Ή γιατί παραμένει επίκαιρη η συζήτηση για τις οχυρωμένες κοινότητες

της Ειρήνης Μίχα*

 

Παραμονές εκλογών, δήμοι σε κρίση και μοιάζει να αναζωπυρώνεται στους κόλπους της Αριστεράς ο προβληματισμός για τον χωρικό σχεδιασμό, τις αναπλάσεις του κέντρου της Αθήνας, την ιδιωτικοποίηση (ή το ξεπούλημα) της δημόσιας περιουσίας -από το Ελληνικό μέχρι τα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας-, παράλληλα με την αδυναμία διατύπωσης εναλλακτικών προτάσεων και τη θυμωμένη αλλά αμήχανη στάση μας απέναντι στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που συντηρεί την κρίση και εδραιώνει τις συνέπειές της.

Τι καθιστά στο πλαίσιο αυτό επίκαιρη τη συζήτηση για τις οχυρωμένες κοινότητες; Η κατασκευή απόρθητων φρουρίων, η συγκρότηση μεγαλοαστικών «κάστρων», αλλά και πιο πρόσφατες πρακτικές τοποθέτησης εισόδων ελέγχου σε «ασφαλείς», «εξευγενισμένες» κεντρικές συνοικίες -τάσεις που εμφανίζουν εντατικοποίηση από τη δεκαετία του 1980 σε πολλές πόλεις του κόσμου-, στην Ελλάδα παραμένουν εμβρυακές, σημειακές και αδύναμες. Οι ποικίλες θεωρητικές διατυπώσεις και τα ερευνητικά πορίσματα για τις «πολιτείες του φόβου», τα «εθελοντικά γκέτο» και τη χωρο-κοινωνική πόλωση που τα φαινόμενα αυτά παράγουν, αποκαλύπτουν συνιστώσες της κρίσης, μιας κρίσης πρωτίστως αστικής και πολυσήμαντα χωρικής. Μπορεί όμως να δημιουργούν και σύγχυση, εάν ειδωθούν οι παραπάνω όροι ως μονολιθικές ταυτότητες ενός απειλητικού εξωτερικού εχθρού που καταφθάνει και στη χώρα μας. Οι μηχανισμοί παραγωγής του χώρου στην Ελλάδα αναπτύχθηκαν διαφορετικά, όχι όμως και ανεξάρτητα, από τον επίσημο (δυτικό) επιστημονικό λόγο. Παράλληλα, η «ελληνική απόκλιση» χρησιμοποιείται στις κυρίαρχες αφηγήσεις για να ερμηνεύσει δυσλειτουργίες στην ανάπτυξη του χώρου, ενώ σήμερα ενοχοποιείται για τις «άναρχες, άτυπες και σπάταλες ενδογενείς νοοτροπίες» που μας οδήγησαν στην κρίση. Οι ιδιαιτερότητες του συστήματος γης και οικοδόμησης στην Ελλάδα έχουν δημιουργήσει ένα σύνθετο πλέγμα προβλημάτων, ταυτόχρονα όμως λειτούργησαν και ως κυματοθραύστες απέναντι σε φαινόμενα ιδιωτικοποίησης μεγάλων εκτάσεων και αποκλεισμού ομάδων από αυτές. Η συζήτηση για τις οχυρωμένες κοινότητες παραμένει επίκαιρη όσο μας βοηθά να αναδείξουμε τη σημασία αυτών των «αντιστάσεων» και ακόμα περισσότερο τις θεσμικές ρυθμίσεις που σήμερα τις αποδυναμώνουν. Παραμένει επίσης επίκαιρη όσο μας βοηθά να ανιχνεύσουμε λιγότερο ορατές «διεισδύσεις» του φαινομένου που δεν αφορούν το χωρικό του αποτύπωμα αλλά το ιδεολογικό του υπόβαθρο. Στα δυο αυτά ζητήματα επικεντρώνονται οι παρακάτω επισημάνσεις.

Το πράσινο φως για την οικοδόμηση κλειστών οικιστικών συνόλων έχει δοθεί στη χώρα μας ήδη από τη δεκαετία του 1990 όταν ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, αποσκοπώντας στη διαφοροποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος για την προσέλκυση «ειδικών τμημάτων» της ζήτησης, προωθεί το σχέδιο νόμου για τις Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), για οριοθετημένες δηλαδή δημόσιες ή ιδιωτικές εκτάσεις όπου προβλέπεται η χωροθέτηση συνόλου τουριστικών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών υψηλής στάθμης (ξενοδοχειακές μονάδες, γήπεδα γκολφ, μαρίνες, συνεδριακά κέντρα κ.ο.κ.). Με το νόμο αυτόν (Ν. 2545/1997) κατασκευάστηκε μόνο το Costa Navarino, στη Μεσσηνία, καλύπτοντας έκταση 6.000 στρεμμάτων και προκαλώντας έντονες αντιδράσεις για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επένδυσης αλλά και για τις μονοπωλιακές διαδικασίες απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, σειρά από θεσμικές (από)ρυθμίσεις και τροποποιήσεις διαμορφώνουν σαφώς πιο ευνοϊκό κλίμα για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας γης προς όφελος μεγάλων κατασκευαστικών και κτηματομεσιτικών συμφερόντων. Με όρους «έκτακτης ανάγκης» για «την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της χώρας» ο Εφαρμοστικός νόμος του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-15 (Ν. 3986/2011) παρακάμπτει την πολεοδομική νομοθεσία παραχωρώντας σε κάθε μεγάλο επενδυτή τη δυνατότητα να εγκαθιδρύσει το καθεστώς σχεδιασμού που εξυπηρετεί την πρότασή του. Με τον ίδιο νόμο ιδρύθηκε και το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) στο οποίο μεταβιβάζονται από τότε κτίρια «ειδικού ενδιαφέροντος», δασικές εκτάσεις, άθικτες παραθαλάσσιες ζώνες, υδροβιότοποι, ιαματικές πηγές κ.ά. Παράλληλα νέες τροποποιήσεις που αποσκοπούν στην «απλούστευση» (ουσιαστικά παράκαμψη) των διαδικασιών για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στον τουρισμό, απελευθερώνουν χρήσεις, συντελεστές δόμησης ακόμα και ζώνες προστασίας, επιταχύνοντας και διευκολύνοντας κάθε μορφή εκμετάλλευσης. Μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον των επενδυτών είναι περιορισμένο. Αυτό όμως δε δικαιολογεί διφορούμενες πολιτικές στάσεις. Απέναντι στην υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας και σε επενδυτικά σενάρια για αποκομμένες, θωρακισμένες νησίδες οικιστικής ανάπτυξης, χρειάζεται άμεσα να διατυπωθούν διαφορετικές προοπτικές και λύσεις.

Ο εντυπωσιακός ρυθμός με τον οποίο εξαπλώθηκε το φαινόμενο των οχυρωμένων κοινοτήτων, αρχικά στη Δύση και στη συνέχεια στις καπιταλιστικά πια αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολής, «ξεχείλωσε» και τον ορισμό του. Οικιστικά σύνολα με περιορισμένη πρόσβαση και ανεπτυγμένα συστήματα ελέγχου, απευθύνονται και στα μεσοαστικά στρώματα όπως και σε οικογένειες της εργατικής τάξης με σταθερή εργασία. Η έκτασή τους επίσης ποικίλει, στην Κίνα, για παράδειγμα, πόλεις 200.000 κατοίκων διαθέτουν ελεγχόμενα σημεία εισόδου. Οι πρώτες μελέτες του φαινομένου αφορούσαν συγκροτήματα κατοικιών, τουριστικά θέρετρα, ψυχαγωγικά ή επιχειρηματικά πάρκα και εμπορικά κέντρα. Σήμερα όμως, όταν κάτοικοι τοποθετούν μάντρες ή μπάρες ελέγχου σε συνηθισμένες γειτονιές της πόλης, προβληματίζει πόσοι ακόμα λιγότερο ορατοί περιορισμοί και πιο έμμεσοι αποκλεισμοί προκύπτουν από τις πρακτικές ιδιωτικής διαχείρισης φρουρούμενων περιοχών.

Κοινός παρονομαστής, και ταυτόχρονα κινητήριος μοχλός στις ποικίλες αυτές περιπτώσεις, μοιάζει να παραμένει μόνο η ιδεολογία της περιχαράκωσης με πρόφαση την ασφάλεια που παρέχει η ένταξη σε μια τυποποιημένη, «αμόλυντη» ομάδα ταυτότητας (συνταξιούχων, ομόθρησκων, ομοεθνών κ.ο.κ.). Στη βάση αυτή στήνεται, τις τελευταίες δεκαετίες, μια «αγορά» ανταλλαγής τρόμου και ασφαλών οάσεων, που υπόσχεται όχι μόνο την υπεράσπιση ενάντια σε εκείνους που έχουν κατηγοριοποιηθεί ως αντίπαλοι, αλλά και μια «άλλη» ζωή, εξιδανικευμένη, ξέγνοιαστη, απλοϊκή και επιμελημένα σκηνοθετημένη. Η πεποίθηση της υποταγμένης προστασίας εγκαθιδρύεται και στη χώρα μας σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες. Συνυφασμένη με τις αυταρχικές πρακτικές καταστολής και ενισχυόμενη από έναν δημόσιο λόγο που στοχοποιεί γειτονιές και ποινικοποιεί κοινωνικές ομάδες, η ιδεολογία αυτή διαμορφώνει πολύ πιο σκληρά όρια από εκείνα του τοίχου σε μια οχυρωμένη κοινότητα, ανακυκλώνει το φόβο, εδραιώνει τη μεικτοφοβία και, το πιο ίσως σημαντικό, μετατοπίζει τις κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις από την πολιτική στην ηθική αντιπαράθεση.

Ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς οφείλει να επισημαίνει τις κοινωνικές ανισότητες που προκαλούν οι υλικές και άυλες περιχαρακώσεις, όπως και την αναποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου ενάντια στην εγκληματικότητα. Οφείλει, όμως, επίσης να υποδεικνύει τις ψευδαισθήσεις ασφάλειας και ανασφάλειας, την αποστειρωμένη και συνήθως οπισθοδρομική καθημερινότητα που υπόσχονται οι θύλακες πολυτελείας για λίγους, αλλά και τις αυταπάτες που εγείρει η φαντασίωση της χωρικά απομονωμένης και περιτειχισμένης ελευθερίας. Όχι μόνο ως προασπιστής της χωρο-κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και με την επίγνωση ότι στο σύγχρονο ρευστό, πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά, αλληλένδετο κόσμο μας, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Milan Kundera, «δεν υπάρχει τόπος όπου μπορεί κανείς να δραπετεύσει» – υπάρχει όμως η κοπιαστική καθημερινή διεργασία οικοδόμησης μιας γόνιμα συγκρουσιακής συμβίωσης.

 

* Η Ειρήνη Μίχα είναι λέκτορας ΕΜΠ, σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!