Ταξίδια με το γάντι…
Στο πατρικό μου σπίτι, τη μακρινή εποχή που ξεκινούσα το Δημοτικό, υπήρχε το Σαβουάρ Βιβρ της Ελένης Χαλκούση. Συναρπαστικό ανάγνωσμα, γιατί σε πολλές σελίδες του έβρισκα κάτι από επιστημονική φαντασία, η οποία βρισκόταν σε ένα είδος στοιχήματος με την πραγματική ζωή – τουλάχιστον την πραγματική ζωή που είχα εγώ υπ’ όψιν μου στο μεθόριο Καισαριανής και Παγκρατίου. Δεν συγκράτησα ποτέ τις λεπτές διακρίσεις κουταλομαχαιροπίρουνων, συγκράτησα όμως μιαν αλλιώτικη οδηγία, που αφορούσε το χειροφίλημα. Παραθέτω από μνήμης: «Αν η κυρία φορά γάντια, ποτέ ο κύριος δεν επιχειρεί να της τα αφαιρέσει για να της φιλήσει το χέρι».
Τρέχα γύρευε, για ποιον λόγο μου έμεινε ειδικά αυτή η φράση! Είναι κάτι σαν μια και μόνη αστραπή που σου μένει από μιαν ολόκληρη μέρα βροχής και μου ’χει συμβεί σε πολλά πρώιμα διαβάσματά μου. Πέρα από το κωμικό τού να προσπαθεί κάποιος να αφαιρέσει γάντι αλλουνού (για φαντάσου!), αυτό που μου καρφώθηκε, ήταν μια εκκρεμότητα, μια αντίρρηση: το γάντι είναι η εφεύρεση, ώστε, όσο κοντά και αν έρθουν οι άνθρωποι, να μην ανταμώνουν αληθινά! Ακόμα και στη χειραψία, όποτε αυτή επιτρέπεται με γάντι, παλάμη από παλάμη θα απέχει πάντα ένα χιλιοστό, όσο κι αν σφίξεις το χέρι!
Μερικά χρόνια αργότερα, στο τέλος του Λυκείου, διάβασα για τη φοβερή φράση του Αλέκου Παναγούλη, όταν χαιρέτησε με χειραψία κάποιον μεγαλοπαράγοντα: «Πρώτη φορά έπιασα σκατά με τα χέρια μου!». Τα γάντια, με πελώριο συμβολικό φορτίο πλέον, φάνηκε να κερδίζουν μια κάποια δικαίωση. Η συνείδησή μου περνούσε πια στη διά βίου άσκηση του να διακρίνει μεταξύ στιγμών και καταστάσεων.
Κι άλλα χρόνια αργότερα, στον στρατό, ως σκαπανέας Πεζικού, χώνεψα πιο πολύ τη διφυία των γαντιών, των μάλλινων γαντιών που πουλάνε στο Ναύπλιο. Σε φυλάνε απ’ το ανυπόφορο κρύο της βραδινής σκοπιάς, μα γίνονται ανυπόφορα μόλις βραχούν. Και σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τα βγάλεις, αν θέλεις να γυρίσεις τα κουμπιά του απαγορευμένου τρανζίστορ. Αν θέλεις, δηλαδή, να μη μεσολαβεί ούτε χιλιοστό ανάμεσα σε σένα και στο πολύτιμο. Ασκήσεων συνέχεια…
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, βράδυ προπαραμονής των Χριστουγέννων συνάντησα τον Χριστό στην άφεγγη Πλατεία Κουμουνδούρου, με τον τρόπο που έχει λεχθεί πριν δυο χιλιάδες χρόνια. Τα χέρια του βρίσκονταν στη χειρότερη στάση που μπορεί να βρεθούν χέρια ανθρώπου: αγκάλιαζαν το ίδιο του το σώμα, σε μια προσπάθεια να αυτο-ζεσταθεί, να αυτο-στηριχτεί, να αυτο-αντέξει. Του δώσαμε αυτά που είχαμε περίσσευμα (σιγά μην του δίναμε και τη μπουκιά μας!)· κάμποσα μελομακάρονα και κάτι άλλα. Τα δέχτηκε με πελώρια προθυμία. Το μισοσκόταδο επέτρεπε να δούμε πως ήταν μελαμψός, και τον ρώτησα στα Αγγλικά: «Πού μένεις;». «Νο σπίτι», μου απάντησε. «Πώς σε λένε;». «Χασάν». «Είσαι μουσουλμάνος;», συνέχισα. «Ναι», αποκρίθηκε στα Γαλλικά. «Χριστιανός», του έκανα, δείχνοντας τον εαυτό μου. «Με την καρδιά», μου απάντησε, εξηγώντας πώς βρίσκει κανείς τον Θεό και δείχνοντας ταυτόχρονα τον ουρανό και το μέρος της καρδιάς – αριστερά, δηλαδή. Το βράδυ εκείνο χαιρέτισα με χειραψία τον Χριστό, ξύλιασμα με ξύλιασμα, στην ωραιότερη στάση που μπορούν να βρεθούν χέρια ανθρώπου: στα χέρια αλλουνού, σε μια προσπάθεια να ζεστάνουν και να ζεσταθούν, να στηρίξουν και να στηριχτούν, να αντέξουν παρέα.
Την επομένη ξανακατεβήκαμε στην πλατεία. Σκοπεύαμε να δώσουμε στον Χασάν μπουφάν, κουβέρτα και γάντια. Ο Χασάν, όμως, ήταν άφαντος. Ήταν 2007 και το τσουβάλιασμα των μεταναστών δεν είχε περάσει ακόμα στα κυβερνητικά εύσημα. Ο Χασάν αποσύρθηκε μυστικά, φυλάγοντας τη χειραψία μας αδιαμεσολάβητη από τα γάντια.
Περάσανε άλλα έξι χρόνια περίπου, με πάρα πολλά νερά να ’χουν κυλίσει στα αυλάκια της ζωής μας, από τη μια ζείδωρα και ξεδιψαστικά, από την άλλη μνημονιακοί λασποχείμαρροι. Η ζωή ταξιδεύει με χίλιους δυο τρόπους, ένας τρόπος είναι και οι πορείες στους δρόμους της πόλης. Μεροληπτικά (γιατί αφορά τη γειτονιά μου, και γιατί ήταν η πρώτη μας πορεία μαζί με τον γιο μας), κοντοστέκομαι στο αντιφασιστικό συλλαλητήριο του Βύρωνα, αρχές Οκτωβρίου 2013. Χαρά, συν τοις άλλοις, γιατί επί τέλους πολλά μαγαζάκια δέχτηκαν να συστεγαστούν σε μια επιχείρηση σπουδαία! Περνώντας από την Πλατεία Ταπητουργείου έπεσα πάνω στον Χασάν. «Για δες με!», μου είπε, φαρσί αυτή τη φορά. «Δεν είμαι σύνθημα, δεν είμαι ποσοστό, δεν είμαι κατηγορία. Δεν βρίσκομαι μόνο πάνω σε τυπωμένο χαρτί ή μέσα σε ήχο, αλλά και δίπλα, εκεί που μοιράζεται ο αέρας που αναπνέουμε, η γη όπου καθόμαστε, η παλάμη που περιμένει παλάμη. Αλλιώς, είμαι φάντασμα. Τι λες; Είμαι φάντασμα;». «Όχι!», πήγα να του πω. Μα, πριν προλάβω να προφέρω το γιώτα, ο Χασάν χάθηκε μέσα στους πεζοπόρους. Από τα χείλη μου βγήκε μόνο το «Όχ», κι ακούστηκε σαν «Ωχ!». «Λαχάνιασε…», υπέθεσαν οι φίλοι γύρω.
Μα, μακάρι να έχουν δίκιο. Αν κάτι μπορεί να με σώσει, αυτό είναι ένα λαχάνιασμα· μια απάντηση εκκρεμής, που λαχταρά την ολοκλήρωσή της. Ένα λαχάνιασμα για να διακρίνω τον αληθινό, που βρίσκεται απέναντί μου, από το φάντασμα με το οποίο τον υποκαθιστώ στο μυαλό μου. Ένα λαχάνιασμα μέχρι να ακούσω τη φωνή του αληθινού άλλου, κι όχι μονάχα τη δική μου φωνή για λογαριασμό του άλλου. Ένα λαχάνιασμα, να ακούσει ο κάθε διπλανός τη δική μου τη φωνή, κι όχι τη φωνή του φαντάσματος με το οποίο με υποκαθιστά στο μυαλό του. Ένα λαχάνιασμα για να προσέξω τι θα πιάσω με τα χέρια μου, ένα λαχάνιασμα, εντέλει, για να καλοζυγίσω πού θα ρίξω το γάντι!
* O Θανάσης N. Παπαθανασίου είναι
δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός,
αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη