά της Αριστεράς είναι να αναλάβει τα ιδιαίτερα καθήκοντα που της επιφύλασσε ο Λένιν -να οργανώσει και να κερδίσει δηλαδή τις μάχες απέναντι στο «δικό μας» κράτος και το «δικό μας» κεφάλαιο, δείχνοντας την ίδια στιγμή ότι για τα βασικά προβλήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο καπιταλισμός και το εθνικό κράτος δεν έχουν πια απαντήσεις.
Ο αγώνας αυτός θα είναι προφανώς δύσκολος. Αν μη τι άλλο όμως, ξέρουμε από πού να αρχίσουμε: ο αγώνας αυτός ξεκινάει τώρα και εδώ – σε αντίθεση με μια ορισμένη αντίληψη στην Αριστερά, που εξαντλεί τον επαναστατισμό της αποδίδοντας όλο το κακό μας ριζικό στους άθλιους Μέρκελ και Σόιμπλε. Όπως σωστά το έθεταν σε πρόσφατο άρθρο στην Εποχή οι Αθανασίου και Καραγιαννίδης, η «εκσφενδόνιση του πολιτικού/ταξικού αντιπάλου στη μακρινή Γερμανία ουσιαστικά απονεκρώνει, κάνει μάταιη την πολιτική αντιπαράθεση, μιας και οι εγχώριοι εκπρόσωποι του καπιταλισμού μετατρέπονται σε απλά πιόνια μιας εξωχώριας εξουσίας. Πώς να αντιπαρατεθεί κανείς με κάποιον που δεν είναι καν κάτοικος αυτής της χώρας; Που ποτέ δεν πρόκειται να ψηφίσεις υπέρ ή κατά του; Τι ελπίδες και τι αυτοπεποίθηση μπορεί να έχει ένα κίνημα όταν του περιγράφουμε μπροστά του έναν αντίπαλο απρόσιτο και ανυπέρβλητο;» (10).

(1) Καρλ Μαρξ, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (μτφρ.: Βασίλης Καπετανγιάννης), Θεμέλιο
(2) Μικαέλ Λεβί, Το εθνικό ζήτημα από τον Μαρξ μέχρι σήμερα (μτφρ.: Μαριάννα Τζιαντζή), Eκδ. Στάχυ. Στη διαμάχη μεταξύ των μαρξιστών για το αν στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς υπάρχει θεωρία για το έθνος, ο Λεβί βρίσκεται στη μεριά αυτών που απαντούν αρνητικά.
(3) Παρατίθεται στο: Αντώνης Λιάκος, Πώς σκέφτηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, Εκδ. Πόλις.
(4) Φερνάντο Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Από την Κομιντέρν στην Κομινφόρμ (μτφρ.: Δήμος Βέργης), Εκδ. Γράμματα. Το σχετικό απόσπασμα περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο, Το Διαρκές 1917, RedNotebook-ΚΨΜ.
(5) Για τη διάκριση πρωτογενών (αγγλικός, γαλλικός) και δευτερογενών εθνικισμών (εθνικισμοί χωρίς «κρατικό» πλεονέκτημα, όπως αυτοί των χριστιανικών εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο εβραϊκός, ο ιταλικός και ο γερμανικός), βλ. Παντελής Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, Εκδ. Κατάρτι.
(6) Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, Εκδ. Επίκεντρο.
(7) Δημήτρης Μπελαντής, Ιμπεριαλισμός, κυριαρχία, εξάρτηση, ταξική πάλη, Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες, RedNotebook
(8) Χρήστος Λάσκος-Ευκλείδης Τσακαλώτος, 22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ. Στην πιο επεξεργασμένη εκδοχή του, το επιχείρημα του αριστερού εθνικισμού υποστηρίζει ότι η ελληνική εργατική τάξη και η εγχώρια παραγωγή είναι ενταγμένες σε ένα σχέδιο παραγωγής το οποίο ευνοεί της ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις, αντί να παράγουν για τις εσωτερικές ανάγκες. Αν όμως ο ελληνικός καπιταλισμός δεν παράγει για τις (εσωτερικές) ανάγκες ή την εσωτερική αγορά, αυτό δεν αποτελεί τεκμήριο “ετερονομίας” ή έξωθεν κατεύθυνσης, αλλά«δυναμισμού» και αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι συνέπειες αυτής της αναρχίας στην εγχώρια παραγωγική βάση, είναι η άλλη όψη του μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης συνολικά, μιας ιστορίας δηλαδή τόσο παλιάς όσο και ο καπιταλισμός, που σε άλλους τομείς ευνοεί τους ανώτερους κρίκους, κι αλλού (π.χ. στα Βαλκάνια ή στον διεθνή συσχετισμό απέναντι σε χώρες του ΠΟΕ που καταριούνται την Ελλάδα) ευνοεί «εμάς».
(9) Νίκος Γιαννόπουλος, Παγκοσμιοποίηση: μύθοι και πραγματικότητα, Δελτίο Θυέλλης τχ. 17, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.
(10) Κώστας Αθανασίου-Χρήστος Καραγιαννίδης, Ποιος είναι, τελικά, ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας;, Εποχή 15/9/2013.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!